.

.

Κυριακή 29 Μαρτίου 2015

ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ



3808/2014 ΕΦ ΑΘ ( 625386)


(Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)

Προστασία προσωπικών δεδομένων. Προσβολή προσωπικότητας. Εκταση προστασίας. Προσβολή

ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων. Προβολή εικόνας προσώπου ή αποκάλυψη στοιχείων του

ιδιωτικού βίου του απεικονιζόμενου. Ελευθεροτυπία. Δικαίωμα πληροφόρησης του κοινού. Εννοια

αρχείου και επεξεργασίας. Ευθύνη ιδιοκτήτη εντύπου, συντάκτη και εκδότη εντύπου. Αρση

παρανόμου χαρακτήρα. Προϋποθέσεις. Δημοσίευση σε έντυπο φωτογραφιών της εκκαλούσας-

ενάγουσας σε ιδιωτικές στιγμές με τρίτο δημόσιο πρόσωπο οι οποίες λήφθηκαν από τα αρχεία

εγκληματολογικής υπηρεσίας. Κρίθηκε ότι δεν ήταν αναγκαία για την πληροφόρηση του κοινού η

δημοσίευση των επίμαχων φωτογραφιών που προέρχονταν από βιντεοσκόπηση της ίδιας της

ενάγουσας. Η πληροφόρηση μπορούσε να ικανοποιηθεί και μόνο με την δημοσίευση της εκθέσεως

της αστυνομίας. Η επίσκεψή της εκκαλούσας στα ΜΜΕ για την υπόθεσή της δεν σημαίνει και

συναίνεση. Το θέμα είχε καλυφθεί σε προηγούμενο τεύχος της εφημερίδας. Δεν έχει καμία επιρροή ο

ισχυρισμός ότι υπήρχαν και τολμηρότερες φωτογραφίες που δεν δημοσιεύτηκαν. Η δημοσίευση

των φωτογραφιών εξυπηρετούσε μόνο την αδηφάγα περιέργεια του κοινού και οικονομικά οφέλη

όπως αύξηση της κυκλοφορίας της εφημερίδας. Παράβαση της αρχής της αναλογικότητας.

Απορρίπτει έφεση εναγομένων. Απορρίπτει έφεση ενάγουσας για την επιδίκαση μεγαλύτερου ποσού

ως ηθική βλάβη. Απορρίπτει λόγο έφεσης για την απόρριψη του αιτήματος της προσωπικής

κράτησης ως μέσου εκτέλεσης της απόφασης και απορρίπτει ως αόριστο και αβάσιμο λόγο έφεσης

για τα δικαστικά έξοδα. Απορρίπτει εφέσεις κατά της με αριθ. 2308/2013 απόφασης του

Πολυμελούς

Πρωτοδικείου Αθηνών.



Αριθμός 3808/2014



ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

15ο ΤΜΗΜΑ



Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές, Σοφία Ντάντου, Πρόεδρο Εφετών, Κυριάκο Φώσκολο, Μαρία

Γιαννούλη - Εισηγήτρια, Εφέτες και από τη Γραμματέα Αικατερίνη Κούρκουλα.



Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 3 Απριλίου 2014, για να δικάσει την

παρακάτω υπόθεση μεταξύ:



[...]

Αφού μελέτησε τη δικογραφία



Σκέφθηκε σύμφωνα με το νόμο



Οι κρινόμενες, από 10-7-2013 (αριθμός κατάθεσης 4071/2013), 17-6-2013 (αριθμός κατάθεσης

4143/2013) εφέσεις, κατά της με αριθμό 2308/2013 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς

Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των

διαφορών που αφορούν προσβολές από δημοσιεύματα ή ραδιοτηλεοπτικές εκπομπές (άρθρο 681

Δ΄ ΚΠολΔ) έχουν ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και εμπρόθεσμα, εφόσον η

εκκαλούμενη απόφαση επιδόθηκε στους εναγόμενους στις 2 Ιουλίου 2013 (βλ. με αρ 11139Δ/2013

έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών Αντωνίου Παπαγιαννούλα),

τα δε εφετήρια κατατέθηκαν, της μεν ενάγουσας, στις 16-7-2013, των δε εναγομένων στις 17-7-

2013 (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ.1, 591 παρ. 1 και 681 Δ΄ παρ. 4 και 5

ΚΠολΔ).. Πρέπει, επομένως, να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν περαιτέρω κατά την ίδια

ως άνω ειδική διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 533 παρ.

1 ΚΠολΔ).



Με την από 11-9-2008 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου 8517/2008 αγωγή της ενώπιον του

Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η ενάγουσα ισχυρίστηκε ότι στο αριθ. 151 φύλλο της από 13-

1-2008 εβδομαδιαίας εφημερίδας με τον τίτλο «......», της οποίας ιδιοκτήτρια και εκδότρια είναι η

πρώτη εναγομένη εταιρεία και μέλη της συντακτικής της ομάδας οι λοιποί εναγόμενοι,

δημοσιεύτηκαν, χωρίς τη συγκατάθεσή της, επτά (7) φωτογραφίες, δύο εκ των οποίων είναι ίδιες

και απεικονίζουν την ίδια με έτερο πρόσωπο σε ερωτικές περιπτύξεις και οι τρεις απεικονίζουν το

χώρο όπου έγιναν οι ερωτικές αυτές περιπτύξεις. Οτι το φύλλο της εφημερίδας

επανακυκλοφόρησε, λόγω εξάντλησής του, και την επομένη, στις 14-1-2008. Οτι οι φωτογραφίες

αυτές συνιστούν τμήμα συνόλου 46 φωτογραφιών, που επισυνάπτονται σε έκθεση εργαστηριακής

εξέτασης της Ελληνικής Αστυνομίας, η οποία συντάχθηκε στα πλαίσια εξελισσόμενης τότε

ανακριτικής διαδικασίας, με την ίδια την ενάγουσα κατηγορούμενη και προσωρινά κρατούμενη.

Οτι με τη δημοσίευση των φωτογραφιών αυτών οι εναγόμενοι προέβησαν σε παράνομη

επεξεργασία ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων της, και προσέβαλαν την εικόνα της, ως

ιδιαίτερη έκφανση της προσωπικότητάς της, την τιμή και την υπόληψή της. Οτι για τους ανωτέρω

λόγους υπέστη ηθική βλάβη για την οποία δικαιούται χρηματική ικανοποίηση. Με βάση το ιστορικό

αυτό η ενάγουσα ζήτησε, ύστερα από νομότυπο περιορισμό του αιτήματος της αγωγής και

μετατροπή του σε εν μέρει αναγνωριστικό, (άρθρ. 223 εδ. β 295 παρ. 1 εδ. β` και 297 ΚΠολΔ): α)

να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον να της καταβάλουν το ποσό των

99.920 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη από την προσβολή της

προσωπικότητάς της, β) να αναγνωριστεί ότι οι εναγόμενοι υποχρεούνται να της καταβάλουν, εις

ολόκληρον, το ποσό των 900.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που

υπέστη από την προσβολή της προσωπικότητάς της, αμφότερα τα παραπάνω ποσά με το νόμιμο

τόκο από την επίδοση της αγωγής γ) να απαγγελθεί σε βάρος των δεύτερου, τρίτου, τέταρτου,

πέμπτου, έκτου, έβδομου, όγδοου, ένατου των εναγομένων, προσωπική κράτηση διάρκειας ενός

(1) έτους, ως μέσο εκτέλεσης της απόφασης δ) να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι στο μέλλον να

παραλείπουν τη δημοσίευση φωτογραφιών της ερωτικού ή παρεμφερούς περιεχομένου, με την

απειλή χρηματικής ποινής 2.950 ευρώ σε βάρος κάθε εναγόμενου για κάθε παραβίαση της ως άνω

υποχρέωσής τους και προσωπικής τους κράτησης διάρκειας έξι (6) μηνών ε) να διαταχθεί εντός

δεκαπέντε ημερών από την επίδοση της απόφασης η καταχώρηση περίληψης της απόφασης στην

εφημερίδα «...........», με την απειλή χρηματικής ποινής 2.950 ευρώ σε βάρος εκάστου των

εναγομένων για κάθε ημέρα καθυστέρησης. Επίσης ζήτησαν να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά

εκτελεστή και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στα δικαστικά της έξοδα. Το Πρωτοβάθμιο

Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφαση, δικάζοντας την αγωγή κατά την ειδική διαδικασία των

διαφορών που αφορούν προσβολές από δημοσιεύματα ή ραδιοτηλεοπτικές εκπομπές (άρθρο 681

Δ΄ ΚΠολΔ), έκρινε νόμιμη την αγωγή με έρεισμα τις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 914, 932, 29,

346 Α.Κ. 361 ΠΚ. 2. 4 παρ.1, 7, 11, 12, 13 Ν.2472/1997. 2 παρ.1, 5 παρ.1, 9 και 106 παρ.2 Σ, 907,

908, 947 1047, 176 Κ.Πολ.Δ., αρθρ. μόνο 1178/1981 απορρίπτοντας ως, μη νόμιμα μετά την εν

μέρει τροπή του καταψηφιστικού αιτήματος σε αναγνωριστικό, τα αναγνωριστικά αιτήματα: α)

περί κήρυξης της απόφασης προσωρινά εκτελεστής και β) περί απαγγελίας προσωπικής κράτησης

σε βάρος των εναγομένων, ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης που θα εκδοθεί. Στη

συνέχεια δικάζοντας επί της ουσίας , δέχθηκε εν μέρει την αγωγή και υποχρέωσε τους εναγόμενους

τον καθένα εις ολόκληρο να καταβάλλουν στην ενάγουσα το ποσό των 50.000 ευρώ με το νόμιμο

τόκο από την επίδοση της αγωγής. Επίσης κήρυξε την απόφαση προσωρινά εκτελεστή για το ποσό

των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ, υποχρέωσε τους εναγόμενους να παραλείπουν στο μέλλον τη

δημοσίευση φωτογραφιών της ενάγουσας σε προσωπικές της στιγμές με το έτερο πρόσωπο των

φωτογραφιών, απείλησε σε βάρος των εναγομένων για κάθε παράβαση των υποχρεώσεων της

προηγούμενης διάταξης τη χρηματική ποινή των δύο χιλιάδων (2.000) ευρώ και προσωπική

κράτηση του 2ου έως 9ου των εναγομένων, διάρκειας τριών (3) μηνών, διέταξε την πρώτη

εναγομένη να δημοσιεύσει περίληψη της απόφασης στην εφημερίδα «.......» στην ίδια θέση και με

την ίδια έκταση με τις επιλήψιμες φωτογραφίες, μετά από 15 ημέρες από την επίδοση της

τελεσίδικης απόφασης και σε περίπτωση καθυστέρησης να επιβληθεί σε βάρος της χρηματική ποινή

ύψους 2.000 ευρώ για κάθε ημέρα καθυστέρησης. Κατά της άνω απόφασης, παραπονούνται τώρα

η ενάγουσα και οι εναγόμενοι, με τις κρινόμενες εφέσεις τους, για τους περιεχόμενους σ’ αυτές

λόγους, η εξέταση των οποίων ακολουθεί και ζητούν την εξαφάνισή της ώστε, κατά μεν την

ενάγουσα να γίνει εξ ολοκλήρου δεκτή η αγωγή της, κατά δε τους εναγόμενους να απορριφθεί στο

σύνολό της η αγωγή.



Κατά το άρθρο μόνο § 1 του ν. 1178/1981 "Περί αστικής ευθύνης του τύπου και άλλων τινών

διατάξεων", ο ιδιοκτήτης κάθε εντύπου υποχρεούται σε πλήρη αποζημίωση για την παράνομη

περιουσιακή ζημία, καθώς και σε χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που προξενήθηκε

υπαίτια με δημοσίευμα, το οποίο θίγει την τιμή ή την υπόληψη κάθε ατόμου, έστω και αν η κατά

το άρθρο 914 του ΑΚ υπαιτιότητα, η κατά το άρθρο 919 του ΑΚ πρόθεση και η κατά το άρθρο

920 του ΑΚ γνώση ή υπαίτια άγνοια συντρέχει στο συντάκτη του δημοσιεύματος ή αν ο τελευταίος

είναι άγνωστος στον εκδότη ή στο διευθυντή συντάξεως του εντύπου. Στην § 2 του ιδίου άρθρου,

όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο μόνο § 4 του ν. 2243/1994, η κατά το άρθρο 932 του

ΑΚ χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης του αδικηθέντος από κάποια από τις

προβλεπόμενες στην προηγούμενη παράγραφο πράξεις ορίζεται, εφόσον αυτές τελέστηκαν δια του

τύπου, κατά την κρίση του δικαστή, όχι κατώτερη των αναφερόμενων κατά περίπτωση ποσών.

Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει σαφώς ότι αναφέρονται μόνο στην ευθύνη του ιδιοκτήτη του

εντύπου, φυσικού ή νομικού προσώπου, και όχι στον συντάκτη του επιλήψιμου δημοσιεύματος ή

τον εκδότη του εντύπου (αν αυτός δεν ταυτίζεται με τον ιδιοκτήτη) ή τον διευθυντή συντάξεως.

Ο συντάκτης (του επιλήψιμου δημοσιεύματος), ο εκδότης (αν δεν είναι και ιδιοκτήτης του

εντύπου) ή ο διευθυντής συντάξεως ευθύνονται προς αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας ή

της ηθικής βλάβης που έχει προκληθεί από επιλήψιμο δημοσίευμα, κατά τις κοινές διατάξεις των

άρθρων 57, 59, 914, 919, 920, 932 του ΑΚ σε συνδυασμό με τα άρθρα 361 - 363 του ΠΚ. Από τα

άρθρα 57 και 59 του ΑΚ συνάγονται τα εξής: Οποιος παράνομα προσβάλλεται στην

προσωπικότητά του, νοούμενη ως το προστατευόμενο από το Σύνταγμα (άρθρ. 2 παρ.1) σύνολο

των αξιών που απαρτίζουν την ουσία του ανθρώπου, έχει δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η

προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον. Σε περίπτωση δε που η παράνομη προσβολή της

προσωπικότητας υπήρξε και υπαίτια, το δικαστήριο μπορεί επιπλέον να καταδικάσει τον

προσβολέα να ικανοποιήσει την ηθική βλάβη, που τυχόν έχει επέλθει, ιδίως με πληρωμή

χρηματικού ποσού. Προσβολή της προσωπικότητας δημιουργείται με οποιαδήποτε πράξη ή

παράλειψη τρίτου με την οποία διαταράσσεται η κατάσταση που υπάρχει σε μια ή περισσότερες

εκδηλώσεις της σωματικής, ψυχικής, πνευματικής και κοινωνικής ατομικότητας του βλαπτομένου

κατά τη στιγμή της προσβολής. Η προσβολή είναι παράνομη όταν η επέμβαση στην

προσωπικότητα του άλλου δεν είναι επιτρεπτή από το δίκαιο ή γίνεται σε ενάσκηση δικαιώματος,

το οποίο όμως είναι από άποψη έννομης τάξης μικρότερης σπουδαιότητας, είτε ασκείται

καταχρηστικά. Ενόψει της σύγκρουσης των προστατευόμενων αγαθών προς τα προστατευόμενα

αγαθά της προσωπικότητας των άλλων ή προς το συμφέρον της ολότητας, θα πρέπει να

αξιολογούνται και να σταθμίζονται στη συγκεκριμένη περίπτωση τα συγκρινόμενα έννομα αγαθά

και συμφέροντα για την διακρίβωση της ύπαρξης προσβολής του δικαιώματος επί της

προσωπικότητας και ο παράνομος χαρακτήρας της. Τα έννομα αγαθά που περικλείονται στο

δικαίωμα της προσωπικότητας (η τιμή, η ιδιωτική ζωή, η εικόνα, η σφαίρα του απορρήτου, κ.ά.)

δεν αποτελούν αυτοτελή δικαιώματα αλλά επιμέρους εκδηλώσεις, εκφάνσεις ή πλευρές του ενιαίου

δικαιώματος επί της ιδίας προσωπικότητας, έτσι ώστε η προσβολή οποιασδήποτε εκφάνσεως της

προσωπικότητας να σημαίνει και προσβολή της συνολικής έννοιας προσωπικότητα. Η εικόνα του

ανθρώπου ανήκει όχι στο κοινό αλλά μόνο σε εκείνον που παριστάνει και γι` αυτό η από άλλον

αποτύπωση, με φωτογράφηση ή άλλον τρόπο, ή η προβολή αυτής δημοσίως, χωρίς τη συναίνεση

του εικονιζόμενου, αποτελεί, καθαυτή, παράνομη προσβολή της προσωπικότητας, δηλαδή του

δικαιώματος επί της ιδίας εικόνας, και δεν απαιτείται να προσβάλλεται συγχρόνως και άλλο αγαθό

της προσωπικότητάς του, όπως το απόρρητο της ιδιωτικής του ζωής, ή η υπόληψή του. Αν συμβεί

και το εικονιζόμενο πρόσωπο εμφανίζεται κάτω από συνθήκες που παραβιάζουν το απόρρητο της

ιδιωτικής του ζωής, με την αποκάλυψη στοιχείων της, όπως η κατάσταση της υγείας του, ή που

μειώνουν την υπόληψή του, όπως όταν συνοδεύεται με δυσμενείς κρίσεις, εκτιμήσεις ή

συμπεράσματα, που είναι αληθή μεν αλλά ελλιπή και έχουν σχέση με την προσωπική κατάσταση

του εικονιζόμενου, δημιουργούν δε εσφαλμένες εντυπώσεις και αρνητικό κλίμα εις βάρος του, τότε

προσβάλλονται περισσότερες εκφάνσεις της προσωπικότητάς του (εικόνα, απόρρητο ιδιωτικού

βίου, υπόληψη), και η προσβολή είναι σημαντικότερη. Παράνομη προσβολή της προσωπικότητας,

η οποία κατά την έννοια των άνω διατάξεων απαγορεύεται, συνιστά και η χρησιμοποίηση της

εικόνας του προσώπου για εμπορική εκμετάλλευση χωρίς τη συναίνεσή του, έστω και αν δεν

συνιστά μείωση της τιμής ή υπολήψεώς του ή παραβίαση του απορρήτου της ιδιωτικής του ζωής.



Στην περίπτωση αυτή η προσβολή του προσώπου καθίσταται βαρύτερη, όταν, στην

χρησιμοποιούμενη εικόνα, το πρόσωπο απεικονίζεται γυμνό ή ημίγυμνο, έστω και αν η

φωτογράφησή του σε τέτοια κατάσταση είχε γίνει στο παρελθόν, για άλλους λόγους, με τη

συναίνεσή του. Η συναίνεση δεν υπόκειται σε ορισμένο τύπο και δύναται να δοθεί ρητώς ή

σιωπηρώς. Το δικαίωμα που έχει κάθε άνθρωπος στην εικόνα αυτού προσβάλλεται αυτοτελώς,

χωρίς να είναι ανάγκη να προσβάλλεται συγχρόνως και άλλο αγαθό της προσωπικότητας του, γιατί

το δικαίωμα αυτό συνάπτεται περισσότερο με το δικαίωμα της ελευθερίας που έχει κάθε άνθρωπος

να εμφανίζεται δημόσια ο ίδιος ή η εικόνα του (που αποτελεί την εξωτερική μορφή του), μόνο όταν

αυτός το θέλει. Αν η προβολή της εικόνας ή η αποκάλυψη στοιχείων του ιδιωτικού βίου του

απεικονιζόμενου γίνεται από πρόσωπο που άμεσα συνδέεται με τη λειτουργία του τύπου, γίνεται δε

κατ` αυτήν τη λειτουργία, η οποία, κατά το Σύνταγμα (άρθρ. 14 παρ. 1 και 2) είναι ελεύθερη,

εφόσον ο απεικονιζόμενος δεν αποτελεί πρόσωπο που ενδιαφέρει το κοινωνικό σύνολο, το

παράνομο της προσβολής της προσωπικότητάς του με την αποτύπωση ή έκθεση της εικόνας και

τη δημοσιοποίηση στοιχείων του ιδιωτικού βίου του αίρεται με την ρητή ή σιωπηρή οικεία

συναίνεση ή έγκρισή του ή εφόσον συντρέχουν λόγοι που θεμελιώνονται στην ανάγκη προστασίας

δικαιολογημένου συμφέροντος. Προϋποθέσεις για την εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων είναι α)

η προσβολή του δικαιώματος της προσωπικότητας, η οποία προκαλείται με οποιαδήποτε πράξη ή

παράλειψη τρίτου και με την οποία διαταράσσεται η κατάσταση που υπάρχει σε μία ή περισσότερες

εκδηλώσεις της σωματικής, ψυχικής, πνευματικής και κοινωνικής ατομικότητας του βλαπτομένου

κατά τη στιγμή της προσβολής, β) η προσβολή να είναι παράνομη πράγμα που συμβαίνει όταν η

προσβολή γίνεται χωρίς δικαίωμα ή κατ` ενάσκηση μεν δικαιώματος το οποίο όμως είναι από

άποψη έννομης τάξης μικρότερης σπουδαιότητας, είτε ασκείται υπό περιστάσεις που καθιστούν

την άσκηση αυτού καταχρηστική σύμφωνα με το άρθρο 281 ΑΚ ή το άρθρο 25 παρ. 3 του

Συντάγματος και γ) για την επιδίκαση χρηματικής ικανοποιήσεως και πταίσμα του προβολέα.



Εξάλλου, το άρθρο 367 του ΠΚ ορίζει στην παράγραφο 1 ότι "δεν αποτελούν άδικη πράξη α)

δυσμενείς κρίσεις ... γ) οι εκδηλώσεις που γίνονται για την εκτέλεση νομίμων καθηκόντων, την

άσκηση νόμιμης εξουσίας ή για τη διαφύλαξη (προστασία) δικαιώματος ή από άλλο δικαιολογημένο

ενδιαφέρον ...". Τέτοιο ενδιαφέρον, που πηγάζει από την ελευθερία και την κοινωνική αποστολή

του τύπου (έντυπου και ηλεκτρονικού), έχουν και τα πρόσωπα που αμέσως συνδέονται με τη

λειτουργία των άνω μέσων ενημέρωσης για τη δημοσίευση ειδήσεως και καταχώριση γεγονότων,

ως και σχολίων, σχετικών με τη συμπεριφορά προσώπων, για τα οποία ενδιαφέρεται το κοινωνικό

σύνολο. (ΑΠ 385/2011 δημ ΝΟΜΟΣ).



Εξάλλου, ο νόμος 2472/1997 "Προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων

προσωπικού χαρακτήρα", όπως υπογραμμίζεται στην εισηγητική έκθεση του, θεσπίστηκε σε

εκπλήρωση υποχρέωσης του κοινού νομοθέτη η οποία απορρέει από τις διατάξεις των άρθρων 2

παρ. 1, 5 παρ. 1, 9 και 19 του Συντάγματος, οι οποίες ανάγουν την προστασία της αξίας του

ανθρώπου σε πρωταρχική υποχρέωση της πολιτείας, προστατεύουν την ελεύθερη ανάπτυξη της

προσωπικότητάς του και διασφαλίζουν την ιδιωτική και οικογενειακή ζωή, καθώς και το

απόρρητο των επικοινωνιών του. Παράλληλα όμως, η θέσπιση των ρυθμίσεων του νόμου τούτου

ήταν επιβεβλημένη και ενόψει των προβλεπόμενων στην οδηγία 95/46/ΕΚ του Κοινοβουλίου και

του Συμβουλίου της 24 Οκτωβρίου 1995 για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της

επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των

δεδομένων αυτών. Η οδηγία αυτή, όπως προκύπτει από το προοίμιο της, αποβλέπει στην

εναρμόνιση των κρατών μελών, ώστε με την εγκαθίδρυση και λειτουργία της κοινοτικής

εσωτερικής αγοράς να κατοχυρώνεται όχι μόνο η δυνατότητα κυκλοφορίας των δεδομένων

προσωπικού χαρακτήρα αλλά και η προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ατόμου. Το

κεφάλαιο Α του εν λόγω νόμου 2472/1997, όπως αυτός ισχύει μετά τις τροποποιήσεις του με το

Ν.3471/2006, (άρθρα 1-3) επιγράφεται ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ οι οποίες αναφέρονται στο αντικείμενο

του νόμου, τους σχετικούς ορισμούς και το πεδίο εφαρμογής του. Ετσι, κατά το άρθρο 1 του

νόμου τούτου, αντικείμενο αυτού είναι η θέσπιση των προϋποθέσεων για την επεξεργασία

δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προς προστασία των δικαιωμάτων και των θεμελιωδών

ελευθεριών των φυσικών προσώπων και ιδίως της ιδιωτικής ζωής. Στο άρθρο 2 του ίδιου νόμου

ορίζεται ότι για τους σκοπούς του παρόντος νόμου νοούνται ως β) ευαίσθητα δεδομένα, τα

δεδομένα που αφορούν τη φυλετική ή εθνική προέλευση, τα πολιτικά φρονήματα, τις

θρησκευτικές ή πολιτικές πεποιθήσεις, τη συμμετοχή σε ένωση, σωματείο και συνδικαλιστική

οργάνωση, την υγεία, την κοινωνική πρόνοια και την ερωτική ζωή, καθώς και τα σχετικά με τις

ποινικές διώξεις και καταδίκες....ε) Αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα («αρχείο»), κάθε

διαρθρωμένο σύνολο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία είναι προσιτά με γνώμονα

συγκεκριμένα κριτήρια». Κατά το άρθρο 3 παρ. 1 του ίδιου νόμου, οι διατάξεις του παρόντος

νόμου εφαρμόζονται στην εν όλω ή εν μέρει αυτοματοποιημένη επεξεργασία, καθώς και στη μη

αυτοματοποιημένη επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία περιλαμβάνονται ή

πρόκειται να περιληφθούν σε αρχείο. Επίσης το κεφάλαιο Β του εν λόγω νόμου, που περιγράφεται

«Επεξεργασία Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, με το άρθρο 7 ορίζονται τα εξής:

«Επεξεργασία ευαίσθητων δεδομένων. 1 Απαγορεύεται η συλλογή και η επεξεργασία ευαίσθητων

δεδομένων. 2 Κατ` εξαίρεση επιτρέπεται η συλλογή και η επεξεργασία ευαίσθητων δεδομένων

καθώς και η ίδρυση και λειτουργία σχετικού αρχείου ύστερα από άδεια της Αρχής, όταν

συντρέχουν μια ή περισσότερες από τις ακόλουθες προϋποθέσεις: α) Το υποκείμενο έδωσε τη

γραπτή συγκατάθεση του, εκτός αν η συγκατάθεση έχει αποσπασθεί με τρόπο που αντίκειται στο

νόμο ή τα χρηστά ήθη ή ο νόμος ορίζει ότι η συγκατάθεση δεν αίρει την απαγόρευση, β) Η

επεξεργασία είναι αναγκαία για τη διαφύλαξη ζωτικού συμφέροντος του υποκειμένου ή

προβλεπόμενου από το νόμο συμφέροντος τρίτου, εάν το υποκείμενο τελεί σε φυσική ή νομική

αδυναμία να δώσει τη συγκατάθεση του γ) η επεξεργασία αφορά δεδομένα που δημοσιοποιεί το

ίδιο το υποκείμενο ή είναι αναγκαία για την αναγνώριση, άσκηση ή υπεράσπιση δικαιώματος

ενώπιον δικαστηρίου ή πειθαρχικού οργάνου...ζ) Η επεξεργασία αφορά δεδομένα δημοσίων

προσώπων εφόσον αυτά συνδέονται με την άσκηση δημοσίου λειτουργήματος η τη διαχείριση

συμφερόντων τρίτων και πραγματοποιείται για την άσκηση του δημοσιογραφικού επαγγέλματος. Η

άδεια της αρχής χορηγείται μόνο εφόσον η επεξεργασία είναι απολύτως αναγκαία για την

εξασφάλιση του δικαιώματος πληροφόρησης επί θεμάτων δημοσίου ενδιαφέροντος καθώς και στο

πλαίσιο καλλιτεχνικής έκφρασης και εφόσον δεν παραβιάζεται καθ` οιονδήποτε τρόπο το δικαίωμα

προστασίας της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής. Το άρθρο 22 προβλέπει ποινικές κυρώσεις για τις

αναφερόμενες σ` αυτό κατηγορίες συμπεριφορών που κρίνονται αξιόποινες. Ειδικότερα, όποιος

χωρίς δικαίωμα επεμβαίνει με οποιοδήποτε τρόπο σε αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ή

λαμβάνει γνώση των δεδομένων αυτών ή τα αφαιρεί, αλλοιώνει, βλάπτει, καταστρέφει,

επεξεργάζεται, μεταδίδει ανακοινώνει" τα καθιστά προσιτά σε μη δικαιούμενα πρόσωπα ή επιτρέπει

στα πρόσωπα αυτά να λάβουν γνώση των εν λόγω δεδομένων ή τα εκμεταλλεύεται με

οποιονδήποτε τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση και χρηματική ποινή και αν πρόκειται για ευαίσθητα

δεδομένα με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους και χρηματική ποινή τουλάχιστον ενός

εκατομμυρίου (1.000.000) έως δέκα εκατομμυρίων (10.000.000) δραχμών, αν η πράξη δεν

τιμωρείται βαρύτερα από άλλες διατάξεις. Οι ποινικές κυρώσεις, όπως άλλωστε είναι φυσικό, ενόψει

της ιδιάζουσας βαρύτητας τους, προβλέπονται όχι γενικώς και αορίστως για κάθε παράβαση των

διατάξεων του, αλλά μόνο για συγκεκριμένες ειδικά περιγραφόμενες σοβαρές παραβάσεις. Με

εξαίρεση δε των περιπτώσεων του άρθρου 22 παρ. 5, η οποία ποινικοποιεί τις παραβάσεις

συγκεκριμένων αποφάσεων της Αρχής προσωπικών δεδομένων, το κοινό συνδετικό γνώρισμα των

ειδικών ποινικών προβλέψεων του άρθρου 22 του Ν. 2472/1997 και εκείνο που προσδίδει

βαρύτητα στις σχετικές πράξεις είναι η αναφορά τους στην τήρηση "Αρχείων προσωπικών

δεδομένων". Ετσι, κατά την παραγρ. 1 του άρθρου 22 γίνεται αξιόποινη η χωρίς γνωστοποίηση

στην Αρχή σύσταση και λειτουργία Αρχείου προσωπικών δεδομένων, κατά την παρ. 2 η διατήρηση

"Αρχείου", χωρίς άδεια ή κατά παράβαση των όρων και προϋποθέσεων της άδειας της αρχής κατά

την παρ. 3 η χωρίς γνωστοποίηση στην Αρχή και άδεια απ` αυτήν διασύνδεση αρχείων. Από τα

παραπάνω προκύπτει ότι για την αντικειμενική θεμελίωση του εν λόγω εγκλήματος απαιτείται α)

ύπαρξη δεδομένων που περιλαμβάνονται σε "Αρχείο", ως τέτοιο δε θεωρείται κατ` άρθρο 2 περ. ε,

το σύνολο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία αποτελούν ή μπορεί να αποτελούν

αντικείμενο "επεξεργασίας" και τηρούνται ή από το Δημόσιο ή από ενώσεις προσώπων ή φυσικά

πρόσωπα, β) υποκείμενο των δεδομένων είναι το φυσικό πρόσωπο, στο οποίο αναφέρονται τα

δεδομένα και του οποίου η ταυτότητα είναι γνωστή ή μπορεί να εξακριβωθεί, δηλαδή μπορεί να

προσδιορισθεί αμέσως ή εμμέσως, ενώ ως δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα θεωρούνται κάθε

πληροφορία που αναφέρονται στο υποκείμενο των δεδομένων και ευαίσθητα δεδομένα είναι αυτά

που αφορούν τη φυλετική ή εθνική προέλευση, τα πολιτικά φρονήματα, τις θρησκευτικές ή

φιλοσοφικές πεποιθήσεις, τη συμμετοχή σε ένωση, σωματείο και συνδικαλιστική οργάνωση, την

υγεία, την κοινωνική πρόνοια και την ερωτική ζωή. Έτσι, από το συνδυασμό των παραπάνω

διατάξεων προκύπτει ότι δεν θεωρούνται δεδομένα οι πληροφορίες των οποίων κάνει κάποιος

χρήση και οι οποίες περιήλθαν εις γνώση του, χωρίς να ερευνήσει αυτός κάποιο αρχείο ή χωρίς να

τους τις έχει μεταδώσει τρίτος που επενέβη σε αρχείο, γιατί εκλείπει η προϋπόθεση του αρχείου ως

στοιχείου της αντικειμενικής υπόστασης. Με βάση τα παραπάνω, το αρχείο μιας εφημερίδας

αποτελεί σύνολο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα διαρθρωμένο με γνώμονα συγκεκριμένα

κριτήρια. Τα κριτήρια αυτά είναι ο τίτλος της εφημερίδας, η ημερομηνία κυκλοφορίας και ο αριθμός

του συγκεκριμένου φύλλου, τα οποία επιτρέπουν την πρόσβαση στα προσωπικά δεδομένα που

έχουν δημοσιευθεί. Περαιτέρω ενόψει του ότι ο ν. 2472/1997 αποσκοπεί στην κατοχύρωση

θεμελιωδών αξιών της έννομης τάξης μιας δημοκρατικής πολιτείας, όπως είναι η προστασία της

αξιοπρέπειας του ατόμου και η προστασία της ιδιωτικής ζωής των προσώπων, οι διατάξεις του,

κατά το μέρος που επιβάλλουν την προστασία των προσώπων από την επεξεργασία των

δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και ρυθμίζουν τα συναφή θέματα σε σχέση και με τις

δημοσιογραφικές δραστηριότητες, απαγορεύοντας την επεξεργασία ευαίσθητων δεδομένων

προσωπικού χαρακτήρα από τους δημοσιογράφους, δεν προσκρούουν στις συνταγματικές

διατάξεις, που κατοχυρώνουν την ελευθερία της έκφρασης και διάδοσης στοχασμών και

πληροφοριών μέσω της ασκήσεως του δημοσιογραφικού επαγγέλματος. Πράγματι, η ελευθερία της

έκφρασης και διάδοσης των στοχασμών όπως και η ελευθερία του πληροφορείν και πληφορείσθαι

που κατοχυρώνει το άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος και ειδικώς ως προς τον έγγραφο τύπο το

άρθρο 14 παρ. 1, δεν περιλαμβάνει και την ελευθερία διάδοσης πληροφοριών, που ανάγονται στην

προστατευόμενη από τα άρθρα 2 παρ. 1 και 9 παρ. 1 του Συντάγματος απαραβίαστη σφαίρα της

ιδιωτικής ζωής των προσώπων, στον πυρήνα της οποίας ανήκει προδήλως και η ερωτική τους

ζωή. Στον ιδιωτικό αυτό πυρήνα, στο βαθμό που τα στοιχεία που τον συνθέτουν δεν

δημοσιοποιούνται οικειοθελώς, ουδείς (ούτε δημόσια αρχή αλλά ούτε και ιδιώτης) επιτρέπεται να

διεισδύσει. Επομένως, η διάδοση πληροφοριών τέτοιου περιεχομένου (σχετικών δηλαδή με την

ερωτική ζωή ατομικώς προσδιοριζόμενων προσώπων) δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να

αποτελέσει θεμιτώς, από συνταγματικής απόψεως, περιεχόμενο του δικαιώματος πληροφορήσεως

ή της ελεύθερης εκφράσεως και διαδόσεως των στοχασμών.



Συνεπώς, οι διατάξεις του άρθρου 5 παρ. 1 και 14 παρ. 1 του Συντάγματος οριοθετούνται, σε ό,τι

αφορά το περιεχόμενο των κατοχυρούμενων απ` αυτές ελευθεριών και δικαιωμάτων, από τις

διατάξεις των υπολοίπων, ισοκύρων με αυτές, άρθρων του Συντάγματος και των συναδόντων

προς αυτές νόμων. Τέτοιος δε νόμος είναι και ο νόμος 2472/1997, οι διατάξεις του οποίου,

αποβλέποντας στην προστασία των αξιών, που αναγνωρίζονται από τα άρθρα 2 παρ. 1 και 9 παρ.

1 του Συντάγματος, προβλέπουν περιορισμούς στην επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού

χαρακτήρα εν γένει. Ειδικότερα, κατά το μέρος που με το νόμο αυτό ρυθμίζονται τα ζητήματα τα

σχετικά με την επεξεργασία ευαίσθητων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, θεσπίζεται ο κανόνας

της πλήρους απαγόρευσης της επεξεργασίας τους και απλώς προβλέπονται ειδικές περιπτώσεις που

είναι επιτρεπτή η επεξεργασία τέτοιων προσωπικών δεδομένων, όλων κατ` εξαίρεση, μόνο ύστερα

από προηγούμενη άδεια της "Αρχής" και υπό τις περαιτέρω προϋποθέσεις τη τηρήσεως του

απορρήτου και του περιορισμένου του χρόνου της επεξεργασίας. Τέτοιες δε ειδικές περιπτώσεις

είναι εκείνες που επιχειρείται, ύστερα από στάθμιση του νομοθέτη, κατ` εξισορρόπηση διαφόρων

συνταγματικών αξιών, η διευκόλυνση της ασκήσεως δικαιωμάτων κατοχυρωμένων από άλλες

συνταγματικές διατάξεις, όπως είναι η περίπτωση που σκοπείται η εξυπηρέτηση της ελεύθερης

πληροφόρησης των ατόμων από τον τύπο και συγκεκριμένα η περίπτωση ζ` της ίδιας ως άνω

παραγράφου, στην οποία η επεξεργασία αφορά τα δεδομένα δημοσίων προσώπων, κατά το μέρος

που ανάγονται στην άσκηση δημοσίου λειτουργήματος και ότι είναι απολύτως αναγκαία για την

εξασφάλιση του δικαιώματος πληροφόρησης επί θεμάτων δημοσίου ενδιαφέροντος καθώς και στο

πλαίσιο καλλιτεχνικής έκφρασης και εφόσον, σε οποιαδήποτε περίπτωση, δεν παραβιάζεται καθ`

οιονδήποτε τρόπο το δικαίωμα προστασίας της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής. Επομένως, στις

περιπτώσεις της χρήσης προσωπικών δεδομένων από δημοσιογράφους και συγκεκριμένα της

δημοσιοποίησης ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων η επερχόμενη απ` αυτήν προσβολή της

προσωπικότητας του ατόμου καθιστά αναγκαία την πρακτική εναρμόνιση των συγκρουόμενων

ως άνω θεμελιωδών δικαιωμάτων. Προς την κατεύθυνση αυτή πρέπει να ληφθεί υπόψη η αρχή

της αναλογικότητας, κατά την οποία η επαχθής πράξη (δημοσιοποίηση των ευαίσθητων

δεδομένων) πρέπει σε κάθε περίπτωση να είναι: α) πρόσφορη για την επίτευξη του σκοπού που

επιδιώκεται με αυτήν, β) αναγκαία για την επίτευξη του εν λόγω σκοπού με την έννοια ότι αυτό το

αποτέλεσμα δεν μπορεί να επιτευχθεί με ένα ανώδυνο ή έστω ηπιότερο μέσο και γ) η ενόχληση

(βλάβη) που προκαλείται πρέπει να είναι ποιοτικά και ποσοτικά κατώτερη, ή έστω ανάλογη προς το

επιδιωκόμενο όφελος, ποτέ δε βαρύτερη απ` αυτήν. (ΑΠ 10/2011 (ποιν) δημ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ

1567/2010 δημ ΝΟΜΟΣ).



Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου

Δικαστηρίου, οι οποίες περιέχoνται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση πρακτικά

συνεδρίασης εκείνου του Δικαστηρίου και από όλα γενικά τα έγγραφα που επικαλούνται και

προσκομίζουν οι διάδικοι, έστω και για πρώτη φορά ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 529

παρ. 1α ΚΠολΔ), είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, μεταξύ

των οποίων και έγγραφα των ποινικών δικογραφιών που σχηματίστηκαν, και λαμβάνονται υπόψη

ομοίως, ως δικαστικά τεκμήρια (AΠ 1201/2007, δημοσίευση στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαμ 36/2008, ΕφΔωδ

9/2007, ΕφΔωδ 27/2007, ΕφΔωδ 48/2007 δημοσίευση στη ΝΟΜΟΣ, Βαθρακοκοίλη, ΚΠολΔ, άρθρο

336, σελ. 579. αριθμ. 29), απoδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο δεύτερος

εναγόμενος ................... ....... τον Ιανουάριο του έτους 2008 υπήρξε αντιπρόεδρος διευθύνων

σύμβουλος και νόμιμος εκπρόσωπος της πρώτης εναγομένης ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία

«............. ................» , η οποία είναι ιδιοκτήτρια και εκδότρια της εβδομαδιαίας εφημερίδας με

τον τίτλο «............» πανελλαδικής κυκλοφορίας και ο ίδιος μαζί με τους υπόλοιπους των

εναγομένων συγκροτούσαν την συντακτική ομάδα της εφημερίδας, έχοντας τη διεύθυνση

σύνταξης αυτής. Η συγκροτούμενη ως άνω συντακτική ομάδα αποφασίζοντας από κοινού για τη

δημοσιευτέα ύλη της εφημερίδας και αφού απέκτησαν πρόσβαση μέσω αγνώστου προσώπου στο

αρχείο της Διεύθυνσης Εγκληματολογικών Ερευνών της Ελληνικής Αστυνομίας επεμβαίνοντας σε

μέρος παραρτήματος 46 φωτογραφιών της Διεύθυνσης Εγκληματολογικών Ερευνών της Ελληνικής

Αστυνομίας, δημοσίευσαν στο με αρ 151 φύλλο της παραπάνω εφημερίδας που κυκλοφόρησε στις

13 Ιανουαρίου 2008 επτά φωτογραφίες, εκ των οποίων οι δύο εμφανίζουν την ενάγουσα σε

ερωτική συνεύρεση με άλλο πρόσωπο. Συγκεκριμένα στο πλαίσιο διεξαγόμενης ανάκρισης είχε

συνταχθεί η από 28-12-2007 με αρ πρωτ 3022/8/471- γ έκθεση εργαστηριακής εξέτασης ενός

οπτικού δίσκου (DVD) και στην ανωτέρω έκθεση είχαν επισυναφθεί οι παραπάνω 46 φωτογραφίες

αποτελώντας παράρτημα της εκθέσεως με αναγραφή σε καθεμία φωτογραφία του αριθμού της

έκθεσης της ΔΕΕ και του αριθμού της φωτογραφίας, αποτελώντας αρχείο σύμφωνα με τα όσα

μνημονεύονται στη μείζονα πρόταση. Τις επιλεχθείσες επτά φωτογραφίες οι εναγόμενοι

επεξεργάστηκαν και συνδύασαν ενώ ακολούθως τις δημοσίευσαν στο φύλλο της 13ης/1/2008, το

οποίο επανακυκλοφόρησε την επομένη ημέρα (14-1-2008) σε έκτακτη έκδοση λόγω εξαντλήσεως

του πρώτου από μεγάλη ζήτηση του αναγνωστικού κοινού. Πιο συγκεκριμένα σε αμφότερες τις

δημοσιεύσεις (13/1/2008 και 14/1/2008) στην πρώτη σελίδα της εφημερίδας εμφαίνεται μία μεγάλη

έγχρωμη φωτογραφία που καλύπτει το 1/3 αυτής και απεικονίζει δύο πρόσωπα, άνδρα και

γυναίκα, σε ερωτική συνεύρεση και με την επισήμανση με κεφαλαία κόκκινα γράμματα «...» και σε

ειδικό πλαίσιο δίπλα από τον τίτλο της εφημερίδας «... ................ .....». Στις εν λόγω σελίδες 40

έως 43 δημοσιεύτηκαν επτά (7) έγχρωμες φωτογραφίες, εκ των οποίων οι δύο (2) είναι οι ίδιες και

συγκεκριμένα αυτές που στις σελίδες 42 δημοσιεύονται με αριθμούς 3 και 4, δημοσιεύονται επίσης

σε μεγέθυνση στις σελίδες 40 και 41, ουσιαστικά δηλαδή, δημοσιεύτηκαν πέντε (5) έγχρωμες

φωτογραφίες (καθώς οι 2 εκ των 7 επαναλαμβάνονται), από τις οποίες οι δύο (2) απεικονίζουν τα

ίδια πρόσωπα (άνδρα και γυναίκα) σε ερωτικές περιπτύξεις και οι άλλες τρεις (3) τον χώρο που

έγιναν οι ερωτικές αυτές περιπτύξεις. Στις δύο φωτογραφίες που απεικονίζουν ερωτικές περιπτύξεις

υπάρχει υπότιτλος με σχολιασμό του περιεχομένου τους και ειδικότερα οι υπότιτλοι:

«.......................... αρχίζουν το ερωτικό παιχνίδι στον καναπέ του σπιτιού του» και «Η ερωτική

πράξη και οι πρωταγωνιστές της καταγράφονται καθαρά από την κάμερα». Έτσι αν και δεν

φαίνεται το πρόσωπο της ενάγουσας, ουδόλως δημιουργείται αμφιβολία για την ταυτότητά της,

που αποκαλύπτεται από το περιεχόμενο της αρθρογραφίας που τις συνοδεύει, απορριπτόμενων

των περί του αντιθέτου ισχυρισμών των εναγομένων. Στις ίδιες σελίδες της εφημερίδας

δημοσιεύεται άρθρο με τίτλο «.....................» και υπότιτλο: Το «....» αποκαλύπτει ολόκληρη

την έκθεση της Αστυνομίας αλλά και τα φωτογραφικά στιγμιότυπα που τη συνοδεύουν», το οποίο

υπογράφεται από τον ένατο εναγόμενο .... και στο οποίο αναλύεται η οργάνωση της

βιντεοσκόπησης από την ίδια την ενάγουσα , το περιεχόμενο αυτής καθώς και κρίσεις του

συντάκτη σχετικά με την υπό εξέλιξη ποινική προδικασία με κατηγορουμένη την ενάγουσα ιδίως σε

σχέση με την προέλευση του DVD και τη μέχρι τότε υπερασπιστική της γραμμή. Για τη δημοσίευση

των ανωτέρω ερωτικού περιεχομένου φωτογραφιών οι εναγόμενοι (φυσικά πρόσωπα)

προηγουμένως προέβησαν σε σειρά εργασιών και ειδικότερα αφού πρώτα συνέλεξαν τις επίμαχες

φωτογραφίες υπέβαλαν, ακολούθως κατά τη διαδικασία παραγωγής του εντύπου (εφημερίδας) -

ως μέσου διάδοσής τους-, τα ευαίσθητα αυτά προσωπικά δεδομένα σε επιμέρους πρόσθετες

διαδοχικές διακριτές ηλεκτρονικές επεξεργασίες με τη βοήθεια των αυτοματοποιημένων μεθόδων

παραγωγής της εφημερίδας, ως εντύπου. Ειδικότερα προέβησαν :1) σε ψηφιοποίηση τους μέσω

ειδικών σαρωτών (scanners), 2) καταχώριση στο αρχείο της εφημερίδας, 3) επιπρόσθετη

επεξεργασία τους ως εικόνων, προς βελτίωση της ευκρίνειας, του χρωματισμού τους, ακολούθως

δε τις δημοσίευσαν στα επίδικα φύλλα της εφημερίδας, διαδίδοντας το περιεχόμενο τους στο

αναγνωστικό κοινό ήτοι σε ευρύτατο κύκλο προσώπων. Οι ανωτέρω ενέργειες συνιστούν

επεξεργασία ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων της ενάγουσας που άπτονται αποκλειστικά σε

στιγμές της ιδιωτικής (ερωτικής) της ζωής. (άρθρο 2 εδ δ του ν 2472/1997). Όπως ήδη

αναφέρθηκε οι συγκεκριμένες φωτογραφίες δημοσιεύτηκαν στα επίδικα φύλλα της εφημερίδας και

ως εκ τούτου αποτέλεσαν αρχείο της εφημερίδας και δη αρχείο διαρθρωμένο με γνώμονα

συγκεκριμένα κριτήρια αφού το εν λόγω αρχείο περιλαμβάνει τουλάχιστον όλα τα δημοσιευμένα

φύλλα της εφημερίδας, όπου και βρίσκονται καταχωρημένα όλα τα δεδομένα προσωπικού

χαρακτήρα των υποκειμένων τους, τα οποία έχουν κατά καιρούς δημοσιευθεί στην εφημερίδα

αυτή ενώ επιπλέον η πρόσβαση σ’ αυτό είναι ευχερής με κριτήρια τον τίτλο της εφημερίδας, την

ημερομηνία κυκλοφορίας της και τον αριθμό του φύλλου της. Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι οι

επίμαχες φωτογραφίες δημοσιεύτηκαν κατά την ίδια χρονική περίοδο των έντυπων δημοσιεύσεων

και στον διαδικτυακό ιστότοπο της εφημερίδας ως τμήμα της ηλεκτρονικής έκδοσης του σχετικού

φύλλου της εφημερίδας το ηλεκτρονικό δε αυτό αρχείο είναι εξ ορισμού διαρθρωμένο (βλ.

Κωνσταντίνο Χριστοδούλου «Δίκαιο προσωπικών δεδομένων» έκδοση 2013 σελ. 28-29). Υπό τα

ανωτέρω πλήρως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά της προκείμενης υπόθεσης η δημοσίευση

των ανωτέρω φωτογραφιών από τη φύση και το είδος της και τον τρόπο που επιτεύχθηκε,

εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του νόμου 2472/1997 και στην έννοια του αρχείου δεδομένων

προσωπικού χαρακτήρα («αρχείο»), ως διαρθρωμένου συνόλου δεδομένων προσωπικού

χαρακτήρα, τα οποία είναι προσιτά με γνώμονα συγκεκριμένα κριτήρια (βλ. άρθ 2γ Οδ 95/46 και

άρθρ 2 ε του ν 2472/1997) απορριπτόμενων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών των εναγομένων

με τον οποίο κατά το οικείο σκέλος του πρώτου λόγου της έφεσης υποστηρίζουν τα αντίθετα.



Από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία πλήρως αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα προ των επίδικων

δημοσιεύσεων είχε επισκεφθεί Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης προκειμένου να γνωστοποιήσει τις

καταγγελίες της αναφορικά με την εκ μέρους της επικαλούμενη κακοδιαχείριση και οικονομικά

σκάνδαλα του άλλου υποκειμένου των ευαίσθητων δεδομένων ................... . Οι ενέργειες αυτές

όμως ουδόλως συνιστούν δημοσιοποίηση των δεδομένων από το ίδιο το υποκείμενο αυτών ώστε

να τύχει εφαρμογής η εξαίρεση που καθιερώνει η διάταξη του άρθρου 7 παρ 2 εδ γ του ν

2472/1997 με βάση την οποία «Κατ` εξαίρεση επιτρέπεται η συλλογή και η επεξεργασία

ευαίσθητων δεδομένων, καθώς και η ίδρυση και λειτουργία σχετικού αρχείου ……(όταν) "γ) Η

επεξεργασία αφορά δεδομένα που δημοσιοποιεί το ίδιο το υποκείμενο ή είναι αναγκαία για την

αναγνώριση, άσκηση ή υπεράσπιση δικαιώματος ενώπιον δικαστηρίου ή πειθαρχικού οργάνου.".

Ούτε άλλωστε η επίσκεψη της ενάγουσας στα ΜΜΕ με την παραπάνω πρόθεση (γνωστοποίησης

καταγγελιών), άγει σε κρίση περί συναίνεσής της για τη δημοσίευση των επίδικων φωτογραφιών,

αφού σε κάθε περίπτωση έπρεπε να προηγηθεί έγγραφη συγκατάθεσή της για τη συλλογή και

επεξεργασία τους ως ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων (άρθρο 7 παρ. 2 περ α ν. 2472/1997 ),

που εν προκειμένω απουσίαζε. Τα ίδια που δέχθηκε η εκκαλουμένη για τον νομικό και πραγματικό

αυτό ζήτημα ορθά το νόμο εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε απορριπτόμενων των περί του

αντιθέτου ισχυρισμών των εκκαλούντων - εναγομένων, οι οποίοι με τον πρώτο λόγο έφεσης (κατά

το οικείο σκέλος του) υποστηρίζουν τα αντίθετα. Οι εκκαλούντες - εναγόμενοι επαναφέρουν προς

διάγνωση με τον πρώτο λόγο (κατά το οικείο σκέλος του) αλλά και με το δεύτερο λόγο της

κρινόμενης έφεσης τον προβληθέντα και πρωτοδίκως ισχυρισμό τους ότι η δημοσίευση των

επίδικων φωτογραφιών που περιλαμβάνονται στην έκθεση των αρμοδίων αστυνομικών αρχών

έγινε στο πλαίσιο του καθήκοντος πληροφόρησης του κοινού σχετικά με το πόρισμα της

Αστυνομίας και αποσκοπούσε στην ενημέρωση της κοινής γνώμης σχετικά με ζήτημα μείζονος

ενδιαφέροντος που αφορούσε στην εκμετάλλευση εκ μέρους του έτερου υποκειμένου των

ευαίσθητων δεδομένων .................... , Γενικό Γραμματέα τότε του Υπουργείου Πολιτισμού, της

θέσεώς του στο ανωτέρω Υπουργείο με παροχή υποσχέσεων προς την ενάγουσα περί διορισμού

της στο Δημόσιο προκειμένου να πετύχει ερωτικά ανταλλάγματα. Ο ισχυρισμός αυτός των

εκκαλούντων - εναγομένων τυγχάνει απορριπτέος διότι ανεξαρτήτως της αναμφίλεκτης ιδιότητας

του ανωτέρω υποκειμένου των δεδομένων ως δημοσίου προσώπου (γενικός γραμματέας του

Υπουργείου Πολιτισμού), που σε κάθε περίπτωση δεν συντρέχει και στο πρόσωπο της ενάγουσας,

το Δικαστήριο κρίνει ότι η κατά τα ως άνω χρήση των επίδικων ευαίσθητων προσωπικών

δεδομένων δεν ήταν αναγκαία για την επίτευξη του επιδιωκομένου αποτελέσματος και

συγκεκριμένα του δικαιώματος πληροφόρησης επί θεμάτων δημοσίου ενδιαφέροντος.



Ειδικότερα ο προβαλλόμενος σκοπός της πληροφορήσεως της κοινής γνώμης σχετικά με το

πόρισμα των αρμοδίων αστυνομικών αρχών μπορούσε ευχερώς να επιτευχθεί με ηπιότερο μέσο,

απρόσφορο να πλήξει τον πυρήνα του συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος προστασίας

της ιδιωτικής (ερωτικής) ζωής και ειδικότερα μπορούσε (ευχερώς) να επιτευχθεί με την απλή

αναφορά ή παράθεση του περιεχομένου της σχετικής εκθέσεως χωρίς την ταυτόχρονη δημοσίευση

φωτογραφιών, οι οποίες αφορούσαν στη στενά ιδιωτική (ερωτική) ζωή των συγκεκριμένων

προσώπων. Κατά την κρίση του Δικαστηρίου και μετά από στάθμιση των συγκρουόμενων στη

συγκεκριμένη περίπτωση εννόμων αγαθών, η δημοσίευση των επιδίκων φωτογραφιών δεν ήταν

απολύτως αναγκαία για την ικανοποίηση του συμφέροντος και δικαιώματος που επικαλούνται ότι

επεδίωκαν οι εναγόμενοι (2ος έως 9ος) ως υπεύθυνοι της επεξεργασίας των επίδικων ευαίσθητων

προσωπικών δεδομένων, ήτοι της ενημέρωσης της κοινής γνώμης στα πλαίσια του δικαιώματος

της ελευθερίας της γνώμης και της ελευθερίας του Τύπου. Η δημοσίευση των επιδίκων

φωτογραφιών δεν έγινε για τη βελτίωση ή ολοκλήρωση της γνώμης των πολιτών, αλλά για την

ανεπίτρεπτη ικανοποίηση της αδηφάγου περιέργειας του κοινού, σε συνδυασμό με την αύξηση της

κυκλοφορίας της εφημερίδας και τη σχετική επίτευξη οικονομικών ωφελημάτων, παράγοντες

δηλαδή που καταδεικνύουν την απουσία αναγκαιότητας για την ικανοποίηση του συμφέροντος και

δικαιώματος που επικαλούνται ότι επεδίωκαν οι εκκαλούντες - εναγόμενοι. Το γεγονός ότι η

ενάγουσα κατά τον επίδικο χρόνο ήταν πρόσωπο σχετικής επικαιρότητας με την έννοια ότι

προσέλκυε το ενδιαφέρον του κοινού, λόγω εξαιρετικού και εκτάκτου γεγονότος (βλ. Καράκωστα

Προσωπικότητα και τύπος Γ έκδοση σελ. 93) δεν διαφοροποιεί την κρίση του δικαστηρίου καθώς

ότι ισχύει για το έτερο υποκείμενο των ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων ............ ως δημόσιο

πρόσωπο της απολύτου επικαιρότητας ισχύει κατά μείζονα λόγο για την ενάγουσα ως προσώπου

σχετικής επικαιρότητας, δικαιούμενο στην απόλαυση του ιδιωτικού του βίου, νοουμένου ως

τέτοιου του χώρου ηρεμίας και απομόνωσης όπου το άτομο θωρακίζεται από την περιέργεια των

συνανθρώπων του και μπορεί να διαμορφώνει τη ζωή του κατά τις επιθυμίες του ( ................) ,

απορριπτόμενων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών των εναγομένων. Με τα δεδομένα αυτά η ως

άνω ενέργεια των κατηγορουμένων αντίκειται στην αρχή της αναλογικότητας που διατρέχει την

όλη δικαστική διαδικασία και αποτελεί θεμελιώδη κανόνα επίλυσης της συγκρούσεως και άρσεως

των αξιολογικών αντινομιών που προκύπτουν από την συγκατοχύρωση "ανταγωνιστικών"

ατομικών δικαιωμάτων. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι η αρχή της αναλογικότητας ως γενική αρχή

του δικαίου, έχει εφαρμογή και επιβάλλει, σε περίπτωση συγκρούσεως αντιτιθεμένων εννόμων

αγαθών, να λαμβάνεται υπόψη κατά τη στάθμιση τούτων, εκτός των άλλων, και το κριτήριο της

αναγκαιότητας, ότι δηλαδή το χρησιμοποιούμενο μέσο για την επίτευξη του επιδιωκομένου

σκοπού και την ικανοποίηση ενός ατομικού δικαιώματος πρέπει να είναι αναγκαίο, ώστε να

προκαλεί τον ελάχιστο περιορισμό στο ατομικό δικαίωμα ενός άλλου ή άλλων προσώπων και στην

παρούσα περίπτωση του δικαιώματος στην προσωπική - ιδιωτική ζωή. Αλλωστε η ελευθερία του

Τύπου, στην οποία περιλαμβάνεται η ελευθερία αναζητήσεως ειδήσεων και πληροφοριών, δεν

συνιστά αυτοσκοπό, αλλά αναγνωρίζεται χάριν της αποτελεσματικής ενημερώσεως του κοινού. Σε

περίπτωση όμως συγκρούσεως της ελευθερίας του Τύπου με άλλο έννομο αγαθό, όπως συμβαίνει

και με τα έννομα αγαθά της προσωπικότητας, πρέπει να σταθμιστεί η αξία της επιδιωκόμενης

πληροφορήσεως του κοινού και της μέσω αυτής διακινδυνεύσεως άλλου εννόμου αγαθού.

Ειδικότερα για να σταθμιστεί η βαρύτητα της αξιώσεως του Τύπου για πληροφόρηση θα πρέπει να

ερευνηθεί κατά πόσο η συγκεκριμένη πληροφορία είναι αναγκαία για τη διαμόρφωση της κοινής

γνώμης πάνω σε ένα συγκεκριμένο θέμα και εξυπηρετεί την ανάγκη ενημερώσεως του κοινού. Υπό

τις προαναφερόμενες συνθήκες η δημοσίευση των επιδίκων φωτογραφιών, δεν ήταν σε καμία

περίπτωση αναγκαία για την εξασφάλιση του δικαιώματος πληροφόρησης επί θεμάτων δημοσίου

ενδιαφέροντος, αφού δεν εξυπηρετούσε καμία ανάγκη ενημερώσεως του κοινού, συνιστά δε αυτή

(δημοσίευση) παραβίαση του πυρήνα του δικαιώματος προστασίας της ιδιωτικής ζωής της

ενάγουσας δεδομένου ότι αφορά την ερωτική της ζωή, κατά παράβαση των οριζομένων από τη

διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2 στοιχ. ζ` του ν.2472/1997, απορριπτόμενων των περί του αντιθέτου

ισχυρισμών των εναγομένων με τον πρώτο και δεύτερο λόγους της εφέσεως κατά το οικείο σκέλος

τους. Ούτε άλλωστε ασκεί επιρροή ο ισχυρισμός των εκκαλούντων - εναγομένων με τον πρώτο

λόγο της έφεσης κατά το οικείο σκέλος του , ότι οι ανωτέρω δύο φωτογραφίες ήταν οι λιγότερο

τολμηρές συγκρινόμενες με άλλες περισσότερο αποκαλυπτικές στο παράρτημα των 46

φωτογραφιών, αφού αυτές καθαυτές οι επίδικες δεν ήταν αναγκαίο να δημοσιευτούν σύμφωνα με

τα αναλυτικώς προδιαλαμβανόμενα. Για τους ίδιους λόγους , η δημοσίευση των εν λόγω

φωτογραφιών δεν ήταν αναγκαία, προκειμένου οι εναγόμενοι να ενημερώσουν την κοινή γνώμη

σχετικά με το γεγονός της βιντεοσκόπησης από την ίδια την ενάγουσα, το οποίο συνδεόταν άμεσα

με εκκρεμούσα εις βάρος της κατηγορία, καθόσον θα μπορούσαν να περιοριστούν στην αναφορά

των μέχρι τότε ευρημάτων τους από το ρεπορτάζ και την έρευνα (π.χ. το πόρισμα της τεχνικής

έκθεσης των αστυνομικών αρχών), χωρίς να προβούν στην επίδικη δημοσίευση, απορριπτόμενων

των περί του αντιθέτου ισχυρισμών τους στον πρώτο λόγο έφεσης (κατά το οικείο σκέλος του).

Στην κρίση αυτή συνηγορεί το περιεχόμενο του προηγούμενου φύλλου της εφημερίδας (αρ. 150),

το οποίο είχε δημοσιευθεί μία εβδομάδα νωρίτερα (5-6/1/2008) από το οποίο προκύπτει ότι οι

εναγόμενοι είχαν ήδη προβεί σε δημοσίευση της εν λόγω έκθεσης της ελληνικής αστυνομίας, χωρίς

την ταυτόχρονη δημοσίευση φωτογραφιών, γεγονός που ενισχύει την κρίση του παρόντος

Δικαστηρίου ότι η μετέπειτα δημοσίευση των επίμαχων φωτογραφιών εξέφευγε πλέον του σκοπού

πληροφόρησης της κοινής γνώμης σχετικά με τα προαναφερόμενα θέματα μείζονος σημασίας

(δράση και συμπεριφορά πολιτικού προσώπου), αλλά κατέτεινε αποκλειστικά στην ικανοποίηση

της περιέργειας του αναγνωστικού κοινού με την παράλληλη αύξηση της κυκλοφορίας της

εφημερίδας και την επίτευξη οικονομικών ωφελημάτων κατά παράβαση των οριζομένων από τη

διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2 στοιχ. ζ` του ν.2472/1997. Υπό τις ανωτέρω παραδοχές και επειδή

πλήρως αποδείχθηκε από τη συνεκτίμηση του όλου αποδεικτικού υλικού, ότι η δημοσίευση των

επίδικων ερωτικού περιεχομένου φωτογραφιών από την ερωτική ζωή της ενάγουσας δεν

εξυπηρετούσε την ανάγκη πληροφόρησης και ενημέρωσης του αναγνωστικού κοινού δεν

συντρέχει περίπτωση εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 367 παρ. 1 περ γ ΠΚ περί

δικαιολογημένου ενδιαφέροντος, όπως βάσιμα δέχεται στο αποδεικτικό της πόρισμα η

εκκαλουμένη απόφαση, απορριπτόμενων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών των εκκαλούντων -

εναγομένων με το δεύτερο λόγο της κρινόμενης έφεσης κατά το οικείο σκέλος του. Να σημειωθεί

ότι με την με αρ 8698/2009 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών, η οποία

κατέστη αμετάκλητη, όπως προκύπτει από την με αρ 1567/2010 απόφαση του Αρείου Πάγου, που

απέρριψε την ασκηθείσα από 18-1-2010 αίτηση αναιρέσεως, οι εναγόμενοι (φυσικά πρόσωπα )

καταδικάστηκαν για τις πράξεις της παράβασης του ν. 5060/1931 και του ν 2472/1997 σε

συνολική ποινή φυλάκισης 19 μηνών. Οι αποφάσεις αυτές υπό το κράτος ισχύος του ΚΠολΔ, δεν

αποτελούν δεδικασμένο για την παρούσα πολιτική δίκη, λαμβάνονται όμως υπόψη ως δικαστικά

τεκμήρια. (βλ ομοίως ΑΠ 1716/2012 Νοβ 2013/966 και δημ ΝΟΜΟΣ).



Απορριπτέος τυγχάνει και ο τρίτος λόγος της κρινόμενης ως άνω έφεσης με τον οποίο οι

εκκαλούντες προσάπτουν σφάλμα στην εκκαλουμένη διότι παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη της τα

επικληθέντα με τις προτάσεις τους και προσκομισθέντα εκ μέρους τους έγγραφα. Ο λόγος αυτός

είναι προεχόντως αόριστος, διότι δεν εντοπίζεται στο δικόγραφο της εφέσεως το αποδιδόμενο

στην πληττόμενη απόφαση νομικό σφάλμα ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων

περί εκτίμησης των εγγράφων αποδείξεων ούτε προσδιορίζονται τα έγγραφα που δεν ελήφθησαν

υπόψη και θα οδηγούσαν το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο σε άλλο αποδεικτικό πόρισμα.



Κατόπιν όλων των ανωτέρω το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε ότι προσεβλήθη το δικαίωμα

της ενάγουσας επί της προσωπικότητάς της σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 914,

932, 29, 346 Α.Κ. 361 ΠΚ. 2. 4 παρ.1, 7, 11, 12, 13 Ν.2472/1997. 2 παρ. 1, 5 παρ.1, 9 και 106

παρ.2 Σ, και απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την προβληθείσα από τους εναγόμενους ένσταση

του άρθρου 367 παρ 1 περ γ ΠΚ για το αστικό αδίκημα της απλής δυσφήμησης ορθά εφάρμοσε το

νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις , απορριπτόμενων των αντίθετων ισχυρισμών των εκκαλούντων -

εναγομένων.



Ενόψει όλων αυτών και δεδομένου ότι αναφορικά με την κρινόμενη από 17-6-2013 (αριθμός

κατάθεσης 4143/2013), έφεση δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα, πρέπει η παραπάνω

έφεση να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν και να επιβληθούν σε βάρος των εκκαλούντων της

έφεσης αυτής, λόγω της ήττας τους, τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης, για τον παρόντα βαθμό

δικαιοδοσίας, κατά το νόμιμο αίτημά της, σύμφωνα με το διατακτικό της παρούσας (άρθρα 176,

183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ).



Κατά το άρθρ. 932 ΑΚ, το δικαστήριο της ουσίας, αφού δεχθεί ότι συνεπεία αδικοπραξίας

προκλήθηκε σε κάποιο πρόσωπο ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη, καθορίζει στη συνέχεια το ύψος

της οφειλόμενης γι` αυτήν χρηματικής ικανοποίησης, με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και

της λογικής, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη το είδος της προσβολής, την έκταση της βλάβης, τις

συνθήκες τέλεσης της αδικοπραξίας, τη βαρύτητα του πταίσματος του υπόχρεου, το τυχόν

συντρέχον πταίσμα του δικαιούχου και την οικονομική και κοινωνική κατάσταση των μερών.



Συνεπώς ο προσδιορισμός του ποσού της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης επαφίεται στην

ελεύθερη εκτίμηση του δικαστηρίου της ουσίας, η σχετική δε κρίση του, κατά μία μεν άποψη, που

είναι η κρατούσα στη νομολογία, δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, αφού σχηματίζεται

ύστερα από την εκτίμηση πραγματικών γεγονότων χωρίς υπαγωγή σε νομική έννοια, οπότε και

δεν μπορεί να νοηθεί εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, είτε ευθέως είτε εκ πλαγίου, κατά δε την

αντίθετη άποψη η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ως προς το ποσό της εύλογης χρηματικής

ικανοποίησης ελέγχεται αναιρετικά, εφόσον μ` αυτή υπερέβη τα ακραία όρια της διακριτικής του

ευχέρειας, ήδη δε το όλο ζήτημα παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου με την υπ`

αριθ. 1141/2013 απόφαση του Α2 Τμήματός του. Σε κάθε, όμως, περίπτωση ιδρύεται λόγος

αναίρεσης από τον αριθμό 1 του άρθρ. 559 ΚΠολΔ, αν το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη του

και συνεκτίμησε για τον καθορισμό του ποσού της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης στοιχεία που

δεν ήταν επιτρεπτό να συνεκτιμήσει ή αντιστρόφως παρέλειψε να λάβει υπόψη στοιχεία που ήταν

αναγκαία για το σχηματισμό της κρίσης του (ΑΠ 179/2014 δημ ΝΟΜΟΣ).



Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο της κρινόμενης από 10-7-2013 ( με αριθμό

κατάθεσης 4071/2013) έφεσης της ενάγουσας - εκκαλούσας αποδίδεται η πλημμέλεια στην

εκκαλουμένη απόφαση ότι αν και ορθώς δέχθηκε πως συνεπεία της αποδειχθείσας αδικοπραξίας

προκλήθηκε στο πρόσωπό της ηθική βλάβη εντούτοις εσφαλμένα η εκκαλουμένη προσδιόρισε το

επιδικασθέν ποσό σε 50.000 ευρώ , που είναι χαμηλό καθώς δεν έλαβε υπόψη της τα αναφερόμενα

προσδιοριστικά κριτήρια που οδηγούσαν σε επαύξηση του επιδικασθέντος ποσού και

συγκεκριμένα (συνοπτικώς) : α) την συμπεριφορά των εναγομένων μετά την τέλεση της

αδικοπραξίας μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης β) το γεγονός ότι η προσβολή έγινε κατ’

επανάληψη με την έκδοση και δεύτερου φύλλου της εφημερίδας γ) το γεγονός ότι ο β΄ εναγόμενος

είναι πρόσωπο με τεράστια οικονομική επιφάνεια δ) ότι οι εναγόμενοι έχουν στη διάθεσή τους το

επίδικο υλικό ε) ότι οι συνέπειες της προσβολής ήταν ιδιαιτέρως επιβλαβείς για την ίδια με την

διαχρονική αναπαραγωγή τους στο διαδίκτυο στ) ότι τα έσοδα των εναγομένων και δη της

πρώτης ήταν τεράστια κατά τα αναλυτικώς εκτιθέμενα. Ο λόγος αυτός της έφεσης, που άπτεται

των αιτιολογιών της εκκαλουμένης για τον καθορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης

λόγω ηθικής βλάβης, τυγχάνει απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος καθώς όπως προκύπτει από

το σκεπτικό της εκκαλουμένης, ελήφθησαν υπόψη όλα τα προσδιοριστικά εκ του νόμου του

ύψους της χρηματικής ικανοποίησης κριτήρια σε συνδυασμό με την γενική αρχή του κράτους

δικαίου περί μη παραβιάσεως της αρχής της αναλογικότητας μεταξύ του χρησιμοποιούμενου

μέτρου και του επιδιωκόμενου σκοπού, η οποία απορρέει από τη συνταγματική αρχή του Κράτους

Δικαίου και έχει ήδη ρητώς καθιερωθεί, κατά την πρόσφατη αναθεώρηση, στο άρθρο 25 παρ. 1

του Συντάγματος. Ειδικότερα ελήφθησαν υπόψη όπως προκύπτει από την επισκόπηση του

σκεπτικού της εκκαλουμένης για τον εν λόγω προσδιορισμό, το είδος και η βαρύτητα της

προσβολής, η δημοσιότητα, ο δόλος των εναγομένων - φυσικών προσώπων, η βλάβη που επήλθε

στο πρόσωπο της ενάγουσας, η κοινωνική και οικονομική κατάσταση των διαδίκων ενώ

επιπροσθέτως ορθά κρίθηκε ότι η χρηματική ικανοποίηση αυτού του ύψους είναι ανάλογη με το

μέγεθος της προσβολής που έγινε στην ενάγουσα, το είδος και η έκταση της οποίας (προσβολής)

αναλυτικά συνάγονται από τις ορθές αιτιολογίες της εκκαλουμένης για τα κρίσιμα πραγματικά

ζητήματα κατάφασης της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς των εναγομένων.



Κατά τη διάταξη του άρθρ. 1047§1εδ.α ΚΠολΔ, προσωπική κράτηση διατάσσεται, εκτός από τις

περιπτώσεις που ορίζει ρητά ο νόμος, και κατά εμπόρων για εμπορικές απαιτήσεις, μπορεί δε να

διαταχθεί και για απαιτήσεις από αδικοπραξίες. Εξ άλλου με το ν. 2462/1997 κυρώθηκε το "Διεθνές

Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα", που καταρτίσθηκε μεταξύ των κρατών-μελών

του Ο.Η.Ε στη Νέα Υόρκη στις 16.12.1966 και έκτοτε έχει κατά το άρθρ. 28§1 του Συντάγματος

υπερνομοθετική ισχύ. Με το άρθρ. 11 του Συμφώνου αυτού ορίζεται ότι "κανείς δεν φυλακίζεται

αποκλειστικά λόγω της αδυναμίας του να εκπληρώσει συμβατική υποχρέωση". Έτσι από την ίδια

τη διατύπωση της διάταξης αυτής προκύπτει λεκτικά και νοηματικά ότι δεν υπήρξε επιθυμία των

συντακτών του Συμφώνου να καταργήσουν ολοσχερώς την προσωπική κράτηση, αλλά μόνο να

ορίσουν ως εξαίρεση, ειδικά για τις απαιτήσεις από σύμβαση, ότι ο οφειλέτης δεν επιτρέπεται να

προσωποκρατηθεί όταν η μη πληρωμή των χρεών του οφείλεται αποκλειστικά σε οικονομική

αδυναμία του. Συνεπώς το μεν άρθρ. 1047§1 ΚΠολΔ εξακολουθεί να προβλέπει την προσωπική

κράτηση ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης κατά εμπόρων για εμπορικές απαιτήσεις, το δε άρθρ.

11 του ως άνω Συμφώνου εισάγει διακωλυτικό κανόνα που αποκλείει γενικότερα την απαγγελία

προσωπικής κράτησης για υποχρεώσεις από σύμβαση, επομένως και κατά εμπόρων για εμπορικές

απαιτήσεις, όταν η μη πληρωμή οφείλεται αποκλειστικά σε αντίστοιχη οικονομική αδυναμία, ενώ σε

κάθε περίπτωση διατηρείται ανέπαφη η δυνατότητα απαγγελίας προσωπικής κράτησης για

απαιτήσεις από αδικοπραξία (ΟλΑΠ 23/ 2005, ΑΠ 33/2011, 272/2011). Επανάληψη της ρύθμισης

του άρθρ. 11 του Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα αποτελεί η διάταξη του

άρθρ. 1 του Τέταρτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της από 4.11.1950 Ευρωπαϊκής Σύμβασης

Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), που ορίζει, ως εξαίρεση και πάλι από τον κανόνα του

επιτρεπτού της προσωπικής κράτησης, ότι κανείς δεν φυλακίζεται λόγω της αδυναμίας του να

εκπληρώσει συμβατική υποχρέωσή του, ενώ η στέρηση της προσωπικής ελευθερίας ως μέτρο για

την είσπραξη γενικώς απαιτήσεων προβλέπεται και από την ίδια την ΕΣΔΑ, που κυρώθηκε αρχικά

με το ν.2329/1953 και εκ νέου με το ν.δ. 53/1974, με το άρθρ. 5§1περ.β της οποίας ορίζεται

σχετικά ότι επιτρέπεται κατ` εξαίρεση η στέρηση της προσωπικής ελευθερίας, μεταξύ άλλων

περιπτώσεων, και όταν το πρόσωπο υποβλήθηκε σε κανονική σύλληψη και κράτηση "εις εγγύησιν

εκτελέσεως υποχρεώσεως οριζομένης υπό του νόμου". Η δυνατότητα απαγγελίας προσωπικής

κράτησης στις παραπάνω περιπτώσεις δεν προσκρούει στις επιταγές των άρθρ. 2§1, 5§§1-4, 7§2

και 25§1 του Συντάγματος, εφόσον η επερχόμενη μ` αυτή στέρηση της προσωπικής ελευθερίας

προβλέπεται με νόμο και δεν έρχεται εξ ορισμού σε αντίθεση οπωσδήποτε με την αρχή της

αναλογικότητας (ΑΠ 495/2010). Ειδικότερα ναι μεν πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας

αποτελούν ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου (άρθρ. 2§1 Συντ.), πυρήνας της

οποίας είναι η απαραβίαστη κατά το άρθρ. 5§3 του Συντάγματος προσωπική ελευθερία, όμως,

όπως ρητά περαιτέρω ορίζεται στην ίδια συνταγματική παράγραφο, επιτρέπεται με νόμο και αυτή

η στέρηση της προσωπικής ελευθερίας (ΟλΑΠ 1/2009), εφόσον βέβαια η στέρησή της είναι

αναγκαία για την προάσπιση του δημόσιου συμφέροντος, όπως ερμηνευτικά θα πρέπει να γίνει

δεκτό. Αυτό ασφαλώς ισχύει για την προσωπική κράτηση (ΑΠ 842/2011), η οποία ως μέσο

εκτέλεσης για την ικανοποίηση ιδιωτικών απαιτήσεων συμβάλλει στη διαφύλαξη της κοινωνικής

ειρήνης με την εμπέδωση αισθήματος δικαίου, υπό την επιφύλαξη πάντως ότι στη συγκεκριμένη

περίπτωση θα διασφαλίζεται παράλληλα και η τήρηση της αρχής της αναλογικότητας (πρβλ. ΟλΑΠ

43/2005, 6/2009), με την έννοια ότι θα πρέπει να σταθμίζονται από το δικαστήριο οι συνθήκες της

κάθε ατομικής περίπτωσης σε σχέση με το σκοπό που εξυπηρετεί το μέτρο της προσωπικής

κράτησης και να λαμβάνεται έτσι το μέτρο αυτό μόνο όταν τελεί σε εύλογη σχέση με τον

επιδιωκόμενο σκοπό και είναι όχι απλώς πρόσφορο, αλλά απόλυτα αναγκαίο για την ικανοποίηση

της σχετικής απαίτησης, ώστε η αναμενόμενη ωφέλεια να μην υπολείπεται της βλάβης που θα

προκαλέσει (ΑΠ 1051/2012, ΑΠ 1380/2013). Έτσι δυσανάλογη και ασφαλώς καταχρηστική θα είναι

η απαγγελία προσωπικής κράτησης όταν εξ αιτίας της οικονομικής αδυναμίας του οφειλέτη δεν

μπορεί να λειτουργήσει ως μέσο πίεσης για την είσπραξη της απαίτησης του δανειστή, δηλαδή ως

μέσο έμμεσης αναγκαστικής εκτέλεσης. Στη συγκεκριμένη περίπτωση το Πρωτοβάθμιο δικαστήριο

απέρριψε το αίτημα της ενάγουσας περί απαγγελίας προσωπικής κράτησης σε βάρος των

εναγομένων - φυσικών προσώπων ως μέσο έμμεσης αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης με την

αιτιολογία ότι δεν προέκυψε θέμα αφερεγγυότητας ή απόκρυψης περιουσιακών στοιχείων των

εναγομένων. Με τον δεύτερο λόγο της έφεσης της ενάγουσας αποδίδεται στην προσβαλλόμενη

απόφαση η πλημμέλεια ότι κατ εσφαλμένη ερμηνεία του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων

απέρριψε το ανωτέρω αίτημα. Σύμφωνα όμως με τις νομικές σκέψεις που προηγήθηκαν, ο λόγος

αυτός της έφεσης είναι αβάσιμος και απορριπτέος αφού τα στοιχεία που έλαβε υπόψη του το

Πρωτοβάθμιο δικαστήριο προκειμένου να κρίνει ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση στηρίζουν και

την κρίση του Δικαστηρίου για την έλλειψη αναγκαιότητας της απαγγελίας προσωπικής κράτησης

σε βάρος των εναγομένων. Ούτε άλλωστε η απαγγελία προσωπικής κράτησης σε βάρος των

ανωτέρω εναγομένων κρίνεται από το παρόν δικαστήριο υπό τις ανωτέρω παραδοχές ως μέτρο

που τελεί σε εύλογη σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό ούτε είναι πρόσφορο και απόλυτα

αναγκαίο, ενόψει της απουσίας αποδεικτικού υλικού για την απόκρυψη περιουσιακών στοιχείων

των εναγομένων αυτών, την αφερεγγυότητά τους ή την κακή τους πίστη ως προς την

ικανοποίηση της απαίτησης της ενάγουσας. (πρβλ ΕφΑθ 6182/2003 δημ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ

1823/2003 ΕΕμπΔ 2004, 294) .



Κατά την παρ. 1 του άρθρου 178 ΚΠολΔ, σε περίπτωση μερικής νίκης και μερικής ήττας κάθε

διαδίκου, το δικαστήριο κατανέμει τα έξοδα ανάλογα με την έκταση της νίκης ή της ήττας του

καθενός. Ακόμη, κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, στις περιπτώσεις της παραγράφου 1, ο

δικαστής μπορεί να επιβάλει το σύνολο των εξόδων σε βάρος του ενός μόνο διαδίκου, αν το μέρος

που απορρίφθηκε από την αίτηση του άλλου διαδίκου είναι ελάχιστο και δεν έδωσε αφορμή για να

αυξηθούν τα έξοδα ή αν ο καθορισμός του μεγέθους της απαίτησης είχε εξαρτηθεί από την κρίση

του δικαστή ή από την εκτίμηση πραγματογνωμόνων. Από την άνω διάταξη της παρ. 2 και κατά

την αληθινή έννοια αυτής συνάγεται ότι ο δικαστής δύναται κατ’ απόκλιση της αρχής της επιβολής

αυτής κατ’ αναλογία της νίκης και ήττας, όχι μόνο να επιβάλει το σύνολο της δικαστικής δαπάνης

σε βάρος του ενός διαδίκου, αλλά και να επιβάλει μέρος της δικαστικής δαπάνης, αν συντρέχει εν

μέρει μόνο κατ’ ουσίαν τέτοια νόμιμη περίπτωση, δηλαδή όταν ο καθορισμός του μεγέθους της

απαίτησης εξαρτάται από την κρίση του Δικαστή, όπως συμβαίνει επί εύλογης αποζημίωσης ή επί

χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, όπου το σχετικό αίτημα του διαδίκου είναι δυνατόν

να γίνει εν μέρει μόνο δεκτό, διότι ο διάδικος εισάγει αίτημα, ο βαθμός αποδοχής του οποίου δεν

είναι ασφαλώς μετρήσιμος, διότι το ύψος εξαρτάται από την κρίση του Δικαστηρίου. (ΕΑ 667/2012

αδημ).



Στην προκείμενη περίπτωση, η ενάγουσα με τον τρίτο και τελευταίο λόγο της έφεσής της

παραπονείται ως προς το κεφάλαιο της δικαστικής δαπάνης, ισχυριζόμενη ότι το πρωτοβάθμιο

Δικαστήριο, εσφαλμένα επιδίκασε σ’ αυτή για δικαστική δαπάνη μόνο το ποσό των 1500 ευρώ. Ο

λόγος αυτός είναι προεχόντως αόριστος, διότι δεν εντοπίζεται στο δικόγραφο της εφέσεως το

αποδιδόμενο στην πληττόμενη απόφαση νομικό σφάλμα ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή των

διατάξεων περί δικαστικής δαπάνης, δηλαδή αν ο καθορισμός του ως άνω ποσού οφείλεται σε μη

νόμιμο υπολογισμό ή σε κάποια άλλη αιτία, ώστε να είναι δυνατό να ελεγχθεί η παραβίαση ή μη

των σχετικών διατάξεων και να αποκλεισθεί η περίπτωση του λογιστικού σφάλματος. Σε κάθε

όμως περίπτωση ο λόγος αυτός είναι και αβάσιμος σύμφωνα, με όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη

που προηγήθηκε, στην προκείμενη περίπτωση, που αντικείμενο της ένδικης αγωγής είναι η

χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, όπου ο καθορισμός του μεγέθους της απαίτησης

εξαρτάται από την κρίση του Δικαστή και το Δικαστήριο μπορεί κατ’ εφαρμογή του άρθρου 178

παρ. 2 ΚΠολΔ, να επιβάλει μέρος μόνο της δικαστικής δαπάνης στον ηττηθέντα διάδικο.



Ενόψει όλων αυτών και δεδομένου ότι αναφορικά με την κρινόμενη από 10-7-2013 (αριθμός

κατάθεσης 4071/2013), έφεση δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα, πρέπει η παραπάνω

έφεση να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν και να επιβληθούν σε βάρος της εκκαλούσας της

έφεσης αυτής, λόγω της ήττας της, τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων, για τον παρόντα βαθμό

δικαιοδοσίας, κατά το νόμιμο αίτημά τους, σύμφωνα με το διατακτικό της παρούσας (άρθρα 176,

183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ).



ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ



Συνεκδικάζει, αντιμωλία των διαδίκων τις: α) από 10-7-2013 (αριθμός κατάθεσης 4071/2013), β)

από 17-6-2013 (αριθμός κατάθεσης 4143/2013) εφέσεις, κατά της με αριθμό 2308/2013 οριστικής

απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών



Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσία την από 10-7-2013 έφεση.



Επιβάλλει σε βάρος της εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων, του παρόντος βαθμού

δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε εξακόσια (600) ευρώ.



Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσία την από 17-6-2013 έφεση.



Επιβάλλει σε βάρος των εκκαλούντων τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης, του παρόντος βαθμού

δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε εξακόσια (600) ευρώ.



Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 29 Μαίου 2014, δημοσιεύθηκε δε σε έκτακτη δημόσια

συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 19 Ιουνίου 2014, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι

πληρεξούσιοι δικηγόροι τους.



Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ


Ρ.Κ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου