.

.

Κυριακή 29 Μαρτίου 2015

ΤΡΑΥΜΑΤΙΣΜΟΣ ΑΝΗΛΙΚΗΣ ΠΕΖΗΣ


560/2013 ΑΠ ( 613333)
(Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)
Αυτοκινητικό ατύχημα. Τραυματισμός ανήλικης (13,5 ετών) πεζής από ΙΧΕ αυτοκίνητο ενώ
διέσχιζε
κάθετα το οδόστρωμα λεωφόρου εκτός των παρακείμενων μη σηματοδοτούμενων διαβάσεων
πεζών. Ανώτερη από την επιτρεπόμενη η ταχύτητα του ΙΧΕ αυτοκινήτου. Συνυπαιτιότητα της
ανήλικης πεζής κατά ποσοστό 30% στη πρόκληση του ένδικου ατυχήματος. Χρηματική παροχή
κατ’ αρ. 931 ΑΚ. Κατά την ορθότερη ερμηνεία αυτής η επιδίκαση στον παθόντα αναπηρία ή
παραμόρφωση ενός εύλογου χρηματικού ποσού, δεν συνδέεται με συγκεκριμένη περιουσιακή
ζημία
αυτού, αλλά με το γεγονός της αναπηρίας ή παραμορφώσεως ως βλάβης του σώματος ή της υγείας
του προσώπου, ως ενός αυτοτελούς έννομου αγαθού. Κριτήρια για το προσδιορισμό αυτού
αποτελούν τα καθοριζόμενα κατ’ αρ. 932 Α.Κ. Διάκριση από την κατ’ αρ. 929 Α.Κ. αξίωση
διαφυγόντων εισοδημάτων, λόγω ανικανότητας προς εργασία συνεπεία της αναπηρίας ή
παραμορφώσεως του παθόντος. Αυτοδίκαιη μεταβίβαση στον δημόσιο ασφαλιστικό φορέα της
αξίωσης αποζημίωσης του παθόντα ή των δικαιοδόχων του κατά του ζημιώσαντος τρίτου.
Προϋποθέσεις. Ένδικα μέσα. Αναίρεση. Λόγοι. Στοιχειοθέτηση της αναιρετικής πλημμέλειας κατ’αρ.
559 αριθμ. 1 ΚΠολΔ. Σφάλμα του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου με το να επιδικάσει την από το
άρθρο 931 ΑΚ χρηματική παροχή στην παθούσα από το ένδικο ατύχημα μειωμένη κατά το
ποσοστό συνυπαιτιότητας της περί την πρόκληση αυτού και τον επελθόντα συνεπεία αυτού
τραυματισμό της. Το δικαστήριο αναιρεί την υπ’ αριθμ. 3688/2011 απόφαση του Εφετείου
Αθηνών.

Αριθμός 560/2013

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Δ` Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Γιαννούλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Γρηγόριο
Κουτσόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή, Δημητρούλα Υφαντή και Ιωάννα Πετροπούλου, Αρεοπαγίτες.

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 11 Ιανουαρίου 2013, με την παρουσία
και της Γραμματέως Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει μεταξύ:

Της αναιρεσείουσας: Σ.-Π. Β. του Π., κατοίκου ..., η οποία αναλαμβάνει και συνεχίζει την δίκη, η
ίδια προσωπικά για τον εαυτό της, λόγω ενηλικίωσής της και εκπροσωπήθηκε δια του
πληρεξουσίου δικηγόρου της Ιωάννη Κωλέττη και κατέθεσε προτάσεις.

Των αναιρεσιβλήτων: 1. Χ. Τ. του Σ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε δια της πληρεξουσίας
δικηγόρου του Ευγενία Λυμπεροπούλου και κατέθεσε προτάσεις και 2. Της ανωνύμου
ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία "...... . .... .." που εδρεύει στην ... και εκπροσωπείται
νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της Νικόλαο Πολίτη, βάσει
δηλώσεως κατ` άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 1-2-2008 αγωγή των ήδη αρχικά αναιρεσειόντων, που
κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 4281/2008 οριστική
του ίδιου Δικαστηρίου και 3688/2011 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας
απόφασης ζητούν οι αρχικά αναιρεσείοντες με την από 10-1-2012 αίτησή τους.

Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι
παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης, Ιωάννα Πετροπούλου,
ανέγνωσε την από 2-1-2013 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή του τέταρτου
λόγου της αιτήσεως αναιρέσεως και την απόρριψη των λοιπών.

Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, η πληρεξούσια του 1ου
των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της και καθένας την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη
δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με τις διατάξεις των άρθρων 94 παρ. 1, 96 παρ. 1 104, 568 παρ. 4 και 576 παρ. 1-3 του ΚΠολΔ
ορίζονται αντίστοιχα, τα εξής: α) Στα πολιτικά δικαστήρια οι διάδικοι έχουν υποχρέωση να
παρίστανται με πληρεξούσιο δικηγόρο, β) Η πληρεξουσιότητα δίνεται είτε με συμβολαιογραφική
πράξη είτε με προφορική δήλωση, που καταχωρίζεται στα πρακτικά ή στην έκθεση, μπορεί να
αφορά ορισμένες ή όλες τις δίκες εκείνου, που την παρέχει και πρέπει να αναγράφει και τα ονόματα
των πληρεξουσίων, γ) Για τις προπαρασκευαστικές πράξεις και τις κλήσεις έως τη συζήτηση στο
ακροατήριο θεωρείται ότι υπάρχει πληρεξουσιότητα, ενώ για τη συζήτηση στο ακροατήριο
απαιτείται ρητή πληρεξουσιότητα και αν δεν υπάρχει κηρύσσονται άκυρες όλες οι πράξεις, ακόμη
και εκείνες που είχαν γίνει προηγουμένως. Το δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάση
της δίκης την έλλειψη πληρεξουσιότητας, καθώς και την υπέρβαση της, δ) Αν ο αναιρεσείων
επισπεύδει τη συζήτηση, η κλήση συντάσσεται κάτω από το αντίγραφο του δικογράφου, που έχει
κατατεθεί και επιδίδεται με επιμέλεια του στους αντιδίκους, ε) Αν ο διάδικος, που επισπεύδει τη
συζήτηση δεν εμφανιστεί ή εμφανιστεί, αλλά δεν λάβει μέρος με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο
Αρειος Πάγος συζητεί την υπόθεση σαν να ήταν παρόντες οι διάδικοι. Αν ο αντίδικος εκείνου που
επέσπευσε τη συζήτηση δεν εμφανιστεί ή εμφανιστεί, αλλά δεν λάβει μέρος σ` αυτήν με τον τρόπο
που ορίζει ο νόμος, ο Αρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως, αν κλητεύθηκε νόμιμα και
εμπρόθεσμα. Αν η κλήση για τη συζήτηση δεν επιδόθηκε καθόλου ή δεν επιδόθηκε νόμιμα ή
εμπρόθεσμα, ο Αρειος Πάγος κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση και η υπόθεση επαναφέρεται για
συζήτηση με νέα κλήτευση, Στην αντίθετη περίπτωση προχωρεί στη συζήτηση παρά την απουσία
εκείνου, που έχει κλητευθεί.

Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά συνεδριάσεως του δικαστηρίου
τούτου κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από τη σειρά του πινακίου στη νομίμως ορισθείσα
δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσης ο πρώτος των αναιρεσιβλήτων Χ. Τ.
παραστάθηκε στο ακροατήριο δια της πληρεξούσιας του δικηγόρου Ευγενίας Λυμπεροπούλου, η
οποία διορίστηκε ως πληρεξούσια αυτού δικηγόρος με το υπ` αρ. .../2013 ειδικό πληρεξούσιο του
αναπληρούντος τον Γενικό Πρόξενο της Ελλάδος στο Ντυσσελντορφ ..... ...... ....... που
προσκομίστηκε σε ακριβές αντίγραφο. Το πληρεξούσιο αυτό, όπως προκύπτει από το περιεχόμενό
του, συντάχθηκε στις 17 Ιανουαρίου 2013, σε χρόνο δηλαδή μεταγενέστερο εκείνου (11.1.2013)
της σημερινής συζήτησης της κρινόμενης από 10.1.2012 αίτησης αναιρέσεως της 3688/2011
απόφασης του Εφετείου Αθηνών και επομένως, δεν παρέστη κατά τη συζήτηση αυτή με τον τρόπο
που ορίζει ο νόμος δηλαδή, με νόμιμα διορισμένο πληρεξούσιο δικηγόρο. Οπως όμως προκύπτει
από το υπ` αρ. 4573/17.4.2012 αποδεικτικό επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο
Αθηνών ..., που με επίκληση προσκομίζει η νομίμως παριστάμενη αναιρεσείουσα, ακριβές
αντίγραφο της κρινόμενης από 10.1.2012 αιτήσεως αναιρέσεως με την κάτω από αυτή πράξη
ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσης
δικάσιμο, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στον ως απολειπόμενο θεωρούμενο ως άνω
αναιρεσίβλητο, ως προς τον οποίο συνεπώς, η συζήτηση της υπόθεσης πρέπει να προχωρήσει παρά
την απουσία του (άρθρο 576 παρ.2 ΚΠολΔ).

Επειδή από τις διατάξεις των άρθρων 10 του Ν. ΓΠΝ/1911, 297, 298, 299, 330 εδ.β`, 914 και 932
του ΑΚ προκύπτει ότι σε περίπτωση συγκρούσεως μεταξύ δύο ή περισσοτέρων αυτοκινήτων η
ευθύνη προς αποζημίωση προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση ζημίας και
ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του οδηγού και της ζημίας. Μορφή
υπαιτιότητας είναι και η αμέλεια, η οποία υπάρχει, όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια, που
απαιτείται στις συναλλαγές, δηλαδή αυτή που, αν είχε καταβληθεί, με μέτρο τη συμπεριφορά του
μέσου συνετού και επιμελούς οδηγού αυτοκινήτου, θα καθιστούσε δυνατή την αποτροπή της
συγκρούσεως. Αιτιώδης σύνδεσμος υπάρχει, όταν η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του
οδηγού ήταν, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή, κατά τη συνηθισμένη και
κανονική πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει τη ζημία και την επέφερε στη συγκεκριμένη
περίπτωση. Η παράβαση των διατάξεων του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας (ΚΟΚ) δεν θεμελιώνει
αυτή καθ` αυτή υπαιτιότητα στην επέλευση αυτοκινητικού ατυχήματος, αποτελεί όμως στοιχείο, η
στάθμιση του οποίου από το δικαστήριο της ουσίας θα κριθεί σε σχέση με την ύπαρξη αιτιώδους
συνδέσμου μεταξύ της συγκεκριμένης παραβάσεως και του ζημιογόνου αποτελέσματος.

Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 39 παρ. 2 ΚΟΚ "Αν σε σημασμένη διάβαση πεζών η
κυκλοφορία των οχημάτων δεν ρυθμίζεται με φωτεινή σηματοδότηση ή με τροχονόμο, οι οδηγοί
υποχρεούνται να πλησιάζουν στη διάβαση με ταχύτητα τόσο μικρή, ώστε να μη εκθέτουν σε
κίνδυνο τους πεζούς που τη χρησιμοποιούν ή εισέρχονται σε αυτήν και σε περίπτωση ανάγκης
διακόπτουν την πορεία του οχήματός τους για να επιτρέπουν τη διέλευση των πεζών, και κατά
την παρ. 4α του άρθρου 38 ιδίου Κώδικα, οι πεζοί προκειμένου να διασχίσουν το οδόστρωμα
υποχρεούνται, αν στο οδόστρωμα υπάρχουν διαβάσεις πεζών να χρησιμοποιούν αυτές και κατά
την παρ. 4δ ίδιου άρθρου και κώδικα, στις διαβάσεις, όπου η κυκλοφορία τόσο των πεζών όσο και
των οχημάτων δεν ρυθμίζεται με φωτεινούς σηματοδότες να μη κατέρχονται στο οδόστρωμα πριν
λάβουν υπόψη τους την απόσταση και την ταχύτητα των οχημάτων που πλησιάζουν. Εξ άλλου, οι
ανωτέρω έννοιες της υπαιτιότητας και του αιτιώδους συνδέσμου είναι νομικές και επομένως, η
κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ως προς τη συνδρομή ή όχι υπαιτιότητας του εμπλακέντος σε
σύγκρουση οχημάτων οδηγού και του αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του και
του ζημιογόνου αποτελέσματος υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου κατά τις διατάξεις του
άρθρου 559 αρ.1 εδ.α και 19 του ΚΠολΔ για ευθεία και εκ πλαγίου παράβαση κανόνων
ουσιαστικού δικαίου.

Εξ άλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.1 εδ.α ΚΠολΔ, λόγος αναίρεσης για ευθεία
παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, ιδρύεται αν αυτός δεν εφαρμόστηκε, ενώ συνέτρεχαν οι
προϋποθέσεις, εφαρμογής του, ή αν εφαρμόστηκε ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν το δικαστήριο
προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή. Στην περίπτωση που
το δικαστήριο έκρινε κατ` ουσίαν την υπόθεση, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται
εν όψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο
της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης αν οι
πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν φανερή την παραβίαση. Τούτο συμβαίνει, όταν
το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι
αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη
υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν
υπάγονται. Περαιτέρω, ο εκ του αριθμού 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως είναι δυνατό
να φέρεται ότι πλήσσει την προσβαλλόμενη απόφαση γιατί παραβίασε κανόνα ουσιαστικού δικαίου,
αλλά στην πραγματικότητα να πλήσσει την προσβαλλόμενη απόφαση κατά την εκτίμηση των
αποδείξεων, υπό την επίκληση ότι αυτή παραβίασε κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που δεν ελέγχεται
από τον Αρειο Πάγο κατά το άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ. Τέλος, κατά την έννοια της ανωτέρω
διάταξης του άρθρου 559 αρ.19 ΚΠολΔ υπάρχει έλλειψη νόμιμης βάσης λόγω αντιφατικών ή
ανεπαρκών αιτιολογιών, όταν από το αιτιολογικό της απόφασης που συνιστά την ελάσσονα
πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν προκύπτουν πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις τα
πραγματικά γεγονότα, τα οποία σύμφωνα με το νόμο, είναι αναγκαία για την κρίση στη
συγκεκριμένη περίπτωση ότι συντρέχουν οι όροι της διάταξης που εφαρμόστηκε ή ότι δεν
συντρέχουν οι όροι εφαρμογής της. Αντιφατικότητα των αιτιολογιών, η οποία ιδρύει τον από τη
διάταξη του άρθρου 559 αρ.19 ΚΠολΔ προβλεπόμενο λόγο αναίρεσης υπάρχει, όταν σε ζήτημα που
ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης εξ αιτίας αυτής, δεν προκύπτει ποια πραγματικά
περιστατικά δέχθηκε το δικαστήριο για να στηρίξει το διατακτικό, ώστε να μπορεί να ελεγχθεί αν
σωστά εφάρμοσε το νόμο.

Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο, δέχθηκε ανελέγκτως, τ` ακόλουθα πραγματικά
περιστατικά αναφορικά με την υπαιτιότητα των εμπλακέντων στο ένδικο ατύχημα. "Στις 19-3-
2007 και ώρα περίπου 13.20 μ.μ ο πρώτος εφεσίβλητος της πρώτης των υπό κρίση εφέσεων
οδηγώντας το υπ` αριθμ. κυκλοφορίας ............ ΙΧΕ αυτοκίνητο, ιδιοκτησίας του, το οποίο ήταν
ασφαλισμένο, για την έναντι τρίτων αστική ευθύνη, στη δεύτερη εφεσίβλητη (της πρώτης και
εκκαλούσα της δεύτερης εφέσεως) ασφαλιστική εταιρεία, και κινούμενο με αυτό επί της διπλής
κατευθύνσεως Λεωφόρου .......... ....... , στην αριστερή από τις δυο λωρίδες κυκλοφορίας του
ρεύματος κυκλοφορίας της Λεωφόρου αυτής που οδηγεί προς ................. , μετά τη διέλευση της
διασταύρωσης της Λεωφόρου επί της οποίας εκινείτο με την οδό .............. , παρέσυρε και
τραυμάτισε την ανήλικη κόρη των εναγόντων Σ. - Π. Β., που κατ` εκείνη τη χρονική στιγμή διέσχιζε
πεζή κάθετα το οδόστρωμα της αριστερής λωρίδας κυκλοφορίας του ρεύματος αυτού από δεξιά
προς τ` αριστερά σε σχέση με την πορεία του αυτοκινήτου και σε απόσταση τεσσάρων μέτρων από
τις υπάρχουσες αμέσως μετά τη διασταύρωση της Λεωφόρου με την οδό ............................ μη
σηματοδοτούμενες διαβάσεις πεζών. Τα δύο ρεύματα κυκλοφορίας της Λεωφόρου ..............
χωρίζονται από την υπάρχουσα επί του οδοστρώματός της τσιμεντένια διαχωριστική των
ρευμάτων κυκλοφορίας της νησίδα, πλάτους 6,80 μέτρων, η οποία διακόπτεται στο τμήμα που η
Λεωφόρος συμβάλλεται από δεξιά σε σχέση με την πορεία των επ` αυτής κινουμένων με
κατεύθυνση προς ........... , με την οδό ..................... . Το πλάτος του ρεύματος κυκλοφορίας
της ως άνω Λεωφόρου που οδηγεί προς ............... είναι 6,80 μέτρων και διαθέτει δύο λωρίδες
κυκλοφορίας πλάτους 3,40 μέτρων εκάστη, οι οποίες χωρίζονται από την υπάρχουσα επί του
οδοστρώματος λευκή διακεκομμένη διαχωριστική των λωρίδων γραμμή. Στον τόπο του
ατυχήματος το ανώτατο επιτρεπόμενο όριο ταχύτητας είναι 50 χλμ/ω. Του ατυχήματος
επελήφθησαν όργανα του αρμοδίου Τμήματος Τροχαίας Αγ. Παρασκευής, τα οποία έφθασαν στον
τόπο του ατυχήματος στις 15.30 μ.μ, δηλαδή 10 λεπτά της ώρας αφ` ότου επισυνέβη το ατύχημα,
και κατά το χρόνο αυτό το αυτοκίνητο που παρέσυρε την ανήλικη πεζή, είχε μετακινηθεί από το
σημείο του ατυχήματος. Τα αντικειμενικά ευρήματα του ατυχήματος, τα οποία ανευρέθηκαν από
τα όργανα, της Τροχαίας είναι τα ίχνη τροχοπέδησης που άφησαν στο οδόστρωμα οι τροχοί
αυτοκινήτου, που όπως διαπιστώθηκε από τα όργανα της Τροχαίας προέρχονται από το
αυτοκίνητο που παρέσυρε την πεζή, τα οποία, όπως προκύπτει από το πρόχειρο σχεδιάγραμμα
του τόπου του ατυχήματος που συνοδεύει την έκθεση αυτοψίας, αρχίζουν ελάχιστα μέτρα πριν το
αυτοκίνητο, που οδηγούσε ο πρώτος εφεσίβλητος, εισέλθει στη διασταύρωση της Λεωφόρου επί
της οποίας εκινείτο με την οδό .. ...... ... ... .. ... , η οποία έχει στο σημείο διασταύρωσής της με την
Λεωφόρο ............ .... πλάτος οδοστρώματος 8,70 μέτρων, όσο και το πλάτος του διακένου της
διαχωριστικής των ρευμάτων κυκλοφορίας της Λεωφόρου νησίδας. Το μήκος των ιχνών
τροχοπέδησης είναι 20 μέτρων, και απεικονίζεται η αρχή και το τέλος τους εντός της αριστερής
λωρίδας του προς ............... .......... οδηγούντος ρεύματος κυκλοφορίας της ........ ......... .
Οπως διαπιστώθηκε από τις μετρήσεις των οργάνων της Τροχαίας τα ίχνη πέδησης, που άφησαν οι
αριστεροί τροχοί του ως άνω αυτοκινήτου, απείχαν από το άκρο αριστερό του οδοστρώματος της
αριστερής λωρίδας 1,80 μέτρα, το δε αυτοκίνητο, όπως προκύπτει απ` τα ίχνη τροχοπέδησης που
άφησαν στο οδόστρωμα οι τροχοί του, κινήθηκε παράλληλα με το άκρο αριστερό του
οδοστρώματος της λωρίδας αυτής, γι` αυτό και το σημείο που σταματούν τα ίχνη βρίσκεται εντός
της αριστερής λωρίδας κυκλοφορίας με τους δεξιούς τροχούς εντός της αριστερής λωρίδας και
τους αριστερούς τροχούς να απέχουν ίση απόσταση (1,80 μέτρα) από το άκρο αριστερό του
οδοστρώματος της λωρίδας αυτής, δηλαδή από την διαχωριστική των ρευμάτων νησίδα. Οπως
διαπιστώθηκε από τα όργανα της Τροχαίας, το αυτοκίνητο είχε υποστεί βλάβες στο εμπρόσθιο
τμήμα του, στον ανεμοθώρακα αριστερά και στο εμπρόσθιο αριστερό φανάρι, γεγονός από το
οποίο αποδεικνύεται ότι με το εμπρόσθιο αριστερό τμήμα του παρέσυρε την ανήλικη πεζή, το
σώμα της οποίας πετάχθηκε πάνω στο καπό και στη συνέχεια εκτινάχθηκε στον αέρα και επέπεσε
πάνω στην διαχωριστική των ρευμάτων νησίδα. Οπως προκύπτει από τις προανακριτικές
καταθέσεις των αναφερομένων στην έκθεση αυτοψίας αυτόπτων και τρίτων προς τους διαδίκους
μαρτύρων, (Τ. Ε., Π. Π. και Γ. Χ., η τελευταία από τους οποίους ήταν συμμαθήτρια της πεζής
ανήλικης), κατά το χρόνο του ατυχήματος ομόρροπα και πίσω από το αυτοκίνητο του πρώτου
εφεσίβλητου εκινούντο τα αυτοκίνητα των αυτοπτών μαρτύρων Τ. Ε. και Π. Π., η ανήλικη πεζή
έγινε αντιληπτή από τους οδηγούς αυτούς, ότι ξεκίνησε από το δεξιό σε σχέση με την πορεία των
αυτοκινήτων και των δυο παραπάνω αυτοπτών μαρτύρων και του πρώτου εφεσίβλητου
πεζοδρόμιο, να διασχίσει τρέχοντας κάθετα το οδόστρωμα από δεξιά προς τ` αριστερά σε σχέση με
την πορεία των αυτοκινήτων αυτών, όταν τα αυτοκίνητα έφθασαν στο ύψος της συμβολής της
Λεωφόρου επί της οποίας εκινούντο με την οδό ................ (βλ. τις από 24.4.2007 και από
20.6.2007 προανακριτικές ένορκες καταθέσεις των αυτοπτών μαρτύρων Τ. Ε. και Π. Π.
αντίστοιχα). Από την ίδια απόσταση αντιλήφθηκε και ο πρώτος εφεσίβλητος την πεζή, όπως
αποδεικνύεται από το σημείο που αρχίζουν τα ίχνη πέδησης. Παρά ταύτα, από έλλειψη της
προσοχής, της αυξημένης και υπερβαίνουσας το ανώτατο επιτρεπόμενο όριο ταχύτητας (των 50
χλμ/ω) με την οποία εκινείτο, των 59 χλμ/ω (όπως προκύπτει από το δελτίο ιχνών τροχοπέδησης
του Τμήματος Τροχαίας, .............) την οποία δεν μείωσε αν και πλησίαζε σε διασταύρωση
και επρόκειτο να διασχίσει μη σηματοδοτούμενη διάβαση πεζών, της έλλειψης εποπτείας του
χώρου στον οποίο εκινείτο και ελέγχου του οχήματός του, παρέσυρε την ανήλικη πεζή, η οποία,
όπως προκύπτει από την απόσταση των ιχνών τροχοπέδησης των αριστερών τροχών του από τη
διαχωριστική των ρευμάτων νησίδα (1,80) και το τμήμα του αυτοκινήτου του με το οποίο την
παρέσυρε (εμπρόσθιο αριστερό) είχε διασχίσει από το συνολικό πλάτος του οδοστρώματος του
ρεύματος κυκλοφορίας προς ......... .... των 6,80 μέτρων το μεγαλύτερο τμήμα του, δηλαδή τη
δεξιά λωρίδα κυκλοφορίας και από την αριστερή 1,6 μέτρα (3,40 - 1,80). Με τη συμπεριφορά του
αυτή παρεβίασε τις επιτακτικές διατάξεις των άρθρων 12 §1, 19 §§ 1,2, 20 §1 και 39 §2 του ΚΟΚ
προκαλώντας κυρίως από υπαιτιότητα του το ένδικο ατύχημα, με την πρόκληση του οποίου
συνδέεται αιτιωδώς η εκ μέρους του παράβαση των ανωτέρω διατάξεων του ΚΟΚ. Στην πρόκληση
του ενδίκου ατυχήματος όμως συνετέλεσε και αμελής συμπεριφορά την ανήλικης πεζής, η οποία
επεχείρησε να διασχίσει κάθετα το οδόστρωμα του προς .... ... ... .. οδηγούντος ρεύματος
κυκλοφορίας της ως άνω Λεωφόρου, στο οποίο είχε αντιληφθεί ότι εκινούντο αυτοκίνητα, και
παρά ταύτα επεχείρησε να διασχίσει τρέχοντας το οδόστρωμα, εκτός των διαβάσεων, χωρίς να
λάβει υπόψη της και να εκτιμήσει την ταχύτητα των αυτοκινήτων που εκινούντο στο οδόστρωμα,
με αποτέλεσμα όταν διέσχιζε την αριστερή λωρίδα κυκλοφορίας και απείχε 1,80 μέτρα από τη
διαχωριστική των ρευμάτων νησίδα, να παρασυρθεί από το αυτοκίνητο του πρώτου εφεσίβλητου.

Με την αμελή αυτή συμπεριφορά της παραβίασε τις επιτακτικές διατάξεις του άρθρου 38 §4 α.δ
του ΚΟΚ, παραβίαση με την οποία συνδέεται αιτιωδώς το επελθόν αποτέλεσμα. Το Δικαστήριο
εκτιμώντας την αμελή συμπεριφορά οδηγού και πεζής και τη βαρύτητα της αμέλειας καθενός,
εκτιμά ότι το ποσοστό υπαιτιότητας που βαρύνει τον οδηγό του ζημιογόνου αυτοκινήτου πρώτο
εφεσίβλητο ανέρχεται σε 70%, τη δε πεζή στο υπόλοιπο 30%." Ετσι που έκρινε το Εφετείο, διέλαβε
στην απόφασή του πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες που επιτρέπουν τον αναιρετικό
έλεγχο της ορθής ή μη εφαρμογής των αναφερόμενων στη μείζονα σκέψη κανόνων ουσιαστικού
δικαίου αναφορικά με την υπαιτιότητα των εμπλακέντων στο ένδικο ατύχημα. Ειδικότερα,
προσδιορίζει επαρκώς την απόσταση (τέσσερα) μέτρα από την οποία η πεζή διέσχιζε εκτός
διάβασης πεζών τη .......... ........ .... ......... ... καθώς και ότι ο οδηγός του ζημιογόνου οχήματος
αντιλήφθηκε την πεζή να κατέρχεται στο οδόστρωμα και να επιχειρεί να διασχίσει κάθετα το ρεύμα
πορείας της ανωτέρω λεωφόρου με κατεύθυνση προς ............. , όταν ο τελευταίος έφθασε στο
ύψος της συμβολής της ως ανωτέρω λεωφόρου με την οδό ...... .. . .. .... , όπου αρχίζουν τα
ίχνη πέδησης ενώ η παραδοχή ότι ο οδηγός του ζημιογόνου οχήματος παρέβη τη διάταξη του
άρθρου 39 παρ.2 του ΚΟΚ βάσει της οποίας, ήταν υποχρεωμένος να πλησιάζει τη σημασμένη,
διάβαση πεζών με ταχύτητα τόσο μικρή ώστε να μην εκθέτει σε κίνδυνο τους πεζούς, κατ` ουδέν
αντιφάσκει με εκείνη κατά την οποία εκινείτο με αυξημένη και υπερβαίνουσα το ανώτατο
επιτρεπόμενο όριο ταχύτητας των 50 χ/ω, ήτοι των 59 χ/ω. Επίσης, και η παραδοχή ότι ο οδηγός
του ζημιογόνου οχήματος παρέβη τη διάταξη του άρθρου 39 παρ.2 του ΚΟΚ, κατ` ουδέν
αντιφάσκει με την παραδοχή, ότι η πεζή διέσχιζε τη ..... ...... ..... .. εκτός διάβασης πεζών και την
έτερη, ότι το ανώτατο όριο ταχύτητας ανήρχετο στα 50 χ/ω. Επομένως, ο δεύτερος λόγος της
αιτήσεως αναιρέσεως με τον οποίο αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι ανωτέρω
αιτιάσεις από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, διότι με ανεπαρκείς και αντιφατικές
αιτιολογίες απέρριψε τον ισχυρισμό της αναιρεσείουσας περί αποκλειστικής υπαιτιότητας του
οδηγού του ζημιογόνου οχήματος περί την πρόκληση του ένδικου ατυχήματος και τον επελθόντα
συνεπεία αυτού τραυματισμό της είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Περαιτέρω, και ο τρίτος λόγος
της αιτήσεως αναιρέσεως με τον οποίο προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια
από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, της εσφαλμένης ερμηνείας από το Εφετείο της διάταξης
του άρθρου 39 παρ.2 του ΚΟΚ, διότι δέχθηκε ότι ο οδηγός του ζημιογόνου οχήματος εκινείτο με
ταχύτητα υπερβαίνουσα τα 50 χ/ω, αντί να δεχθεί ότι κατά την προσέγγιση της χωρίς
σηματοδότηση διάβασης πεζών, η ταχύτητά του έπρεπε να είναι πολύ μικρή, κατώτερη των 50
χ/ω καθώς και των διατάξεων του άρθρου 38 παρ.4 εδ.α και δ`του ΚΟΚ, διότι καταλόγισε στην
πεζή την παραβίαση αμφοτέρων των εδαφίων της παρ.4 του άρθρου αυτού, καίτοι δέχθηκε
κίνησή της εκτός διάβασης πεζών, διότι με το εδάφιο δ ρυθμίζονται οι υποχρεώσεις των
κινουμένων σε διάβαση πεζών, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος διότι υπό την επίφαση της
σχετικής πλημμέλειας πλήττεται η εκτίμηση των αποδείξεων αναφορικά με τις συνθήκες του
ένδικου ατυχήματος και την αμελή συμπεριφορά των εμπλακέντων στο ατύχημα αυτό.

Επειδή, από τις διατάξεις των άρθρων 106, 335, 338, 340 και 346 του ΚΠολΔ προκύπτει, ότι το
δικαστήριο της ουσίας προκειμένου να σχηματίσει το αποδεικτικό πόρισμα αναφορικώς με τους
πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και
έχουν ανάγκη αποδείξεως, υποχρεούται να λάβει υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα τα οποία
νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, χωρίς πάντως να είναι ανάγκη να γίνεται
χωριστή αξιολόγηση του καθενός. Η παραβίαση της υποχρεώσεως αυτής ιδρύει τον προβλεπόμενο
από το άρθρο 559 αρ. 11 περ. γ του ΚΠολΔ λόγο αναιρέσεως. Ο λόγος αυτός απορρίπτεται ως
αβάσιμος κατ` ουσίαν, όταν το δικαστήριο βεβαιώνει στην απόφασή του, ότι έλαβε υπόψη τα
συγκεκριμένα αποδεικτικά μέσα για τα οποία προτείνεται ο λόγος αναιρέσεως ή προκειμένου περί
εγγράφων όταν έλαβε υπόψη τα συγκεκριμένα αποδεικτικά μέσα για τα οποία προτείνεται ο λόγος
αναιρέσεως ή προκειμένου περί εγγράφων όταν έλαβε υπόψη όλα τα με επίκληση προσκομισθέντα
από τους διαδίκους έγγραφα, έστω και χωρίς να γίνεται ειδική μνεία ή αξιολόγηση καθενός από
αυτά, εκτός αν, παρά τη διαβεβαίωση αυτή, από το περιεχόμενο της αποφάσεως και ιδίως τις
αιτιολογίες της καταλείπονται αμφιβολίες για τη συνεκτίμηση όλων ή ορισμένων εγγράφων, οπότε
και μόνον είναι κατ` ουσίαν βάσιμος ο πιο πάνω λόγος. Με τον πρώτο λόγο της αιτήσεως
αναιρέσεως προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθμό 11γ του
άρθρου 559 ΚΠολΔ διότι το Εφετείο, προκειμένου να καταλήξει στο αποδεικτικό πόρισμα της
συνυπαιτιότητας της ανήλικης πεζής δεν έλαβε υπόψη τ` ακόλουθα μετ` επικλήσεως
προσκομισθέντα αποδεικτικά μέσα. α)την από 29.6.2007 έκθεση εξετάσεως του κατηγορουμένου
και ήδη πρώτου αναιρεσιβλήτου, καθώς και το από 4.7.2007 απολογητικό αυτού υπόμνημα στο
Τμήμα Τροχαίας Αγ. Παρασκευής, β)το από 24.1.2011 κλητήριο θέσπισμα της Εισαγγελίας
Πρωτοδικών Αθηνών με το οποίο παραπέμφθηκε σε δίκη ως κατηγορούμενος για τη σωματική
βλάβη της πεζής, και γ)την υπ.αρ.47139/2011 απόφαση του Μονομελούς Πλημ/κείου Αθηνών, με
την οποία καταδικάστηκε για την ως άνω πράξη σε ποινή φυλάκισης είκοσι μηνών από τα οποία
προκύπτουν οι ουσιώδεις των αναιρεσειόντων ισχυρισμοί αναφορικά με την ταχύτητα του
ζημιογόνου οχήματος, την υποχρέωση του οδηγού αυτού να παραχωρήσει προτεραιότητα
διέλευσης στην πεζή και την κίνηση της τελευταίας εντός της διάβασης των πεζών. Ο λόγος αυτός
πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος καθ` όσον, από τη διαλαμβανόμενη στην προσβαλλόμενη
απόφαση γενική διαβεβαίωση ότι για τη διαμόρφωση της ουσιαστικής κρίσεώς του έλαβε υπόψη
και όλα γενικώς τα έγγραφα που με επίκληση προσκομίζονται, μεταξύ των οποίων και τα έγγραφα
της ποινικής δικογραφίας που σχηματίσθηκε από τα αρμόδια προανακριτικά όργανα, δεν
καταλείπεται καμμία αμφιβολία ότι το Εφετείο συνεκτίμησε με τα άλλα αποδεικτικά μέσα και τα πιο
πάνω.

Επειδή κατά τη διάταξη του άρθρου 931 ΑΚ "η αναπηρία ή η παραμόρφωση που προξενήθηκε
στον παθόντα λαμβάνεται υπόψη κατά την επιδίκαση της αποζημίωσης αν επιδρά στο μέλλον
του". Η διάταξη αυτή προβλέπει επιδίκαση από το δικαστήριο χρηματικής παροχής στον παθόντα
αναπηρία ή παραμόρφωση, εφόσον συνεπεία αυτών επηρεάζεται το μέλλον του. Η χρηματική αυτή
παροχή δεν αποτελεί αποζημίωση, εφόσον η τελευταία εννοιολογικώς συνδέεται με την επίκληση
και απόδειξη ζημίας περιουσιακής, δηλαδή διαφοράς μεταξύ της περιουσιακής καταστάσεως μετά
το ζημιογόνο γεγονός και εκείνης που θα υπήρχε χωρίς αυτό. Η συνεπεία της αναπηρίας ή
παραμορφώσεως ανικανότητα προς εργασία, εφόσον προκαλεί στον παθόντα περιουσιακή ζημία,
αποτελεί βάση αξιώσεως προς αποζημίωση, που στηρίζεται στη διάταξη του άρθρου 929 Α.Κ.
(αξίωση διαφυγόντων εισοδημάτων). Ομως, η αναπηρία ή παραμόρφωση ως τοιαύτη δεν σημαίνει
κατ` ανάγκη πρόκληση στον παθόντα περιουσιακής ζημίας. Τούτο συμβαίνει σε ανήλικο, που δεν
έχει εισέλθει ακόμη στην παραγωγική διαδικασία και δεν μπορεί ήδη από την επέλευση της
αναπηρίας ή παραμορφώσεως να επικαλεσθεί περιουσιακή ζημία καθ` όσον, δεν μπορεί να γίνει
πρόβλεψη, ότι η αναπηρία ή παραμόρφωση θα προκαλέσει στον παθόντα συγκεκριμένη
περιουσιακή ζημία. Είναι όμως βέβαιο, ότι η αναπηρία ή παραμόρφωση ανάλογα με το βαθμό της
και τις λοιπές συντρέχουσες περιστάσεις (ηλικία, φύλο, κλίσεις και επιθυμίες του παθόντος)
οπωσδήποτε θα έχει δυσμενή επίδραση στην κοινωνική - οικονομική εξέλιξη τούτου, κατά τρόπο
όμως που δεν δύναται επακριβώς να προσδιορισθεί. Η δυσμενής αυτή επίδραση είναι δεδομένη και
επομένως, δεν δικαιολογείται εμμονή στην ανάγκη προσδιορισμού του ειδικού τρόπου της
επιδράσεως αυτής και των συνεπειών της στο κοινωνικό, οικονομικό μέλλον του παθόντος.
Προέχον και κρίσιμο είναι το γεγονός της αναπηρίας ή παραμορφώσεως ως βλάβης του σώματος ή
της υγείας του προσώπου, ως ενός αυτοτελούς έννομου αγαθού, που απολαύει και συνταγματικής
προστασίας, σύμφωνα με τις παραγράφους 3 και 6 του άρθρου 21 του Συντάγματος, όχι μόνο στις
σχέσεις των πολιτών προς το Κράτος, αλλά και στις μεταξύ τους σχέσεις, χωρίς αναγκαίως η
προστασία αυτή να συνδέεται με αδυναμία οικονομικών ωφελημάτων ή πλεονεκτημάτων. Ετσι,
ορθότερη κρίνεται η ερμηνεία της διατάξεως του άρθρου 931 Α.Κ., που την καθιστά εφαρμόσιμη,
σύμφωνα με την οποία προβλέπεται από τη διάταξη αυτή η επιδίκαση στον παθόντα αναπηρία ή
παραμόρφωση ενός εύλογου χρηματικού ποσού, ακριβώς λόγω της αναπηρίας και
παραμορφώσεως, χωρίς σύνδεση με συγκεκριμένη περιουσιακή ζημία, η οποία άλλωστε και δεν
δύναται να προσδιοριστεί (ΑΠ 670/2006). Το ποσό του επιδικαζομένου εύλογου χρηματικού ποσού
εξευρίσκεται με βάση το είδος και τις συνέπειες της αναπηρίας ή παραμορφώσεως αφενός και την
ηλικία του παθόντος αφετέρου, καθώς και με συνεκτίμηση του ποσοστού συνυπαιτιότητας του
τελευταίου στην πρόκληση της αναπηρίας ή της παραμορφώσεως του, όπως συμβαίνει και στην
περίπτωση της κατά τη διάταξη του άρθρου 932 Α.Κ. αξιώσεως χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω
ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης. Επομένως, για τον υπολογισμό της χρηματικής παροχής της
διατάξεως του άρθρου 931 Α.Κ. δεν έχουν εφαρμογή τα ισχύοντα επί της αξιώσεως αποζημιώσεως
του άρθρου 929 του ίδιου Κώδικα, όπου για τον καθορισμό αυτής προσδιορίζεται κατ` αρχήν το
ύψος της θετικής και αποθετικής ζημίας του παθόντος βλάβη του σώματος ή της υγείας του και το
ποσοστό αυτής μειώνεται κατά το ποσοστό της συνυπαιτιότητας του τελευταίου, αφού, κατά τα
προεκτεθέντα, η χρηματική παροχή της πρώτης διατάξεως δεν αποτελεί αποζημίωση, δεν
συνδέεται δηλαδή με συγκεκριμένη μελλοντική περιουσιακή ζημία, αλλά δίδεται για το γεγονός και
μόνο της αναπηρίας ή παραμορφώσεως και προσδιορίζεται κατά την εύλογη κρίση του
δικαστηρίου με βάση τους προεκτεθέντες προσδιοριστικούς παράγοντες. Εξ άλλου, κατά το άρθρο
559 αρ.1 εδ.α ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναιρέσεως, αν παραβιάστηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου.

Η παραβίαση εκδηλώνεται με ψευδή ερμηνεία, η οποία υπάρχει, όταν αποδίδεται στον κανόνα
έννοια διαφορετική από την αληθινή, ή με κακή εφαρμογή, η οποία υπάρχει, αν ο κανόνας δεν
εφαρμοστεί ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμοστεί εσφαλμένα. Στην
προκειμένη περίπτωση η προσβαλλόμενη απόφαση δέχθηκε τ` ακόλουθα αναφορικά με το αγωγικό
αίτημα από το άρθρο 931 ΑΚ "Για την αντιμετώπιση των ως άνω δυσμενών επιπτώσεων της
αναπηρίας της στο οικονομικό, επαγγελματικό και προσωπικό μέλλον της, δικαιούται,
πληρουμένων των προϋποθέσεων εφαρμογής της 931 ΑΚ, αποζημίωσης ύψους 70.000€ από το
οποίο όμως μετ` αφαίρεση του κριθέντος ποσοστού συνυπαιτιότητάς της, (30%) πρέπει να
επιδικαστεί το ποσό των 49.000 €". Επομένως, ο τέταρτος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως με τον
οποίο προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθμό 1 του άρθρου
559 ΚΠολΔ διότι το Εφετείο, με το να επιδικάσει την από το άρθρο 931 ΑΚ χρηματική παροχή στην
παθούσα από το ένδικο ατύχημα μειωμένη κατά το ποσοστό συνυπαιτιότητας της περί την
πρόκληση αυτού και τον επελθόντα συνεπεία αυτού τραυματισμό της, παραβίασε την ως ανωτέρω
ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 931 ΑΚ, πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος.

Επειδή ο προσδιορισμός του επιδικαζόμενου εύλογου χρηματικού ποσού κατ` άρθρο 931 ΑΚ
καθώς και του ποσού της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης κατ` άρθρο 932 ΑΚ αφέθηκε στην
ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας η σχετική κρίση του οποίου δεν υπόκειται στον έλεγχο
του Αρείου Πάγου, αφού αυτή σχηματίζεται από την εκτίμηση πραγματικών γεγονότων (αρθρ. 561
παρ.1 ΚΠολΔ) χωρίς την υπαγωγή του πορίσματος σε νομική έννοια, ώστε να μπορεί να νοηθεί
εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, είτε ευθέως (αριθμός 1 εδ. α του άρθρου 559 ΚΠολΔ), είτε εκ
πλαγίου (αριθμός 19 του ίδιου), άρθρου είτε παράβαση διδαγμάτων κοινής πείρας (αριθμός 1 εδ. β
του άρθρου 559 ΚΠολΔ). Επομένως, η σχετική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας στον καθορισμό
του ύψους των ως άνω ποσών αφέθηκε στην ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου και δεν υπόκειται
στον έλεγχο του Ακυρωτικού, ούτε και από άποψη παραβιάσεως ή μη της αρχής της
αναλογικότητας που εισάγεται ως νομικός κανόνας με τη διάταξη του άρθρου 25 παρ.1 του
Συντάγματος. Επί του προκειμένου το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφαση δέχθηκε τ`
ακόλουθα, εκτός άλλων αναφορικά με το αγωγικό αίτημα από το άρθρο 931 ΑΚ "Από τα
προεκτιθέμενα είναι σαφές ότι πλέον της ηθικής βλάβης που έχει υποστεί από τον κατά το ένδικο
ατύχημα τραυματισμό της, ο τελευταίος έχει σοβαρή δυσμενή επίδραση από οικονομικής πλευράς
στο μέλλον της, το οικονομικό και το προσωπικό - οικογενειακό - κοινωνικό αφού μόνο ως άτομο
με ειδικές ανάγκες μπορεί να αντιμετωπισθεί, γεγονός, που δεν της παρέχει καμμία προοπτική
επαγγελματικής εξέλιξης, ενώ, δεν θα έχει ποτέ την δυνατότητα να κάνει οικογένεια και παιδιά. Για
την αντιμετώπιση των ως άνω δυσμενών επιπτώσεων της αναπηρίας της στο οικονομικό,
επαγγελματικό και προσωπικό μέλλον της, δικαιούται, πληρουμένων των προϋποθέσεων
εφαρμογής της 931 ΑΚ αποζημίωσης ύψους 70.000 €, από το οποίο όμως, μετ` αφαίρεση του
κριθέντος ποσοστού συνυπαιτιότητάς της (30%) πρέπει να επιδικασθεί το ποσό των 49.000 €, το
οποίο αποτελεί την αποκαταστατέα ζημία της από την ανωτέρω αιτία". Περαιτέρω, αναφορικά με
το αγωγικό αίτημα από το άρθρο 932 ΑΚ δέχθηκε τ` ακόλουθα: "Εκτός όμως από την κατά τα
ανωτέρω περιουσιακή ζημία της η ανήλικη παθούσα, λόγω του ένδικου τραυματισμού της
εδοκίμασε πόνο, θλίψη και μεγάλη ταλαιπωρία και δικαιούται προς αποκατάσταση της ηθικής
βλάβης που υπέστη χρηματική ικανοποίηση. Το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη τις συνθήκες του
ατυχήματος, την υπαιτιότητα του οδηγού του ζημιογόνου αυτοκινήτου, την συνυπαιτιότητα της
πεζής παθούσας, την έκταση και το είδος της βλάβης της υγείας της, την ηλικία της (13,5 χρονών
κατά το χρόνο του ατυχήματος) και την κοινωνικοοικονομική κατάσταση των διαδίκων φυσικών
προσώπων, κρίνει ότι το ποσό που πρέπει να επιδικασθεί για την αιτία αυτή ανέρχεται στο ποσό
των 70.000 €. Με τον πέμπτο λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως προσάπτεται στην προσβαλλόμενη η
πλημμέλεια από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, διότι το Εφετείο, με το να επιδικάσει για τις
προεκτεθείσες αιτίες το ως ανωτέρω χρηματικό ποσό παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 931 ΑΚ
και 932 ΑΚ διότι εσφαλμένα ερμήνευσε την αόριστη νομική έννοια του ευλόγου σε σχέση με τη
βαρύτητα των σωματικών βλαβών που υπέστη η πεζή. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως
απαράδεκτος διότι η κρίση του δικαστηρίου ως προς το ζήτημα αυτό είναι αναιρετικώς ανέλεγκτη.

Επειδή, από τη διάταξη του άρθρου 10 παρ.5 του ν.δ. 4104/1965, όπως αντικ. με το άρθρο 18
παρ.1 του ν. 4476/1965 σε συνδυασμό με το άρθρο 18 του ν.1654/1986 προκύπτει, ότι σε
περίπτωση αναπηρίας ή θανάτωσης ασφαλισμένου στο ΙΚΑ, η αξίωση αποζημίωσης του
ασφαλισμένου ή των δικαιούχων μελών της οικογενείας του, που απορρέει από τα άρθρα 928 και
929 ΑΚ κατά του υπόχρεου, μεταβιβάζεται αυτοδικαίως στο ΙΚΑ από την ημέρα που γεννήθηκε η
σχετική αξίωση. Για να λειτουργήσει το σύστημα της αυτοδίκαιης μεταβίβασης στο ΙΚΑ της αξίωσης
αποζημίωσης του παθόντα ή των δικαιοδόχων του κατά του ζημιώσαντος τρίτου, πρέπει να
συντρέχει ποιοτική και ποσοτική αντιστοιχία μεταξύ των παροχών του ΙΚΑ προς τον ασφαλισμένο
ή τα μέλη της οικογενείας του και των αξιώσεων αποζημίωσης του παθόντος ή των δικαιοδόχων
του κατά του υπόχρεου τρίτου. Η αντιστοιχία αυτή συντρέχει όταν αμφότερες οι παροχές είναι
ομοειδείς και υπηρετούν τον ίδιο σκοπό. Τούτο συμβαίνει όταν οι παροχές αυτές τελούν μεταξύ
τους υπό χρονική και ποιοτική άποψη σε μία εσωτερική συνάφεια. Εφ` όσον συντρέξουν οι
προϋποθέσεις αυτές, επέρχεται η μεταβίβαση της απαίτησης στο ΙΚΑ. Στην εφαρμογή του άρθρου
18 ν. 1654/1986 εμπίπτει και το καταβαλλόμενο από το ΙΚΑ στους ασφαλισμένους του υπό τις
προβλεπόμενες προϋποθέσεις (αρθρ.42 παρ.1 Ν. 1140/1981 και 16 παρ.1 Ν. 2042/1992)
παραπληγικό επίδομα. Το ποσό αυτό είναι ίσο για όλους τους δικαιούχους και αντιστοιχεί στο
20πλάσιο του ημερομισθίου ανειδίκευτου εργάτη, όπως αυτό ισχύει κάθε φορά. Η καταβολή
αρχίζει από την ημερομηνία υποβολής της σχετικής αιτήσεως. Το επίδομα αυτό σκοπό έχει την
αντιμετώπιση των ειδικών αναγκών οι οποίες ανακύπτουν για τον πάσχοντα από τετραπληγία.

Μεταξύ αυτού και της αντίστοιχης αξιώσεως αποζημιώσεως που στηρίζεται στην ΑΚ 929 υπάρχει
σχέση αντιστοιχίας και επομένως, λειτουργεί η αυτοδίκαιη μεταβίβαση στο ΙΚΑ της σχετικής
αξιώσεως αποζημιώσεως. Εξ άλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.1 εδ. α ΚΠολΔ, λόγος
αναίρεσης για ευθεία παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, ιδρύεται αν αυτός δεν εφαρμόστηκε,
ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, ή αν εφαρμόστηκε ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν
το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή. Στην
περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ` ουσίαν την υπόθεση, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού
δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχθηκε ότι
αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος
αυτός αναίρεσης αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν φανερή την παραβίαση.
Τούτο συμβαίνει όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο παρότι τα πραγματικά περιστατικά που
δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε
εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη στο πραγματικό της οποίας αυτά
δεν υπάγονται.

Στην προκειμένη περίπτωση η προσβαλλόμενη απόφαση δέχτηκε ανελέγκτως τα ως κατωτέρω
αναφορικά με την αγωγική αξίωση της αναιρεσείουσας καταβολής αποζημίωσης για δαπάνη
οικιακής βοηθού και αποκλειστικής νοσοκόμας λόγω της ειδικής κατάστασης που περιήλθε μετά το
ατύχημα. Αλλά και μετά την έξοδο της από το Εθνικό Ιδρυμα Αποκατάστασης Αναπήρων, και
συγκεκριμένα από 7.7.2007 μέχρι 31.7.2009 η παθούσα αδυνατούσε πλήρως να αυτοεξυπηρετηθεί
και είχε ανάγκη επί 24ώρου βάσεως τις ίδιες υπηρεσίες και φροντίδες όπως και κατά το
προηγούμενο διάστημα. Τις υπηρεσίες αυτές που της προσέφεραν και το προηγούμενο χρονικό
διάστημα, εξακολουθούσαν να της προσφέρουν οι ίδιες συγγενείς της, οι οποίες αποτιμώνται στο
ποσό των 1.000 € μηνιαίως καθ` όλο το επίδικο χρονικό διάστημα, όπως κατ` ορθή εκτίμηση των
αποδείξεων αποτιμήθηκαν οι υπηρεσίες αυτές μηνιαίως από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και όσα
αντίθετα με τα ανωτέρω ισχυρίζονται οι εκκαλούντες με τις εφέσεις τους είναι απορριπτέα ως κατ`
ουσίαν αβάσιμα. Ως έμμεσα ασφαλισμένη στο ΙΚΑ η παθούσα εξετάσθηκε από την αρμόδια Υγ/κή
επιτροπή με την υπ` αριθμ. 2067/2007 απόφαση της οποίας κρίθηκε ότι είχε ποσοστό αναπηρίας
(70%), γεγονός και από το οποίο επιβεβαιώνεται η αδυναμία αυτοεξυπηρέτησής της κατά το
επίδικο διάστημα (μέχρι 31.7.2009). Οπως δε προκύπτει από την από 12.10.2010 υπ` αριθμ. πρωτ.
7040/2010 βεβαίωση του Τμήματος Υπηρεσιών του Υπ/τος Χαλανδρίου του ΙΚΑ της χορηγήθηκε
από 11.7.2007 μέχρι 31.7.2010 εξωιδρυματικό επίδομα παραπληγίας, ύψους για το χρονικό
διάστημα από 1.1.2008 μέχρι 31.8.2008 608 €, για το χρονικό διάστημα από 1.9.2008 μέχρι
30.4.2009 626,40 € και για το χρονικό διάστημα από 1.5.2009 μέχρι 31.7.2010 660,80 €. Το
εξωιδρυματικό αυτό επίδομα που χορηγείται από το ΙΚΑ αντιστοιχεί και χρονικά με την αξίωσή της
για αποζημίωσή της για τη δαπάνη (πραγματική ή πλασματική) αμοιβής οικιακής βοηθού καθ` όλο
το διάστημα από της εξόδου της από το Ίδρυμα Αποκατάστασης (7.7.2007) μέχρι και 31.7.2009,
το οποίο έχει την ίδια αιτία με την ως άνω αξίωσή της, για αντιμετώπιση των αυξημένων αναγκών
οι οποίες ανέκυψαν συνεπεία της αδυναμίας αυτοεξυπηρέτησής της και της αυξημένης φροντίδας
περιποίησης και βοήθειας από τρίτο πρόσωπο. Το μηνιαίως καταβαλλόμενο από το ΙΚΑ
εξωιδρυματικό επίδομα παραπληγίας, το οποίο μειώνει ισόποσα τη ζημία της, θα πρέπει να
αφαιρεθεί από το ποσό το οποίο λαμβανομένης υπόψη της συνυπαιτιοτητάς της (30%), δικαιούται
κατά την 930 §3 ΑΚ να αξιώσει από τους υπαιτίους του τραυματισμού της όπως αναλυτικά
προεκτίθεται. Έτσι, το ποσό που αποτελεί την για την ανωτέρω αιτία αποκαταστατέα ζημία της, θα
προκύψει από την αφαίρεση του καταβαλλομένου από το ΙΚΑ επιδόματος, από το ποσό των 700 €
(1.000 € μηνιαίως η αποτίμηση των υπηρεσιών των συγγενών της -30% το ποσοστό
συνυπαιτιοτητάς της στην πρόκληση του ενδίκου ατυχήματος και του κατ` αυτό τραυματισμού
της), το οποίο ανέρχεται για τους πέντε μήνες του 2007 (7ος - 12ος) στο ποσό των 112,2 €
μηνιαίως (700-587,80) και συνολικά για το παραπάνω πεντάμηνο στο ποσό των 561 € (112,2 €
μηνιαίως Χ 5 μήνες), για τους οκτώ μήνες του 2008 (από 1.1.2008 μέχρι 31.8.2008), στο ποσό
των 92 € μηνιαίως (700-608) και συνολικά στο ποσό των 736 € (92 € Χ 8 μήνες), για τους οκτώ
επόμενους μήνες (από 1.9.2008 μέχρι 30.4.2009) στο ποσό των 73,6 € μηνιαίως (700-626,40) και
συνολικά στο ποσό των 588,80 € (73,6 € μηνιαίως Χ 8 μήνες) και για το υπόλοιπο επίδικο χρονικό
διάστημα των τριών μηνών από 1.5.2009 μέχρι 31.7.2009, το ποσό των 39,2 € μηνιαίως (700-
660,80) και συνολικά το ποσό των 117,6 € (39,2 μηνιαίως Χ 3 μήνες). Συνολικά επομένως για όλο
το επίδικο διάστημα από 7.7.2007 μέχρι 31.7.2009, η αποκαταστατέα ζημία της για την ανωτέρω
αξίωσή της ανέρχεται στο ποσό των 2003,4 (561 + 736 + 588,80 + 117,6) ευρώ.

Ετσι που έκρινε το Εφετείο, ορθά εφήρμοσε τις διατάξεις ουσιαστικού δικαίου που
προπαρατέθηκαν και ο έκτος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως από τον αριθμό 1 του άρθρου 559
ΚΠολΔ, της παραβίασης των διατάξεων αυτών, διότι το μηνιαίως καταβαλλόμενο από το ΙΚΑ
εξωιδρυματικό επίδομα παραπληγίας δεν αντιστοιχεί ποιοτικά και ποσοτικά στην ένδικη αξίωση της
αναιρεσείουσας καταβολής αποζημιώσεως για τις προεκτεθείσες αιτίες, είναι ουσιαστικά αβάσιμος
και πρέπει επομένως ν` απορριφθεί.

Επειδή, με βάση τα προεκτιθέμενα, πρέπει κατά παραδοχή του τέταρτου λόγου της αιτήσεως
αναιρέσεως να γίνει δεκτή η από 10.1.2012 αίτηση για αναίρεση της 3688/2011 απόφασης του
Εφετείου Αθηνών κατά το μέρος αυτό, να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση κατά
διορθωτική με συμπλήρωση, ερμηνεία του άρθρου 580 παρ.3 ΚΠολΔ όπως αντικαταστάθηκε με το
άρθρο 12 παρ.4 του ν.4055/2012, στο ίδιο Εφετείο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές και να
καταδικασθούν οι αναιρεσίβλητοι σε ανάλογο προς την έκταση της ήττας τους μέρος της
δικαστικής δαπάνης της αναιρεσείουσας (αρθρ. 178, 183 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Αναιρεί την 3688/2011 απόφαση του Εφετείου Αθηνών κατά το μέρος που αναφέρεται στο
σκεπτικό.

Παραπέμπει την υπόθεση κατά το μέρος τούτο προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο,
συγκροτούμενο από άλλους δικαστές.

Και

Καταδικάζει του αναιρεσίβλητους σε μέρος των δικαστικών εξόδων της αναιρεσείουσας, τα οποία
ορίζει σε χίλια τετρακόσια (1.400) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 15 Φεβρουαρίου 2013.

Και

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 28 Μαρτίου 2013.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου