.

.

Κυριακή 29 Μαρτίου 2015

686 ΑΚ




ΠΙΘΑΝΟΝ ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ:

1

1372/2012 ΑΠ ( 588887)

2

2339/2009 ΔΕΦ ΑΘ ( 560989)

32/2009 ΜΠΡ ΧΑΛΚ ( 500286)


(Α` ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)
Σύμβαση έργου. Υπαναχώρηση εργοδότη. Προϋποθέσεις. Περιεχόμενο δήλωσης. Πότε
ισχύει ως καταγγελία. Το δικαίωμα υπαναχώρησης παρέχεται ακόμα και αν η
καθυστέρηση οφείλεται σε ανωτέρα βία. Δεν απαιτείται υπαιτιότητα του
εργολάβου ή θέση σε αυτόν προθεσμίας. Αναζήτηση των καταβληθέντων για το μη
εκτελεσθέν με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Χρόνος
αποπεράτωσης του έργου. Αν δεν έχει συμφωνηθεί μπορεί να καθοριστεί από το
δικαστήριο. Δεν συνιστά νόμιμο λόγο εγκατάλειψης του έργου η αύξηση των τιμών
του προϋπολογισμού. Αγωγή στο όνομα της υπό εκκαθάριση εταιρείας και όχι των
εκκαθαριστών. Διευκρίνιση της δηλώσεως της εργοδότριας με την προσθήκη. Δεκτή
η αγωγή. Αφαιρεί την αμοιβή του εργολάβου για τις εκτελεσθείσες εργασίες.

ΑΠΟΦΑΣΗ 32/2009
Αριθμός κατάθεσης αγωγής 265/22-6-2007

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΧΑΛΚΙΔΑΣ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ


ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τον Δικαστή Κωνσταντίνο Χαρίση, Πρωτοδίκη, ο οποίος
ορίσθηκε από τον Πρόεδρο Πρωτοδικών, και από την Γραμματέα Μαρία Τσιριγώτη.

ΣYNEΔPIAΣE δημόσια και στο ακροατήριό του την 7-11-2008 για να δικάσει την
με αριθμό κατάθεσης 265/22-6-2007 αγωγή, μεταξύ:

ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΝΤΩΝ: 1) .......... και 2) ........, ως εκκαθαριστών της ομόρρυθμης
εταιρίας με την επωνυμία «..........», που εδρεύει στην Νέα Αρτάκη Χαλκίδας
και εκπροσωπείται νόμιμα από τους παραπάνω εκκαθαριστές, που παραστάθηκαν δια
της πληρεξούσιάς τους δικηγόρου Χρυσούλας Αναστασίου, που κατέθεσε προτάσεις.

ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ: .........., κατοίκου Χαλκίδας, που παραστάθηκε μετά του
πληρεξουσίου του δικηγόρου Διονυσίου Ζλακώνη, που κατέθεσε προτάσεις.

ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υποθέσεως οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων
ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες
προτάσεις τους.


ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά το άρθρο 686 εδ. α` ΑΚ, αν ο εργολάβος δεν αρχίσει εγκαίρως την
εκτέλεση του έργου ή αν, χωρίς υπαιτιότητα του εργοδότη, επιβραδύνει την
εκτέλεση στο σύνολό της ή εν μέρει με τρόπο που αντιβαίνει στη σύμβαση και
καθιστά αδύνατη την έγκαιρη περάτωση του έργου, ο εργοδότης μπορεί να
υπαναχωρήσει από τη σύμβαση, χωρίς να περιμένει το χρόνο της παράδοσης του
έργου. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η πρόωρη άσκηση του δικαιώματος
υπαναχώρησης του εργοδότη από την εργολαβική σύμβαση, προϋποθέσεις έχει και
στις δύο περιπτώσεις του εδ. α` τις ακόλουθες: α) αντισυμβατική καθυστέρηση
έναρξης της εκτέλεσης του έργου ή αντισυμβατική επιβράδυνση εκτέλεσης του
έργου, β) αδυναμία έγκαιρης αποπεράτωσης του έργου, εξ αιτίας της
καθυστέρησης, η οποία πρέπει να κρίνεται κατά τους κανόνες της καλής πίστης
και της κοινής πείρας, ενόψει, βέβαια, και των περιστάσεων της ορισμένης
περίπτωσης, γ) έλλειψη υπαιτιότητας του εργοδότη (οπότε ο ισχυρισμός του
εργολάβου ότι η επιβράδυνση της εκτέλεσης του έργου οφείλεται σε υπαιτιότητα
του εργοδότη συνιστά ένσταση-βλ. σχετ. ΕφΑθ 5176/2001, ΕλΔ 45.260) και δ)
έλλειψη αντίθετης συμφωνίας. Προϋπόθεση για την υπαναχώρηση του εργοδότη,
όταν συντρέχουν οι όροι της ΑΚ 686 εδ. α, δεν αποτελεί η συνδρομή των
προϋποθέσεων υπερημερίας του εργολάβου, όπως η υπαιτιότητα του τελευταίου για
την παράβαση των υποχρεώσεών του ή η προηγούμενη όχληση αυτού, (Κορνηλάκης,
ΕιδΕνΔ ΙΙ, 2007, σελ. 446, ΑΠ 1772/2007, δημ. Νόμος, ΑΠ 1619/1995, ΕλΔ
39.129, ΕφΠατρ 586/2006, δημ. Νόμος, ΕφΑθ 5176/2001, ΕλΔ 45.260), ούτε είναι
απαραίτητη η τήρηση των διατάξεων των άρθρων 383 επ. ΑΚ (θέση προηγουμένως
προθεσμίας στον εργολάβο), γιατί πρόκειται για νόμιμη υπαναχώρηση που
παρέχεται ευθέως απ` το νόμο, με ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων
389 έως 396 ΑΚ (ΑΠ 652/2008, δημ. Νόμος, ΑΠ 981/1997, ΕλΔ 39.129, ΕφΑθ
7139/2005, δημ. Νόμος, ΕφΑθ 5176/2001, ΕλΔ 45.260). Από το γεγονός ότι δεν
απαιτείται υπαιτιότητα του εργολάβου συνάγεται ότι το δικαίωμα υπαναχώρησης
κατ` άρθρον 686 εδ. α` ΑΚ παρέχεται στον εργοδότη ακόμα και όταν η
καθυστέρηση του εργολάβου οφείλεται σε περιστατικό ανώτερης βίας (Γεωργιάδης-
Σταθόπουλος, ΑΚ, αρθ. 686, αριθμ. 11, Δεληγιάννης, ΕιδΕνοΔ ΙΙ, 1992, σελ.
156), δικαιούμενου βέβαια του εργολάβου να προβάλει στην περίπτωση αυτή την
ένσταση του άρθρου 281 ΑΚ (Κορνηλάκης, ο.π., σελ. 448).

Εξάλλου, από την ίδια διάταξη του άρθρου 686 εδ. α` ΑΚ, προκύπτει ότι
δικαίωμα υπαναχώρησης έχει ο εργοδότης και όταν ο εργολάβος, παρά την έγκαιρη
έναρξη εκτέλεσης του έργου, επιβραδύνει τον ρυθμό εκτέλεσής του, έτσι ώστε
αυτός να μην είναι ο συμφωνημένος. Η υποχρέωση αυτή του εργολάβου
εξυπακούεται ότι υφίσταται κι αν ακόμα ελλείπει σχετική ειδική συμφωνία των
μερών. Σ` αυτήν την περίπτωση, ο συμβατικός κατάλληλος ρυθμός εκτέλεσης του
έργου προσδιορίζεται από τον συνήθη στις συναλλαγές, για την εκτέλεση
παρόμοιων έργων. Βάσει του ρυθμού αυτού θα προσδιορισθεί, κατ` ανάλογη
εφαρμογή των γενικών κανόνων που ρυθμίζουν το χρόνο εκπλήρωσης της παροχής
(ΑΚ 323), και ο χρόνος παράδοσης του έργου, εφόσον και αυτός δεν έχει ρητώς
συμφωνηθεί (Δεληγιάννης, ο.π., σελ. 159 επ., ΑΠ 1772/2007, δημ. Νόμος, ΕφΑθ
5176/2001, ΕλΔ 45.260). Περαιτέρω, σύμφωνα με την κρατούσα και ορθότερη
άποψη, που ακολουθεί και το Δικαστήριο αυτό, το παρεχόμενο με το άρθρο 686
εδ. α` ΑΚ δικαίωμα υπαναχώρησης δεν υπόκειται σε προθεσμία, αλλά μπορεί να
ασκηθεί και μετά το συμφωνημένο ή προσδιορισθέντα ως άνω από το Δικαστήριο
χρόνο παράδοσης του έργου, αν δεν εκπληρώθηκαν μέχρι τη λήξη της προθεσμίας
παράδοσης αυτού οι υποχρεώσεις του εργολάβου από το άρθρο 686 εδ. α` ΑΚ, για
έγκαιρη έναρξη και μη επιβράδυνση της εκτελέσεως του έργου με τρόπο που
αντιβαίνει στη σύμβαση και καθιστά αδύνατη την έγκαιρη περάτωση αυτού, αφού
κατ` εξοχήν στην περίπτωση αυτή προκύπτει ότι είναι ανέφικτη η έγκαιρη
παράδοση του έργου (Δεληγιάννης, ο.π., σελ. 168 επ., ΑΠ 652/2008, δημ. Νόμος,
ΕφΘεσ 1374/2005, δημ. Νόμος, ΠΠρΘεσ 21746/2002, Αρμ 2003.774). Αποτέλεσμα της
υπαναχώρησης κατά το άρθρο 389 του ΑΚ, που εφαρμόζεται, κατά τα ανωτέρω, και
επί νόμιμης υπαναχώρησης, σε συνδυασμό με τα άρθρα 904 και 912 του ΑΚ, είναι
ότι η σύμβαση έργου καταργείται ex tunc, αποσβήνεται η υποχρέωση προς παροχή
και οι παροχές που δόθηκαν αναζητούνται κατά τις διατάξεις για τον
αδικαιολόγητο πλουτισμό, ήτοι ex causa finita, και αποδίδεται η ληφθείσα
παροχή αυτούσια ή η αξία της, καθώς και ο νόμιμος τόκος από την υπαναχώρηση,
διότι έκτοτε έπρεπε να προβλεφθεί η αναζήτηση (ΑΠ 1140/2008, δημ. Νόμος, ΕφΑθ
5183/2001, ΕλΔ 43.245).

Συνεπώς, θεωρείται αποσβεσθείσα η υποχρέωση του εργοδότη προς καταβολή της
αμοιβής του εργολάβου, ο οποίος για τη μέχρι την υπαναχώρηση εργασία του έχει
αξίωση μόνο προς απόδοση του απ` αυτήν πλουτισμού του εργοδότη (ΑΠ 787/1996,
ΕλΔ 38.625, ΕφΠατρ 464/2006, δημ. Νόμος). Αν δε, εκτελέστηκε ήδη ένα μόνο
μέρος του έργου, ο εργοδότης έχει το δικαίωμα, εφόσον έχει έννομο συμφέρον,
να υπαναχωρήσει μόνο σε σχέση με το τμήμα του έργου που δεν έχει εκτελεσθεί
κατά το χρόνο της υπαναχώρησης, οφείλοντας έτσι μόνο αντίστοιχη αμοιβή για
τις εργασίες που εκτελέστηκαν έως τότε. Η προκειμένη υπαναχώρηση ενεργεί στην
πραγματικότητα ως καταγγελία της σύμβασης, αφού ενεργεί για το μέλλον και δεν
θίγει τη σύμβαση σε σχέση με το μέρος του έργου που εκτελέστηκε έως την
άσκησή της (Κορνηλάκης, ο.π., σελ. 452, ΕφΘεσ 1374/2005, δημ. Νόμος, ΕφΑθ
149/2004, ΕλΔ 45.902, ΕφΛαρ 58/2002, δημ. Νόμος). Εξάλλου, σε περίπτωση
υπερημερίας του εργολάβου, τότε παρέχονται στον εργοδότη, σύμφωνα με το άρθρο
686 εδ. β, όλα τα σχετικά δικαιώματα των άρθρων 383 επ. (ΑΠ 328/2006, ΕλΔ
2006.830, ΑΠ 533/2002, ΕλΔ 43.1694, ΕφΠατρ 1266/2006, δημ. Νόμος, ΕφΑθ
149/2004, ΕλΔ 45.902, ΕφΘεσ 1729/2003, Αρμ 2004.1401). Τέλος, από τη διάταξη
του άρθρου 700 του ΑΚ προκύπτει ότι η άσκηση του δικαιώματος καταγγελίας, που
παρέχεται στον εργοδότη κατά πάντα χρόνο μέχρι την αποπεράτωση του έργου,
έχει ως συνέπεια την υποχρέωση του να καταβάλει στον εργολάβο τη συμφωνημένη
αμοιβή και επί πλέον αποδίδονται οι δαπάνες στις οποίες υποβλήθηκε ο
εργολάβος σε εκτέλεση της σύμβασης έργου μέχρι το χρόνο καταγγελίας της
σύμβασης (ΑΠ 762/2006, ΕλΔ 47.1086, ΑΠ 168/2005, ΕΕμπΔ 2005.345, ΕφΑθ
1488/2007, ΕλΔ 2007.941). Συχνά, ωστόσο, εμφανίζονται δυσχέρειες στην
προσπάθεια χαρακτηρισμού της δήλωσης του εργοδότη ως δήλωσης που κατατείνει
στην παραγωγή των έννομων αποτελεσμάτων της διάταξης του άρθρου 700 ΑΚ ή
εκείνης του άρθρου 686 του ίδιου Κώδικα, οπότε είναι ενδεχόμενη η προσφυγή
στους ερμηνευτικούς κανόνες των διατάξεων των άρθρων 173 και 200 του ΑΚ (Απ.
Γεωργιάδης, Ενοχικό Δίκαιο, Ειδικό Μέρος, Τόμος 2ος, 2007, αριθ. 58, σελ. 58-
59, όπου και παραπομπές στη νομολογία στη σημ. 84).

Δεν αποτελεί, όμως, καταγγελία, δήλωση του εργοδότη που τείνει στη λύση της
σύμβασης, όταν επικαλείται αντισυμβατική συμπεριφορά του εργολάβου (ΕφΑθ
1448/2007, ΕλΔ 2007.941, ΕφΠατρ 464/2006, δημ. Νόμος). Πάντως, στη σχετική
δήλωση υπαναχώρησης πρέπει ν` αναφέρονται οι λόγοι της, όχι μόνο για να
μπορέσει ο εργολάβος ν` αμυνθεί, αλλά και για να μην προκύψει σύγχυση σχετικά
με το αν πρόκειται για την υπαναχώρηση του άρθ. 686 εδ. α` ή για την
καταγγελία με βάση το άρθρο 700 ΑΚ (Απ. Γεωργιάδης, ό.π, παρ. 11, II 2, αριθ.
36, σελ. 280, Κορνηλάκης, ό.π, σελ. 450 και 573, ΕφΑθ 8345/2002, ΕλΔ 44.862,
ΕφΑθ 6533/1996, ΕλΔ 41.194). Συναφώς, αν ο εργοδότης δεν αναφέρει στη σχετική
δήλωσή του οποιοδήποτε λόγο, τεκμαίρεται μαχητά -και ανεξάρτητα από τις
λέξεις που τυχόν χρησιμοποίησε ο εργοδότης- ότι πρόκειται για καταγγελία του
άρθρου 700 ΑΚ, αλλά ο εργοδότης, στην περίπτωση αυτή, αυτόβουλα ή μετά από
πρόσκληση του εργολάβου, μπορεί να διευκρινίσει μεταγενέστερα το νόημα της
δήλωσής του (Κορνηλάκης, ο.π., σελ. 450). Τέλος, αν δεν αποδειχθούν οι λόγοι
της υπαναχώρησης του άρθρου 686 ΑΚ, η δήλωση του εργοδότη, κατά νόμιμη
μετατροπή σύμφωνα με το άρθρο 182 ΑΚ και υπό τις προϋποθέσεις αυτού, ενεργεί
ως καταγγελία κατ` άρθ. 700 του ίδιου Κώδικα, οπότε ο εργοδότης οφείλει να
καταβάλει στον εργολάβο τη συμφωνημένη αμοιβή (Καυκάς, Ενοχικό Δίκαιο, Ειδικό
Μέρος, Τόμος 1ος, έκδ. 5, άρθ. 686, παρ. 2, σελ. 809-810, Κορνηλάκης, ό.π.,
σελ. 450-451 και 573, ΕφΑθ 1488/2007, ο.π., ΕφΑθ 8345/2002, ΕλΔ 44.253, ΕφΑθ
7758/2002, ΕλΔ 46.281, ΕφΑθ 2970/1988, ΕλΔ 33.911).

Με την κρινόμενη αγωγή τους, κατά εκτίμηση του συνόλου του περιεχομένου και
του αιτήματός τους, οι ενάγοντες εκθέτουν, ότι είναι εκκαθαριστές της
ομόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία «...........», που εδρεύει στην Νέα
Αρτάκη Χαλκίδας και εκπροσωπείται νόμιμα από τους ιδίους, και η οποία
ασχολούνταν με κατασκευαστικές εργασίες. Οτι η ανωτέρω εταιρία, πριν τεθεί σε
εκκαθάριση, κατήρτισε με τον εναγόμενο προφορικά σύμβαση έργου, βάσει της
οποίας ο τελευταίος ανέλαβε τις ηλεκτρολογικές και υδραυλικές εγκαταστάσεις
σε οικοδομή στην πόλη της Χαλκίδας. Οτι η ανωτέρω εταιρία του κατέβαλε το
σύνολο της συμφωνηθείσας αμοιβής του, ήτοι το ποσό των 35.500 ευρώ. Και ότι ο
εναγόμενος τον Αύγουστο του έτους 2006 εγκατέλειψε ημιτελείς τις εργασίες
του, με αποτέλεσμα με την από 25-9-2006 εξώδικη δήλωσή της αυτοί, ως
εκκαθαριστές της εταιρίας, να τον κηρύξουν έκπτωτο από την σύμβαση έργου. Με
βάση τα περιστατικά αυτά οι ενάγοντες, ως εκκαθαριστές της ανωτέρω εταιρίας,
ζητούν να υποχρεωθεί ο εναγόμενος, κυρίως λόγω της μεταξύ τους σύμβασης
έργου, και επικουρικώς κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, να
τους καταβάλλει, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, το ποσό των
20.525 ευρώ, που αντιστοιχεί στην αξία του έργου που δεν εκτελέστηκε από τον
εναγόμενο, αλλά ο τελευταίος αχρεωστήτως έλαβε. Τέλος, ζητούν να κηρυχθεί η
απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθεί ο εναγόμενος στη δικαστική
τους δαπάνη.

Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα η αγωγή εισάγεται αρμοδίως ενώπιον του
Δικαστηρίου αυτού, που είναι καθ` ύλη (άρθρα 9 και 14 παρ. 2 ΚΠολΔ) και κατά
τόπο αρμόδιο (άρθρο 22 και 33 ΚΠολΔ), για να δικαστεί κατά την τακτική
διαδικασία. Επίσης, η αγωγή παραδεκτά ασκείται από τους ενάγοντες ως
συνεκκαθαριστές της ανωτέρω ομόρρυθμης εταιρίας, αφού κατά τη διάρκεια της
εκκαθάρισης το νομικό πρόσωπο της ομόρρυθμης εταιρίας θεωρείται ότι υπάρχει
ακόμα και εκπροσωπείται ενώπιον των Δικαστηρίων, κατ` άρθρον 64 ΚΠολΔ,
ακριβώς από αμφότερους τους εκκαθαριστές του, οι οποίοι ενεργούν στο όνομα
και για λογαριασμό της υπό εκκαθάριση εταιρίας και διεξάγουν τις σχετικές
δίκες, ενώ διάδικος παραμένει πάντα κατ` άρθρον 62 ΚΠολΔ η υπό εκκαθάριση
τελούσα εταιρία, χωρίς βεβαίως η αναφορά των ονομάτων των εκκαθαριστών στην
αγωγή να καθιστά την αγωγή απορριπτέα ελλείψει ενεργητικής νομιμοποίησης, από
τη στιγμή που η αναφορά αυτή αποτελεί απλώς ένα επιπλέον στοιχείο, το οποίο
δεν είναι μάλιστα αναγκαίο, χωρίς να σημαίνει εξ αυτού ότι διάδικοι
καθίστανται οι ίδιοι οι εκκαθαριστές ατομικά (βλ. σχετ. Βαθρακοκοίλη, ΚΠολΔ,
Συμπλήρωμα 2006, άρθ. 64, αριθμ. 7, ΑΠ 334/2002, ΕλΔ 44.185, ΕφΠατρ 323/2008,
ΕπισΕμπΔ 2008.288, ΕφΘεσ 1136/2008, ΕπισΕμπΔ 2008.901. Πρβλ. και ΟλΑΠ
14/2007, ΕλΔ 48.984). Εξάλλου είναι πλήρως ορισμένη, παρά τους περί του
αντιθέτου ισχυρισμούς του εναγομένου, αφού περιέχει, κατά τα στη μείζονα
σκέψη λεχθέντα, όλα τα αναγκαία στοιχεία, ήτοι την κατάρτιση της σύμβασης
έργου, το αντικείμενό της, την καθυστέρηση του εναγομένου στην εκτέλεσή της
και την άσκηση του σχετικού δικαιώματος υπαναχώρησης (ασχέτως των λέξεων που
χρησιμοποιούνται για το τελευταίο), χωρίς να χρειάζεται να αναφέρει το
ακριβές περιεχόμενο της σύμβασης έργου και το χρόνο σύναψης αυτής, αφού αυτά
δεν αποτελούν αναγκαία στοιχεία της κρινόμενης αγωγής, και εν πάσει
περιπτώσει μπορούν να προκύψουν από τις αποδείξεις (ΑΠ 1367/2003, ΕλΔ
2004.1056), αλλά ούτε και τον ακριβή χρόνο παράδοσης του έργου, αφού ελλείψει
σχετικής συμφωνίας ο σχετικός χρόνος καθορίζεται από το Δικαστήριο. Επίσης,
παραδεκτά οι ενάγοντες, ως εκκαθαριστές της ομόρρυθμης εταιρίας, με την
προσθήκη επί των προτάσεών τους ανέφεραν ότι η επίδικη σύμβαση έργου
καταρτίστηκε με συμβαλλομένους από την πλευρά της ομόρρυθμης εταιρίας τα
ομόρρυθμα μέλη και εκπροσώπους της τελευταίας, μετά την αμφισβήτηση από τον
εναγόμενο της έγκυρης κατάρτισης αυτής λόγω της μη αναφοράς στην αγωγή του
φυσικού προσώπου με το οποίο συμβλήθηκε ο εναγόμενος (ΑΠ 1172/2008, δημ.
Νόμος). Ωστόσο, η αγωγή είναι, κατά τα στη μείζονα σκέψη λεχθέντα, απορριπτέα
ως μη νόμιμη όσο αφορά την κύρια βάση της, που στηρίζεται στη μεταξύ των
μερών σύμβαση έργου, αφού μετά την άσκηση του δικαιώματος υπαναχώρησης η
σχετική σύμβαση θεωρείται αναδρομικά ως μη υπάρχουσα (όπως και αν ήθελε
κριθεί ότι πρόκειται για άσκηση του δικαιώματος εν μέρει υπαναχώρησης, και
πάλι η σύμβαση έργου θεωρείται για το μέλλον ως μη υπάρχουσα), οπότε η
σχετική αξίωση του εργοδότη για απόδοση της ήδη καταβληθείσας αμοιβής για το
μη εκτελεσθέν κομμάτι του έργου δεν μπορεί να στηρίζεται στη σύμβαση, αφού
αυτή δεν υπάρχει πλέον. Ομως, είναι νόμιμη ως προς την επικουρική της βάση
του αδικαιολόγητου πλουτισμού, στηριζομένη στις διατάξεις των άρθρων 18 και
22 ΕμπΝ, 72 επ., 346, 389, 390, 681επ., 686, 904 επ. ΑΚ, 62, 64, 176, 907 και
908 ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη η κρινόμενη
αγωγή, να ερευνηθεί περαιτέρω κατ` ουσία, δεδομένου ότι για το παραδεκτό της
συζήτησής της έχει καταβληθεί το αναλογούν τέλος δικαστικού ενσήμου με τις
νόμιμες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις (βλ. τα υπ` αριθμ. 104136, 145611, 208872
και 104139 αγωγόσημα).

Ο εναγόμενος, με δήλωσή του που καταχωρήθηκε στα πρακτικά και αναπτύχθηκε
προφορικά στο ακροατήριο και συμπληρώθηκε στη συνέχεια με τις προτάσεις του,
που κατέθεσε νομότυπα, προέβαλε τις ενστάσεις ότι, πρώτον, υπαίτια για την
καθυστέρηση στην εκτέλεση του έργου είναι η εργοδότριά του ομόρρυθμη εταιρία,
και, δεύτερον, ότι η περιεχόμενη στην από 25-9-2006 εξώδικη δήλωση βουλήσεως
της περί εκπτώσεώς του από τη σύμβαση έργου, συνιστά άσκηση του δικαιώματος
καταγγελίας κατ` άρθρον 700 ΑΚ. Οι ανωτέρω ενστάσεις είναι νόμιμες, και
πρέπει να ερευνηθούν περαιτέρω κατ` ουσίαν. Περαιτέρω, ο εναγόμενος
επικουρικά ισχυρίζεται ότι, σε περίπτωση που κριθεί νόμιμη η γενόμενη
υπαναχώρηση, η αμοιβή του για τις εκτελεσθείσες εργασίες μέχρι την
υπαναχώρηση ανέρχεται συνολικά στο ποσό των 22.619 ευρώ (14.975 ευρώ, όπως τα
υπολογίζει η εργοδότριά του εταιρία, πλέον 7.644 ευρώ για προεργασίες στους
ορόφους που άφησε ημιτελείς), ισχυρισμός που είναι νόμιμος, και πρέπει να
εξετασθεί περαιτέρω κατ` ουσίαν.

Από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα της ενάγουσας ως άνω υπό εκκαθάριση
τελούσας ομόρρυθμης εταιρίας, όπως αυτή εκπροσωπείται νόμιμα από τους
εκκαθαριστές της, και από την ανομωτί εξέταση του εναγομένου, που δόθηκαν στο
ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την
παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, απορριπτομένου του ισχυρισμού του
εναγομένου περί μη λήψη υπόψη της κατάθεσης του μάρτυρα απόδειξης, δεδομένου
ότι αυτός είναι τρίτο πρόσωπο σε σχέση με τους διαδίκους, από τη στιγμή που
δεν είναι ούτε εκκαθαριστής ούτε εταίρος της εταιρίας, ενώ πριν την όρκισή
του δεν προτάθηκε από τον εναγόμενο, κατ` άρθρο 403 παρ. 2 ΚΠολΔ, κάποιος
λόγος εξαίρεσής του ούτε δε και αποδείχτηκε κάποιος τέτοιος, από όλα τα
έγγραφα που οι διάδικοι νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται, λαμβανόμενα
υπόψη είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών
τεκμηρίων, καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, που
λαμβάνονται υπόψη από το Δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως (άρθρο 336 παρ. 4
ΚΠολΔ), αποδεικνύονται, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα ακόλουθα
πραγματικά περιστατικά: Η ομόρρυθμη εταιρία με την επωνυμία «........» και
τον διακριτικό τίτλο «............», εδρεύει στην Ν. Αρτάκη Ευβοίας, και
εκπροσωπούνταν νόμιμα, κατά το παραγωγικό της στάδιο, από όλα τα ομόρρυθμα
μέλη της (νόμιμη διαχείριση κατ` άρθρον 22 ΕμπΝ). Στη συνέχεια, εντός του
έτους 2006, η ανωτέρω ομόρρυθμη εταιρία λύθηκε και τέθηκε στο στάδιο της
εκκαθάρισης, διορίστηκαν δε εκκαθαριστές, δυνάμει της υπ` αριθμ. 270/2006
απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χαλκίδας, οι ........... και ........,
οι οποίο έκτοτε την εκπροσωπούν ενεργώντας από κοινού. Τον Μάιο του έτους
2005 η ανωτέρω ομόρρυθμη εταιρία, η οποία δραστηριοποιούνταν στο χώρο των
κατασκευών οικοδομών, σύνηψε προφορικά σύμβαση έργου με τον εναγόμενο με
αντικείμενο την κατασκευή και τοποθέτηση από τον τελευταίο των υδραυλικών και
ηλεκτρολογικών εγκαταστάσεων σε επταόροφη οικοδομή στην οδό ....... στην πόλη
της Χαλκίδας.

Η σχετική σύμβαση έργου συνήφθη από την μεριά της ομόρρυθμης εταιρίας από τα
ομόρρυθμα μέλη της, τα οποία και την εκπροσωπούσαν, συγκεκριμένα δε από τη
μεριά της εταιρίας αποδείχτηκε τουλάχιστον η σύμπραξη του ομορρύθμου μέλους
της ............ (αφού τη σύμπραξη του τελευταίου στις σχετικές μεταξύ τους
συμφωνίες την παραδέχεται και ο εναγόμενος), γεγονός που ήταν αρκετό, αφού
κατ` άρθρον 22 ΕμπΝ στις ομόρρυθμες εταιρίες, στις οποίες ισχύει η νόμιμη
διαχείριση, όπως εν προκειμένω, μπορεί και κάθε ομόρρυθμο μέλος ενεργώντας
από μόνο του να εκπροσωπεί νόμιμα την εταιρία και να την δεσμεύει (βλ. σχετ.
Αντωνόπουλο, Δίκαιο Εμπορικών Εταιριών, Ι, 1997, σελ. 163 επ., όπου και
παραπέρα παραπομπές). Ως αμοιβή του εργολάβου για το συγκεκριμένο έργο
συμφωνήθηκε, για τις υδραυλικές εγκαταστάσεις, για καθένα λουτρό το ποσό των
1.000 ευρώ και συνολικά το ποσό των 15.000 ευρώ, για τις υδροροές το ποσό των
12 ευρώ το τ.μ., και συνολικά το ποσό των 1.200 ευρώ, για τις αποχετεύσεις το
ποσό των 18 ευρώ το τ.μ., και συνολικά το ποσό των 1.800 ευρώ, για δε τις
ηλεκτρολογικές εγκαταστάσεις, για κάθε διαμέρισμα το ποσό των 1.000 ευρώ για
το καθένα, και συνολικά το ποσό των 15.000 ευρώ, για τους κοινόχρηστους
χώρους το ποσό των 1.300 ευρώ, και για καθεμία αποθήκη το ποσό των 75 ευρώ
και συνολικά το ποσό των 1.200 ευρώ. Επομένως, η συνολική αμοιβή του
εναγομένου για το έργο ανερχόταν στο ποσό των 35.500 ευρώ, ποσό που σταδιακά
καταβλήθηκε εξ ολοκλήρου στον εναγόμενο, γεγονός που ομολογεί και ο ίδιος
(βλ. σχετ. την ανομωτί κατάθεση του τελευταίου, αλλά και τις προσκομιζόμενες
από την εταιρία αποδείξεις πληρωμής, οι οποίες καλύπτουν το χρονικό διάστημα
από 27-5-2005 έως 30-6-2006). Ο εναγόμενος εργάστηκε στην οικοδομή κανονικά
μέχρι και τέλη Ιουλίου του έτους 2005. Τότε, λόγω προβλημάτων μεταξύ των
εταίρων της ανωτέρω ομορρύθμου εταιρίας, ο ανωτέρω ............ απαγόρευσε
στον εναγόμενο να συνεχίσει τις εργασίες του στην ανωτέρω οικοδομή. Ωστόσο,
και μετά από σχετική επίλυση των μεταξύ των εταίρων διαφορών, περί τα τέλη
του 2005 ο ......... κάλεσε τον εναγόμενο να συνεχίσει τις εργασίες του στην
παραπάνω οικοδομή.

Πράγματι ο εναγόμενος συνέχισε αμέσως τις σχετικές εργασίες, μέχρι και τέλη
Ιουλίου του 2006, οπότε και διέκοψε οριστικά αυτές, αφήνοντας ημιτελή την
οικοδομή ως προς τις υδραυλικές και ηλεκτρολογικές εργασίες, που είχε
αναλάβει (βλ. σχετ. με τα ανωτέρω γεγονότα την ανομωτί κατάθεση του
εναγομένου, ειδικά δε σε σχέση με το χρόνο εγκατάλειψης των εργασιών από τον
εναγόμενο και το γεγονός ότι η τελευταία απόδειξη πληρωμής, η υπ` αριθμ.
3957/30-6-2007, έχει λογικά εκδοθεί πριν από τη διακοπή των εργασιών από τον
τελευταίο, η οποία έλαβε χώρα λίγες εβδομάδες μετά). Εξάλλου, στην ανωτέρω
σύμβαση έργου δεν είχε συμφωνηθεί ρητά μεταξύ των μερών συγκεκριμένος ρυθμός
εκτέλεσης του έργου ούτε συγκεκριμένος χρόνος παράδοσής του. Συνεπώς, σύμφωνα
με τα λεχθέντα στη μείζονα σκέψη, ο χρόνος παράδοσης πρέπει να ορισθεί από το
Δικαστήριο. Ενόψει του ότι επρόκειτο για ηλεκτρολογικές και υδραυλικές
εργασίες σε επταόροφη οικοδομή, δηλαδή σε μία μεγάλη οικοδομή με συνολικά 15
διαμερίσματα, του γεγονότος ότι ο εναγόμενος παράλληλα ασχολούνταν και με
άλλες οικοδομές της ανωτέρω ομόρρυθμης εταιρίας, αλλά και των διδαγμάτων της
κοινής πείρας σχετικά με τον ακολουθούμενο ρυθμό σε παρόμοια έργα,
λαμβανομένων υπόψη και των αρχών της καλής πίστης, το σχετικό έργο έπρεπε να
παραδοθεί εντός 11 μηνών από την κατάρτιση της σύμβασης, δηλαδή ενόψει και
της διακοπής των εργασιών από τον Αύγουστο έως και τον Νοέμβριο του έτους
2005, έπρεπε να παραδοθεί έως τις αρχές Αυγούστου του 2006 (βλ. περί τούτου
και την από 25-9-2006 εξώδικη δήλωση της εταιρίας, όπου γίνεται λόγος ότι το
έργο έπρεπε «από καιρό να έχει ολοκληρωθεί», χωρίς το ανωτέρω αποδεικτικό
πόρισμα να ανατρέπεται ούτε από την εξέταση του εναγομένου, όπου κάνει λόγο
για διάρκεια εκτέλεσης του έργου 7 μηνών, αφού στην περίπτωση αυτή ο
εναγόμενος, ακόμα και με την επισυμβάσα διακοπή των εργασιών του, θα είχε
ολοκληρώσει το έργο του τον Απρίλιο του 2006, πριν δηλαδή διακόψει τις
εργασίες του σ` αυτό, ούτε από την κατάθεση του μάρτυρα της ενάγουσας
εταιρίας, αφού ούτε αυτός είχε απόλυτα θετική γνώση περί της διάρκειας της
σύμβασης, ενώ και η διάρκεια του ενάμιση έτους, που κατά τη γνώμη του έπρεπε
να έχει διάρκεια το έργο, κρίνεται κατά τα ανωτέρω υπερβολική).

Ωστόσο, όπως προαναφέρθηκε, τέλη Ιουλίου του 2006 ο ενάγων εγκατέλειψε
οριστικά τις ηλεκτρολογικές και υδραυλικές εργασίες στην ανωτέρω οικοδομή,
καθιστώντας βέβαια με τον τρόπο αυτό αδύνατη και την έγκαιρη παράδοση του
όλου έργου τον Αύγουστο του 2006, οπότε και ήταν κατά τα ανωτέρω λεχθέντα
υποχρεωμένος να το παραδώσει (πρβλ. ΕφΑθ 4774/1987, ΕλΔ 29.1678). Η ανωτέρω
καθυστέρηση (επιβράδυνση) στην εκτέλεση του έργου, με αποτέλεσμα τελικά αυτό
όντως να μην περατωθεί έγκαιρα, οφείλεται, όπως ο ίδιος ο εναγόμενος κατέθεσε
εξεταζόμενος ανομωτί, στο γεγονός ότι στο μεταξύ είχαν αυξηθεί οι τιμές των
πρώτων υλών και των αμοιβών των τεχνικών του, με αποτέλεσμα τα χρήματα που
είχε λάβει από την ανωτέρω εταιρία να μην επαρκούν πλέον για την αποπεράτωση
αυτού. Ομως, το ανωτέρω γεγονός, δεν έδινε σε καμμία περίπτωση το δικαίωμα
στον εναγόμενο εργολάβο να εγκαταλείψει ημιτελές το έργο και να σταματήσει
οριστικά οποιαδήποτε περαιτέρω εργασία σ` αυτό. Αντίθετα, αυτός μπορούσε,
ενόψει και της προηγηθείσας κατά τα ανωτέρω διακοπής των εργασιών του για 4
περίπου μήνες στο επίδικο έργο, να ασκήσει τα σχετικά νόμιμα δικαιώματά του,
δηλαδή να ζητήσει αναπροσαρμογή της αμοιβής του κατ` άρθρον 388 ΑΚ (ή και του
281 ΑΚ) σε συνδυασμό με το άρθρο 696 ΑΚ, αν είχε εγγυηθεί ρητά την ακρίβεια
του προϋπολογισμού, ενώ αν δεν είχε εγγυηθεί την ακρίβεια του προϋπολογισμού,
είχε δικαίωμα είτε να εκτελέσει όλο το έργο και να ζητήσει την επαυξημένη
αμοιβή, αν επρόκειτο για επουσιώδη υπέρβαση του προϋπολογισμού, είτε να
ενημερώσει κατ` άρθρον 697 την εργοδότρια εταιρία, αν η υπέρβαση ήταν
ουσιώδης, οπότε η τελευταία θα μπορούσε να υπαναχωρούσε, ή να σιωπούσε, οπότε
ο εναγόμενος όφειλε να ολοκληρώσει το έργο και να ζητήσει την αμοιβή βάσει
του επαυξημένου ουσιωδώς προϋπολογισμού (βλ. σχετ. με τα ανωτέρω δικαιώματα
Κορνηλάκη, ΕιδΕνΔ ΙΙ, 2007, σελ. 412 επ.). Αντίθετα, η εγκατάλειψη από τον
εναγόμενο εργολάβο ημιτελών των εργασιών του, ήταν μία ενέργεια αντίθετη στη
σύμβαση, και χωρίς να του παρέχει το σχετικό δικαίωμα ο νόμος. Αλλωστε, ακόμα
και αν θεωρηθεί ότι η υπέρβαση των τιμών του προϋπολογισμού συνιστά γεγονός
ανώτερης βίας, και πάλι, κατά τα στη μείζονα σκέψη λεχθέντα, αυτό δεν αναιρεί
το δικαίωμα του εργοδότη για υπαναχώρηση κατ` άρθρον 686 εδ. α` ΑΚ.

Εξάλλου, η σχετική καθυστέρηση στην εκτέλεση του έργου, και τελικά η μη
έγκαιρη παράδοσή του, δεν οφείλονται βέβαια στην διακοπή των εργασιών του
εναγομένου λόγω των διαφορών μεταξύ των εταίρων της ανωτέρω ομόρρυθμης
εταιρίας το διάστημα από τον Αύγουστο έως και τον Νοέμβριο του 2005,
δεδομένου ότι τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους ο εναγόμενος ξανάρχισε να
εργάζεται στο ίδιο έργο κανονικά μετά από σχετική πρόσκληση εκ των εκπροσώπων
της εταιρίας ..........., αν δε ο εναγόμενος ακολουθούσε τους συνηθισμένους
και επιβαλλόμενους ρυθμούς εκτέλεσης του έργου, και φυσικά δεν εγκατέλειπε ο
ίδιος οριστικά τις σχετικές εργασίες, θα ήταν δυνατή η έγκαιρη παράδοση του
έργου, δεδομένου και ότι το Δικαστήριο αφαίρεσε το σχετικό χρόνο διακοπής των
εργασιών για τον υπολογισμό του τελικού χρόνου έγκαιρης παράδοσης του έργου.
Μάλιστα, και ο ίδιος ο εναγόμενος στην ανομωτί κατάθεσή του, την μη έγκαιρη
παράδοση του έργου την εξηγεί ως οφειλόμενη στην αύξηση των τιμών του
προϋπολογισμού, και όχι φυσικά στην προηγηθείσα διακοπή των εργασιών.
Επομένως, η σχετική ένσταση του εναγομένου, ότι δηλαδή η επιβράδυνση στην
εκτέλεση και τελικά η μη έγκαιρη παράδοση οφείλεται σε λόγο που ανάγεται σε
υπαιτιότητα της εργοδότριας εταιρίας και των νομίμων εκπροσώπων αυτής, πρέπει
να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμη. Ακολούθως, η ανωτέρω εργοδότρια ομόρρυθμη
εταιρία, ενόψει της επιβράδυνσης του έργου, της μη έγκαιρης ολοκλήρωσής του
και εν τέλει της οριστικής εγκατάλειψης αυτού από τον εναγόμενο, με την από
25-9-2006 εξώδικη δήλωσή της, που κοινοποιήθηκε νόμιμα στον εναγόμενο στις
26-9-2006 (βλ. την υπ` αριθμ. 10607/26-9-2006 έκθεση επίδοσης της δικαστικής
επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Χαλκίδας Αικατερίνης Μίχου), «κήρυξε τον
τελευταίο έκπτωτο της επίδικης σύμβασης έργου», και ζήτησε από αυτόν την
καταβολή του ποσού των 20.500 ευρώ, ισχυριζόμενη ότι οι εκτελεσθείσες
εργασίες μέχρι εκείνη τη στιγμή ανέρχονταν στο ποσό των 15.000 ευρώ. Η
σχετική δήλωση της ενάγουσας εταιρίας εξειδικεύτηκε περισσότερο με την
κρινόμενη αγωγή, με την οποία αναζητείται ομοίως το ποσό των 20.525 ευρώ, και
υπολογίζεται η αμοιβή του εναγομένου για τις ήδη εκτελεσθείσες εργασίες στο
ποσό των 14.975 ευρώ.

Ακόμα, η ενάγουσα εταιρία με την προσθήκη-αντίκρουση επί των προτάσεων ρητά
προσδιόρισε ότι η χρήση του όρου περί κήρυξης του εργολάβου έκπτωτου αφορά
άσκηση του εκ του άρθρου 686 εδ. α ΑΚ δικαιώματος υπαναχώρησης. Η σχετική
διευκρίνιση με την προσθήκη-αντίκρουση νόμιμα έλαβε χώρα από την ενάγουσα,
κατά τα στη μείζονα σκέψη λεχθέντα, μετά από την σχετική αμφισβήτηση του
εναγομένου με τις προτάσεις του σχετικά με την αληθή φύση του ασκηθέντος
δικαιώματος. Ομως, εν πάσει περιπτώσει, η ίδια η από 25-9-2006 εξώδικη δήλωση
της εργοδότριας εταιρίας, ερμηνευομένη κατά τα άρθρα 173 και 200 του ΑΚ,
περιέχει δήλωση υπαναχώρησης κατά το άρθρο 686 εδ. α` ΑΚ, και όχι δήλωση
καταγγελίας του άρθρου 700 ΑΚ, απορριπτομένου του περί τούτου ισχυρισμού του
εναγομένου. Και αυτό γιατί, σ` αυτήν γίνεται αναλυτικά λόγος για
αντισυμβατική συμπεριφορά (ήτοι καθυστέρηση) του εναγομένου, ενώ επιπλέον και
η απαίτηση μ` αυτήν του ποσού των 20.500 ευρώ, το οποίο, κατά τα λεγόμενα
στην ανωτέρω δήλωση, αχρεωστήτως έλαβε ο εναγόμενος ως αμοιβή του για μη
εκτελεσθέν τμήμα του έργου, προφανώς παραπέμπουν σε άσκηση δικαιώματος
υπαναχώρησης, και όχι φυσικά καταγγελίας του άρθρου 700 ΑΚ, όπου οι σχέσεις
και τα δικαιώματα μεταξύ των μερών διαμορφώνονται με τελείως διαφορετικό
τρόπο. Επιπλέον, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, η σχετική δήλωση
υπαναχώρησης της εταιρίας συνιστά άσκηση του δικαιώματος μερικής υπαναχώρησης
για το τμήμα του έργου που δεν είχε ακόμα εκτελεσθεί κατά το χρόνο της
υπαναχώρησης, δεδομένου ότι η τελευταία ρητά στη σχετική εξώδικη δήλωση της,
κάτι που επαναλαμβάνει και στην κρινόμενη αγωγή, αναγνωρίζει ότι οφείλει
αμοιβή στον εναγόμενο για τις εργασίες που εκτελέσθηκαν ως το χρονικό σημείο
της υπαναχώρησης και ζητά την επιστροφή ως αχρεωστήτου μόνο της αμοιβής που
έλαβε ο εναγόμενος για το τμήμα του έργου που δεν εκτέλεσε. Εξάλλου, η
ανωτέρω δήλωση υπαναχώρησης νομίμως, κατά τα στη μείζονα σκέψη λεχθέντα,
ασκήθηκε μετά την πάροδο του εύλογου χρόνου παράδοσης του έργου, ο οποίος
ήταν αρχές Αυγούστου του 2006, (κάτι που, όπως προαναφέρθηκε, αναφέρεται και
στην ίδια την από 25-9-2006 εξώδικη δήλωση), χωρίς να επηρεάζει το γεγονός
ότι η ανωτέρω εταιρία στην προσθήκη-αντίκρουσή της αναφέρεται σε άσκηση του
σχετικού δικαιώματος πριν από την πάροδο του εύλογου χρόνου παράδοσης του
έργου, αφού τον τελευταίο τον προσδιόρισε στην κρινόμενη περίπτωση το
Δικαστήριο, οπότε απ` αυτήν του την κρίση εξαρτάται και αν το σχετικό
δικαίωμα υπαναχώρησης ασκήθηκε πριν ή μετά την πάροδο του χρόνου παράδοσης
του έργου.

Αξίζει να σημειωθεί ότι το παρεχόμενο δικαίωμα υπαναχώρησης του άρθρου 686
ΑΚ μπορεί νομίμως να ασκηθεί τόσο πριν όσο και μετά την πάροδο του χρόνου
εκτέλεσης του έργου, οπότε απ` αυτήν την αντίθεση (μεταξύ της ίδιας της
εξώδικης δήλωσης υπαναχώρησης και των διαλαμαβανομένων στην προσθήκη-
αντίκρουση) δεν προσβάλλεται η ασφάλεια δικαίου σε σχέση με το νόμιμο
δικαίωμα του εναγομένου να αμυνθεί. Αλλωστε, σε κάθε περίπτωση το Δικαστήριο
είναι αρμόδιο να αποφαίνεται σε ποια διάταξη στηρίζεται το κάθε φορά
ασκούμενο από τα συμβαλλόμενα μέρη δικαίωμα, χωρίς να δεσμεύεται από σχετικές
δηλώσεις των μερών ούτε από τις εκφράσεις που τα τελευταία χρησιμοποιούν.
Επειτα, η ανωτέρω από 25-9-2006 εξώδικη δήλωση υπαναχώρησης, νομίμως ασκήθηκε
από αμφότερους τους εκκαθαριστές της ανωτέρω υπό εκκαθάριση τελούσας
ομόρρυθμης εταιρίας, εντός των κύκλων των καθηκόντων των τελευταίων, με
απευθυντέα εξώδικη δήλωση προς τον εναγόμενο εργοδότη. Συνεπώς, συνέτρεχαν
όλες οι προϋποθέσεις του άρθρου 686 εδ. α` ΑΚ, ήτοι, ανεξαρτήτως υπαιτιότητας
του εργολάβου, υπήρξε επιβράδυνση στην εκτέλεση του έργου αντίθετα στη
σύμβαση, με τελικό επακόλουθο την μη έγκαιρη παράδοση αυτού, χωρίς
υπαιτιότητα της εργοδότριας εταιρίας. Επομένως, η από 25-9-2006 εξώδικη
δήλωση υπαναχώρησης είναι καθ` όλα έγκυρη και επέφερε τα νόμιμα αποτελέσματά
της. Σχετικά, με τη νόμιμη άσκηση του δικαιώματος μερικής υπαναχώρησης, η
επίδικη σύμβαση έργου λύθηκε για το μέλλον για το μέρος του έργου που δεν
είχε εκτελέσει ο εναγόμενος μέχρι και τις 26-9-2006, ενώ, αντίθετα, δεν
θίγεται η σύμβαση σε σχέση με το κομμάτι του έργου που είχε ήδη εκτελεσθεί, ο
δε εναγόμενος οφείλει να επιστρέψει βάσει των διατάξεων του αδικαιολογήτου
πλουτισμού (για αιτία που έληξε) την επιπλέον αμοιβή που έλαβε για το κομμάτι
του έργου που δεν εκτέλεσε. Από τα ίδια δε ως άνω αποδεικτικά μέσα,
αποδείχθηκε ότι κατά το χρόνο της μερικής υπαναχώρησης (26-9-2009) ο
εναγόμενος είχε ολοκληρώσει τους τρεις από τους επτά ορόφους, ήτοι ολοκλήρωσε
τις υδραυλικές και ηλεκτρολογικές εγκαταστάσεις σε έξι (6) διαμερίσματα, για
τα οποία, σύμφωνα με την προαναφερθείσα συμφωνηθείσα αμοιβή του, δικαιούνταν
το ποσό των 12.000 ευρώ (6.000 ευρώ για ηλεκτρικά + 6.000 ευρώ για υδραυλικά
(1.000 ευρώ/τεμ Χ 6 διαμερ. για ηλεκτρικά + 1.000 ευρώ/τεμ. Χ 6 λουτρά για
υδραυλικά).

Επίσης, ο εναγόμενος άφησε κατά το χρόνο της υπαναχώρησης ημιτελείς τους
κοινόχρηστους χώρους σε ποσοστό 50%, και ως εκ τούτου, αντί για το ποσό 1.300
ευρώ που είχε συμφωνηθεί, δικαιούνταν ως αμοιβή το ήμισυ αυτού, ήτοι ποσό 650
ευρώ. Επίσης αντί για τις 16 αποθήκες, ολοκλήρωσε μόνο τις 11, και ως εκ
τούτου, σύμφωνα με τα συμφωνηθέντα δικαιούνταν ως αμοιβή το ποσό των 825 ευρώ
(11 αποθήκες Χ 75 ευρώ). Σχετικά με τις υδρορροές (100 μέτρα), για τις οποίες
η αμοιβή είχε συμφωνηθεί στο ποσό των 12 ευρώ/τ.μ, ήτοι 100 μ. Χ 12= 1.200
ευρώ, ο εναγόμενος κατασκεύασε μόνο τις μισές, ήτοι 50 μ., και ως εκ τούτου η
αμοιβή του ανέρχονταν το ποσό των 600 ευρώ. Τέλος, και σχετικά με την
αποχέτευση, η αμοιβή για την κατασκευή της οποίας είχε συμφωνηθεί στο ποσό
των 18 ευρώ/ τ.μ, ήτοι 100 μ. Χ 18= 1.800 ευρώ, ο εναγόμενος κατασκεύασε μόνο
τα 50 μέτρα, και συνεπώς δικαιούνταν ως αμοιβή το ποσό των 900 ευρώ. Συνεπώς,
ως το χρόνο της ανωτέρω υπαναχώρησης η αμοιβή του εναγομένου για τις εργασίες
που ολοκλήρωσε ανέρχονταν στο συνολικό ποσό των 14.975 ευρώ, υπολογισμό που
δεν αμφισβητεί καθόλου και ο ίδιος ο εναγόμενος. Ωστόσο, ο τελευταίος είχε
προβεί και σε σχετικές προεργασίες στους 4ο, 5ο και 6ο όροφο. Η σχετική κρίση
του Δικαστηρίου στηρίζεται, εκτός από την ανομωτί κατάθεση του ιδίου, και στο
από 22-12-2006 ιδιωτικό συμφωνητικό, με το οποίο η ανωτέρω ομόρρυθμη εταιρία
ανέθεσε στον εργολάβο ............ την κατασκευή των υπολοίπων ηλεκτρικών και
υδραυλικών εγκαταστάσεων, που είχε αφήσει ημιτελή ο εναγόμενος, με συνολική
αμοιβή το ποσό των 17.000 ευρώ, έτσι ώστε να μην παρίσταται λογικό το
υπόλοιπο αμοιβής του εναγομένου για τις ανεκτέλεστες εργασίες να ανέρχεται
στο ποσό των 20.525 ευρώ, και ταυτόχρονα, παρά την ανατίμηση των υλικών λόγω
του ότι παρήλθε και ένα έτος, ο νέος εργολάβος που ανέλαβε να τις ολοκληρώσει
να συμφωνεί αμοιβή χαμηλότερη κατά 3.000 ευρώ (άλλωστε και η από 6-11-2008
τεχνική έκθεση, που προσκομίζεται από την εταιρία, αναφέρεται μόνο στις
εργασίες στους ολοκληρωμένους ορόφους, και όχι σε πιθανές εργασίες και στους
λοιπούς ορόφους, ενώ και ο μάρτυρας της ενάγουσας δεν είχε απόλυτα βέβαιη
γνώση περί τούτου). Οι εκτελεσθείσες αυτές εργασίες στα υπόλοιπα διαμερίσματα
ανέρχονταν, ενόψει και των ανωτέρω (ιδίως του από 22-12-2006 ιδιωτικού
συμφωνητικού), κατά την κρίση του Δικαστηρίου σε ποσοστό 35% επί του συνόλου
του έργου που έπρεπε να εκτελεσθεί, με αποτέλεσμα να δικαιούται ο εναγόμενος
και το 35% της συμφωνθείσας αμοιβής του για τις εργασίες στους ορόφους αυτούς
(ενόψει και του ότι ο τρόπος υπολογισμού της αμοιβής για τις εργασίες αυτές,
στον οποίο προβαίνει ο εναγόμενος, ότι με ξεχωριστό υπολογισμό της αμοιβής
των τεχνικών, των υλικών και του κέρδους του, δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη,
αφού έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τη μεταξύ των μερών συμφωνία). Η αμοιβή,
συνεπώς, για τις εκτελεσθείσες εργασίες του εναγομένου στους υπόλοιπους
ορόφους ανέρχονταν στο ποσό των 4.200 ευρώ (3 όροφοι χ 2 διαμερίσματα, 1.000
ευρώ το διαμέρισμα για ηλεκτρικά χ 6 = 6.000 ευρώ + 1.000 ευρώ το διαμέρισμα
για υδραυλικά χ 6 = 6.000 ευρώ, σύνολο 12.000 ευρώ χ 35%). Συνεπώς, η αμοιβή
του εναγόμενου εργολάβου για το εκτελεσθέν τμήμα του έργου μέχρι την
υπαναχώρηση ανέρχονταν στο συνολικό ποσό των 19.175 ευρώ (14.975 + 4.200), το
οποίο και έχει νόμιμη αιτία να το κρατήσει, δεδομένου ότι η ασκηθείσα
υπαναχώρηση, κατά τα προαναφερθέντα, δεν θίγει το ήδη εκτελεσμένο κομμάτι της
σύμβασης έργου. Επομένως, η ενάγουσα ομόρρυθμη εταιρία, δικαιούται, ενόψει
και της προαναφερθείσας εξ ολοκλήρου καταβολής στον εναγόμενο της αμοιβής
του, ύψους 35.500 ευρώ, να απαιτήσει από τον τελευταίο βάσει των διατάξεων
του αδικαιολόγητου πλουτισμού την απόδοση της ληφθείσας απ` αυτόν αμοιβής για
το μη εκτελεσθέν κομμάτι του έργου, η οποία ανέρχεται στο ποσό των 16.325
ευρώ (35.500-19.175).

Ενόψει όλων των ανωτέρω, η κρινόμενη αγωγή πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή ως
ουσία βάσιμη, και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλλει στην ανωτέρω υπό
εκκαθάριση τελούσα ομόρρυθμη εταιρία, όπως η τελευταία εκπροσωπείται από τους
νόμιμους εκκαθαριστές της, το ποσό των 16.325 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την
επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Εξάλλου, η απόφαση δεν πρέπει να
κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, καθώς δεν αποδείχτηκε ότι η καθυστέρηση στην
εκτέλεση θα επιφέρει σημαντική ζημία στην ανωτέρω ομόρρυθμη εταιρία ούτε ότι
συντρέχει εξαιρετικός προς τούτο λόγος. Τέλος ο εναγόμενος πρέπει να
καταδικαστεί στην καταβολή μέρους των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας
ομόρρυθμης εταιρίας ανάλογου της έκτασης της ήττας του (άρθρ. 178 παρ. 1 και
191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,τι στο σκεπτικό κρίθηκε ως απορριπτέο.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τον εναγόμενο να καταβάλει στην υπό εκκαθάριση τελούσα ομόρρυθμη
εταιρία με την επωνυμία «...........», η οποία εκπροσωπείται νόμιμα από τους
εκκαθαριστές της .............. και ..........., το ποσό των δεκαέξι χιλιάδων
τριακοσίων είκοσι πέντε (16.325) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της
αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του εναγομένου μέρος των δικαστικών εξόδων της ανωτέρω
ενάγουσας ομόρρυθμης εταιρίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500)
ευρώ.

KPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στη Χαλκίδα, στο ακροατήριό του, και
σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση την


O ΔIKAΣTHΣ H ΓPAMMATEAΣ


 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου