.

.

Κυριακή 29 Μαρτίου 2015

157 ΑΚ-ΑΚΥΡΩΣΗ ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΑΣ


9153/2006 ΕΦ ΑΘ (433655)


(Δ/ΝΗ 2007/878)
Ακύρωση δικαιοπραξίας λόγω πλάνης, απάτης και απειλής. Η σχετική αξίωση
αποσβέννυται με την παρέλευση δυο ετών από την κατάρτιση της δικαιοπραξίας.
Εναρξη της προθεσμίας. Η αποσβεστική αυτή προθεσμία λαμβάνεται υπόψη
αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο. Η τήρηση της προθεσμίας αποτελεί στοιχείο της
βάσης της αγωγής με αναφορά των κρίσιμων ημεροχρονολογιών. Σύνταξη γονικής
παροχής εξαιτίας απειλής. Απαράδεκτη η ένδικη αγωγή ως ασκηθείσα μετά την
πάροδο δυο ετών. Δεν είναι δυνατή η μετατροπή των γονικών παροχών σε δωρεές.
Πότε η γονική παροχή αποτελεί δωρεά. Υπέρβαση του ενδεικνυόμενου μέτρου. Δεν
απαιτείται απόρια του τέκνου για τη σύσταση γονικής παροχής αλλά μόνο η
συνδρομή ανάγκης. Αν δεν συντρέχει ανάγκη η παροχή αποτελεί δωρεά. Ανάκληση
δωρεάς κατά το άρθρο 505 ΑΚ. Πότε υφίσταται αχαριστία του δωρεοδόχου.
Περιπτωσιολογία. Η δήλωση ανάκλησης είναι μονομερής και γνωστοποιείται στο
δωρεοδόχο ακόμα και με δικόγραφο και δεν υπόκειται σε συστατικό τύπο, έστω
και αν αφορά ακίνητα.




ΕφΑΘ 9153/2006

Εισηγητής: Ανδρέας Παπαδημητρίου

Κατά τη διάταξη του άρθρου 157 ΑΚ το δικαίωμα για ακύρωση αδικοπραξίας λόγω
πλάνης, απάτης ή απειλής (άρθρα 140 επ. ΑΚ) αποσβήνεται με την παρέλευση δύο
ετών από την επομένη ημέρα της καταρτίσεως της δικαιοπραξίας (άρθρο 241 § 1
ΑΚ), στην περίπτωση όμως που η πλάνη, η απάτη ή η απειλή εξακολούθησαν και
μετά τη δικαιοπραξία, η εν λόγω αποσβεστική προθεσμία των δύο ετών αρχίζει
από την επομένη ημέρα αφότου πέρασε η κατάσταση που ήταν η δημιουργός της
ελαττωματικής βουλήσεως του συμβαλλομένου, δηλαδή από την αποκάλυψη της
πλάνης ή απάτης ή από την παύση της απειλής (ΑΠ 674/1993 ΕλΔ 35. 1352). Κατά
δε το άρθρο 280 ΑΚ το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη αυτεπαγγέλτως αποσβεστική
προθεσμία που τάσσει ο νόμος, η δε παραίτηση από αυτήν είναι άκυρη (ΑΚ
674/1993 ο.π., ΑΠ 694/1988 ΕλΔ 30. 761). Έτσι το δικαστήριο, εφόσον από
αποδεικτικό υλικό προκύπτει η πάροδος της τασσομένης από το νόμο προθεσμίας,
χωρίς αίτηση ή ένσταση του εναγομένου απορρίπτει την αγωγή που στηρίζεται στο
δικαίωμα που έχει αποσβεστεί. Άλλωστε η τήρηση της αποσβεστικής προθεσμίας
αποτελεί στοιχείο της βάσης της αγωγής και συνεπώς απ` αυτήν προκύπτουν οι
ημεροχρονολογίες (βλ. Β. Βαθρακοκοίλη η ΕΡΝΟΜΑΚ άρθ. 280 σελ. 1121). Στην
προκειμένη περίπτωση με την από 13.2.2003 αγωγή της, η ενάγουσα εκθέτει ότι
με τα νομίμως μεταγεγραμμένα υπ` αριθ. 21250 και 21407/1997 συμβόλαια της
Συμ/φου Αθηνών Ε.Ρ. μεταβίβασε λόγω γονικής παροχής στον εναγόμενο, θετό γιο
της και φυσικό τέκνο του συζύγου της Ε.Μ., τα αναφερόμενα σ` αυτά (συμβόλαια)
και την αγωγή ακίνητα (οριζόντιες ιδιοκτησίες) ότι στις εν λόγω μεταβιβάσεις
(παροχές) προέβη κατόπιν της πιεστικής συμπεριφοράς του συζύγου της και
πατέρα του εναγομένου, ασκώντας της ψυχολογική βία καθημερινώς και κρατώντας
στάση αρνητική απέναντι της, χρησιμοποιώντας κυρίως την άρνηση του να της
απευθύνει το λόγο επί πολλές ημέρες και ότι εξ αυτού του λόγου οι παροχές
αυτές είναι ακυρώσιμες λόγω απειλής και ισχύουν κατά μετατροπή (ΑΚ 182) ως
δωρεές τις οποίες νόμιμα ανακάλεσε ότι, άλλως, οι παροχές αυτές αποτελούν
δωρεές επειδή υπερβαίνουν το μέτρο που επιβάλλουν οι αναφερόμενες στο
δικόγραφο περιστάσεις, ότι ο εναγόμενος με βαριά παραπτώματα του, που
προσδιορίζονται στην αγωγή, φάνηκε αχάριστος έναντι της και γι` αυτό με
δήλωση της ανακάλεσε. Ζήτησε δε να ακυρωθούν, λόγω της απειλής, οι γονικές
παροχές και να αναγνωριστεί ότι αυτές ισχύουν ως δωρεές που έχουν νομίμως
ανακληθεί, άλλως να αναγνωριστεί ότι οι παροχές αυτές αποτελούν δωρεές διότι
υπερβαίνουν το μέτρο που επιβάλουν οι περιστάσεις και έχουν και στην
περίπτωση αυτή νομίμως ανακληθεί, να καταδικαστεί ο εναγόμενος σε δήλωση
βουλήσεως για την αναμεταβίβαση των ακινήτων και να υποχρεωθεί να της τα
αποδώσει.

Σύμφωνα με το παραπάνω περιεχόμενο της αγωγής και τις αναφερόμενες κρίσιμες
ημεροχρονολογίες προκύπτει ότι οι γονικές παροχές συντελέστηκαν και οι δύο το
έτος 1997, ενώ η ένδικη αγωγή ασκήθηκε το 2003 δηλαδή μετά την πάροδο
διετίας. Επομένως και εφόσον δεν ισχυρίζεται η ενάγουσα ότι η επικαλούμενη
απειλή του συζύγου της προς την ίδια συνεχίστηκε και μετά τη σύνταξη των
συμβολαίων των γονικών παροχών, αποσβέστηκε το δικαίωμα της για κύρωση των
γονικών παροχών και η ένδικη αγωγή κατά την κύρια βάση της απειλής είναι
απαράδεκτη και απορριπτέα. Ωσαύτως, μετά την απόσβεση του δικαιώματος της
ενάγουσας για ακύρωση των γονικών παροχών, δεν μπορεί να γίνει λόγος για
μετατροπή αυτών (γονικών παροχών) σε δωρεές, διότι, ναι μεν στη ρύθμιση της
ΑΚ 182 υπάγονται και οι ακυρώσιμες δικαιοπραξίες, όμως μετά την ακύρωση τους,
οπότε κατά την ΑΚ 184 εξομοιώνονται προς τις εξ αρχής άκυρες (βλ. Β.
Βαθρακοκοίλη ΕΡΝΟΜΑΚ υπ` αριθ. 182 σελ. 776). Επομένως έσφαλε το πρωτοβάθμιο
δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απόφαση του δεν απέρριψε την αγωγή κατά την
παραπάνω κυρία βάση της λόγω αποσβέσεως του σχετικού δικαιώματος της
ενάγουσας, αλλά την απέρριψε ως αόριστη και θα πρέπει δεκτής γενομένης κατά
ένα μέρος της πρώτης έφεσης, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση κατά το
κεφάλαιο αυτό ως και κατά το κεφάλαιο των δικαστικών εξόδων, να κρατηθεί η
υπόθεση και να δικαστεί από το Δικαστήριο αυτό και να απορριφθεί η αγωγή κατά
την κύρια βάση της για τον παραπάνω λόγο...

Κατά τη διάταξη του άρθρου 1509 ΑΚ η παροχή περιουσίας στο τέκνο από
οποιονδήποτε γονέα του, είτε για τη δημιουργία ή τη διατήρηση οικονομικής ή
οικογενειακής αυτοτέλειας, είτε για την έναρξη ή την εξακολούθηση
επαγγέλματος, αποτελεί δωρεά, μόνον ως προς το ποσό που υπερβαίνει το μέτρο,
το οποίο επιβάλλουν οι περιστάσεις. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι ο
νομοθέτης χαρακτηρίζει ως γονική παροχή εκείνη που δεν υπερβαίνει το μέτρο το
επιβαλλόμενο από τις περιστάσεις κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης, χωρίς όμως
και αυτός να προσδιορίζει τις περιστάσεις. Ως ενδεικνυόμενο μέτρο από τις
περιστάσεις θεωρείται το ανάλογο προς την οικονομική κατάσταση, την κοινωνική
θέση του γονέα κατά τη σύσταση της παροχής και την οικογενειακή κατάσταση,
δηλαδή τον αριθμό των τέκνων, την ηλικία τους κλπ. Απορία του τέκνου δεν
απαιτείται για τη σύσταση της γονικής παροχής αλλά μόνο η συνδρομή ανάγκης
υπό τις ανωτέρω προϋποθέσεις του άρθρου 1509 ΑΚ. Αν δεν συντρέχει περίπτωση
ανάγκης τότε η παροχή έχει την έννοια της δωρεάς (βλ. σχετ.
Μπαλής ΩικογΔ, παρ. 147 αριθ. 2, 3, Τούαης, ΟικογΔ, έκδ. Γ παρ. 169, ΑΠ
518/2006 ΧΡ.Ι.Δ 2006. 106, Ε.Δ. 4546/1993 ΕλΔ 36. 1598). Εξάλλου από τη
διάταξη του άρθρου 505 ΑΚ, που ορίζει ότι ο δωρητής έχει το δικαίωμα να
ανακαλέσει τη δωρεά, αν ο δωρεοδόχος φάνηκε, με βαρύ παράπτωμα, αχάριστος
απέναντι στο δωρητή ή στο σύζυγο ή σε στενό συγγενή του, σαφώς συνάγεται ότι
για να υπάρξει ο λόγος αυτός της ανακλήσεως, πρέπει ο δωρεοδόχος να εξέλθει,
από την παθητική απλώς κατάσταση της αγνωμοσύνης και να προβεί σε ενέργειες
ένοχες έναντι αυτού, του συζύγου του ή στενού συγγενούς του. Απαιτείται
δηλαδή διαγωγή (πράξη ή παράλειψη) βαρεία αντικοινωνική του δωρεοδόχου ή
συμπεριφορά που να συνιστά παράβαση των κανόνων του δικαίου ή των περί ηθικής
ή ευπρέπειας αντιλήψεων, οφειλόμενη δε, σε υπαιτιότητα του και δυναμένη να
του καταλογιστεί. Η αντικοινωνική αυτή συμπεριφορά ή διαγωγή πρέπει να
προσβάλει αμέσως αγαθά του δωρητή, του συζύγου του ή στενού συγγενούς του,
ώστε να μαρτυρεί έναντι αυτού αχαριστία (βλ. Φραγκίσκο στην ΕρμΑΚ στο άρθρο
505 αρ. 2 μέχρι 10, ΑΠ 1669/2005 Τραπ. Νομ. Πληρ. ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 905/2002 ΝοΒ
2003. 241, ΑΠ 1289/1986 ΝοΒ 35. 1037). Σαν περιπτώσεις αχαριστίας μπορούν να
θεωρηθούν, η απόπειρα θανατώσεως, ο τραυματισμός, η άδικη επίθεση, η απάτη, η
κλοπή, η συκοφαντία ή και αυτή η εξύβριση σε βάρος του δωρητή ή του συζύγου ή
στενών συγγενών του (βλ. Φραγκίστα ό.π. αριθ. 12, ΕφΠειρ 780/1996 ΕλΔ 39.
155, ΕφΑΘ 12633/1989 ΕλΔ 35. 454). Η ανάκληση, εξάλλου της δωρεάς μπορεί να
γίνει με μονομερή δήλωση του δωρητή, ο οποία όμως πρέπει να γνωστοποιείται
στο δωρεοδόχο. Η δήλωση αυτή της ανάκλησης δεν υπόκειται σε συστατικό τύπο,
ακόμη και αν αντικείμενο της δωρεάς είναι ακίνητα, μπορεί δε να περιληφθεί
και σε δικόγραφο του δωρητή, τα αποτελέσματα της όμως επέρχονται μόνο όταν
αυτή περιέλθει στο δωρεοδόχο (βλ. άρθρο 509 ΑΚ, Φραγκίστα, ο.π. στο άρθρο 509
αρ.1 μέχρι 4, ΑΠ 840/1994 ΕλΔ 1996. 100, ΕφΑΘ 3386/2003 ΕλΔ 2005. 854).




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου