.

.

Κυριακή 29 Μαρτίου 2015

ΜΕΣΙΤΙΚΗ ΑΜΟΙΒΗ



ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ (INTRASOFT INTERNATIONAL)

17/2014 ΑΠ ( 619941)



(Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ) Μεσιτική αμοιβή. Προϋποθέσεις οφειλής της. Μετά τις 28.6.1993, το ζήτημα αν η υπόσχεση αμοιβής δόθηκε για μεσολάβηση ή υπόδειξη ευκαιρίας στην αγορά αστικού ακινήτου καθορίζεται αποκλειστικά και μόνον από τη σύμβαση μεσιτείας, η οποία αν είναι ασαφής υπόκειται σε ερμηνεία κατ΄ αρ. 173 και 200 ΑΚ. Η απόδειξη της σύναψης και του περιεχοµένου της δικαιοπραξίας µπορεί να γίνει και µε µάρτυρες. Επαρκείς οι αιτιολογίες της αποφάσεως βάσει των οποίων η κατάρτιση αγοραπωλητηρίου συμβολαίου ήταν απότοκη των ενεργειών της ενάγουσας μεσίτριας, εφόσον χορήγησε στοιχεία στους εντολείς της, είχε διαρκή επαφή μαζί τους, έστω και μέσω των FAX. Οι εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι είχαν συνάψει προγενέστερα άτυπη σύμβαση εντολής με άλλη μεσιτική εταιρία επομένως δεν οφείλουν αμοιβή στην ενάγουσα, όμως δεν δικαιολογούν επαρκώς γιατί στο συµβόλαιο αγοραπωλησίας αναγράφηκε ότι δεν µεσολάβησε κτηµατοµεσίτης, γιατί δεν απέστειλαν στην ενάγουσα (προς διασφάλισή τους) έγγραφο περί του ότι το ακίνητο αυτό είχε ήδη υποδειχθεί σε αυτούς προηγουµένως από άλλη μεσίτρια, γιατί δεν απάντησαν εγγράφως, όταν η ενάγουσα απέστειλε FAΧ σ΄ αυτούς για την πορεία της μεσολάβησης. (Απορρίπτει αναίρεση κατά της υπ΄ αριθμ. 5616/2012 απόφασης ΕφΑθηνών).






Αριθμός 17/2014

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Πολιτικό Τμήμα Β1`

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Λυκούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ανδρέα Δουλγεράκη, Νικόλαο Πάσσο, Δημήτριο Κόμη και Στυλιανή Γιαννούκου, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 19 Νοεμβρίου 2013, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:

Των αναιρεσειόντων: 1) Π. Θ. του Α., κατοίκου ... και 2) ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία ".. ........", που εδρεύει στην ..... και εκπροσωπείται νόμιμα, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ιωάννη Γλύκα με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.

Της αναιρεσίβλητης: Εταιρείας με την επωνυμία ".... ... ...", που εδρεύει στην ... και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Μπουμπουρή με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 9-3-2010 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 198/2010 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 5616/2012 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 14-3-2013 αίτησή τους.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ανδρέας Δουλγεράκης διάβασε την από 7-11-2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης.

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά τη διάταξη του άρθρου 703 § 1 ΑΚ, εκείνος που υποσχέθηκε αμοιβή σε κάποιον άλλο (μεσίτη) για τη μεσολάβηση ή την υπόδειξη ευκαιρίας για τη σύναψη μιας σύμβασης, έχει υποχρέωση να πληρώσει μόνο αν η σύμβαση καταρτισθεί ως συνέπεια αυτής της μεσολάβησης ή της υπόδειξης. Πότε υπάρχει μεσολάβηση και πότε υπόδειξη δεν ορίζεται στο νόμο και, εφόσον το περιεχόμενο αυτών δεν προκύπτει από τη σύμβαση, η μεσολάβηση περιλαμβάνει συνήθως κάθε πρόσφορη ενέργεια του μεσίτη για να έλθουν σε επαφή τα ενδιαφερόμενα μέρη, με σκοπό να συνεννοηθούν για την κατάρτιση της σύμβασης και είναι δυνατό, αλλά δεν απαιτείται, να περιλαμβάνει επιπλέον και την παρακολούθηση από το μεσίτη των συνεννοήσεων των μερών, τη μεταφορά ή γνωστοποίηση των προτεινόμενων από το ένα μέρος στο άλλο όρων ή και τη διαπραγμάτευση των όρων αυτών, ενώ η υπόδειξη ευκαιρίας είναι κάτι λιγότερο από τη μεσολάβηση, διότι με αυτήν ο μεσίτης ενημερώνει απλώς τον εντολέα του για την ύπαρξη συγκεκριμένης και άγνωστης προηγουμένως σ` αυτόν δυνατότητας σύναψης της σύμβασης που τον ενδιαφέρει. Η εντολή προς το μεσίτη μπορεί να αφορά μόνο στη μεσολάβηση ή μόνο στην υπόδειξη ευκαιρίας ή και στις δύο. Αν η εντολή και η υπόσχεση αμοιβής δόθηκαν για την υπόδειξη ευκαιρίας και η κύρια σύμβαση καταρτίσθηκε με μεσολάβηση του μεσίτη, πληρούται ο σκοπός του νόμου και οφείλεται η αμοιβή, εκτός αν προκύπτει κάτι άλλο από τη σύμβαση μεσιτείας. Στην αντίστροφη περίπτωση, δηλαδή όταν η υπόσχεση αμοιβής δόθηκε αποκλειστικά και μόνο για τη μεσολάβηση του μεσίτη, η κατάρτιση της σύμβασης με απλή υπόδειξη του τελευταίου δεν αρκεί για το εναγώγιμο της αμοιβής του. Σημειώνεται ότι η διάταξη του άρθρου 3 § 4 του ν. 308/1976 "περί μεσιτών αστικών συμβάσεων" όριζε ότι η υπόδειξη από το μεσίτη του αντικειμένου της σκοπούμενης αστικής σύμβασης θεωρείται ως πλήρως εκπληρωθείσα εντολή, εφόσον η σύμβαση καταρτίσθηκε συνεπεία της υπόδειξης αυτής και καθιέρωνε, έτσι, νόμιμο τεκμήριο για την εκπλήρωση της δοθείσας στο μεσίτη εντολής, με μόνη την υπόδειξη του αντικειμένου της σύμβασης, που καταρτίσθηκε συνεπεία της υπόδειξης. Ο ανωτέρω νόμος, όμως, καταργήθηκε με το άρθρο 3 του π.δ. 248/1993, που εκδόθηκε κατ` εξουσιοδότηση του άρθρου 15Α του ν. 2000/1991, όπως το άρθρο αυτό προστέθηκε με το άρθρο 70 του ν. 2065/1992 και συμπληρώθηκε με το άρθρο 21 του ν. 2081/1992 και, συνεπώς, από τη δημοσίευση του άνω π.δ. (28.6.1993) έπαυσε να ισχύει και το παραπάνω τεκμήριο. Για το λόγο αυτό, μετά τις 28.6.1993, το ζήτημα αν η υπόσχεση αμοιβής δόθηκε για μεσολάβηση ή υπόδειξη ευκαιρίας στην αγορά αστικού ακινήτου καθορίζεται αποκλειστικά και μόνον από τη σύμβαση μεσιτείας, η οποία, αν είναι σαφής, προσδιορίζει απευθείας αν η εντολή και η υπόσχεση αμοιβής δόθηκε για τη μεσολάβηση ή για την υπόδειξη ευκαιρίας, ενώ αν είναι ασαφής ή υπάρχει κενό υπόκειται σε ερμηνεία, κατά τις διατάξεις των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, προκειμένου να επιλυθεί το παραπάνω ζήτημα. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 3 του ΠΔ 248/1993 "περί μεσιτών αστικών συμβάσεων", από την έναρξη ισχύος του παρόντος Π.Δ. (28.6.1993) καταργείται ο ν. 308/1976, όπως έχει τροποποιηθεί μεταγενέστερα, καθώς και οποιαδήποτε άλλη ειδική διάταξη που αντίκειται σε αυτόν. Ετσι καταργήθηκε και η διάταξη του άρθρου 3 παρ. 1 του ν. 308/1976, που όριζε ότι η διδομένη εντολή προς τον μεσίτη αστικών συμβάσεων πρέπει να είναι έγγραφη, στις περιπτώσεις εκείνες που το ποσό των µεσιτικών δικαιωµάτων υπερβαίνει το ποσό των δέκα χιλιάδων δραχµών. Όµως, αν ο έγγραφος τύπος για τη συγκεκριµένη δικαιοπραξία δεν έχει οριστεί από το νόµο ως συστατικός ή αποδεικτικός, τότε η απόδειξη της σύναψης και του περιεχοµένου της δικαιοπραξίας µπορεί να γίνει και µε µάρτυρες, σύµφωνα µε τις διατάξεις του KΠολΔ. Εξάλλου, κατά το άρθρο 211 Α.Κ., δήλωση βούλησης από κάποιον (αντιπρόσωπο) στο όνοµα άλλου (αντιπροσωπευόμενου) µέσα στα όρια της εξουσίας αντιπροσώπευσης ενεργεί αµέσως υπέρ και κατά του αντιπροσωπευόμενου. Το αποτέλεσµα αυτό επέρχεται είτε η δήλωση γίνει ρητά στο όνοµα του αντιπροσωπευόμενου, είτε συνάγεται από τις περιστάσεις, ότι έγινε στο όνοµα του. Τέλος, με τον αναιρετικό λόγο του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, ελέγχεται η ορθότητα της ελάσσονος πρότασης του νομικού συλλογισμού, από την άποψη αν οι παραδοχές της απόφασης πληρούν το πραγματικό του κανόνα δικαίου, που το δικαστήριο εφάρμοσε. Η, κατά την έννοια του αριθμού αυτού, ανεπαρκής ή αντιφατική αιτιολογία, που έχει ως συνέπεια την αναίρεση της απόφασης, για έλλειψη νόμιμης βάσης, υπάρχει και όταν από το αιτιολογικό της απόφασης δεν προκύπτουν, κατά τρόπο πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία στηρίζουν τη διάπλαση ή διάγνωση που έλαβε χώρα. Στην προκειμένη περίπτωση το εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφαση του, δέχθηκε τα παρακάτω, κρίσιμα για την έρευνα των λόγων αναίρεσης, πραγματικά περιστατικά : Η ενάγουσα (ήδη αναιρεσίβλητη) εταιρεία έχει αντικείμενο εργασιών τη μεσιτεία αστικών συμβάσεων, νομίμως εγγεγραμμένη στο επαγγελματικό επιμελητήριο Αθηνών, με αριθμό γενικού μητρώου .... Με την ιδιότητα της αυτή συνήψε με τον πρώτο εναγόμενο (ήδη πρώτο αναιρεσείοντα), ενεργούντα για τον εαυτό του ατομικά και για λογαριασμό της δεύτερης εναγομένης (ήδη δεύτερης αναιρεσείουσας) εταιρίας, σύμβαση μεσιτείας, δυνάμει της από 5-11-2008 έγγραφης εντολής, προς υπόδειξη ευκαιρίας για την πώληση ενός ακινήτου, επιφανείας 405 τ.μ. εντός οικοπέδου 135 τ.μ., επί της οδού ... αριθμ. .. στην Αθήνα, ιδιοκτησίας (κατά την έγγραφη εντολή) της δεύτερης εναγομένης εταιρίας, αντί τιμήματος ποσού 4.000.000 ευρώ. Η δεύτερη εναγομένη δεν ήταν κατά τον χρόνο σύναψης της σύμβασης αυτής κυρία του παραπάνω ακινήτου, αφού είχε συνάψει σύμβαση χρηματοδοτικής μίσθωσης με την εταιρία "......... .....", η οποία ήταν και ιδιοκτήτρια αυτού, πλην όμως αυτή ήταν ο μεσιτικός εντολέας. Ως μεσιτική αμοιβή συμφωνήθηκε το ποσό των 80.000 ευρώ πλέον ΦΠΑ, με το νόμιμο τόκο μετά την παρέλευση δεκαημέρου από την κατάρτιση της σύμβασης πώλησης, χωρίς όχληση, και σε περίπτωση επίτευξης μικρότερου ή μεγαλύτερου τιμήματος, συμφωνήθηκε η αμοιβή να μειώνεται ή να αυξάνεται ανάλογα, ώστε να ανέρχεται σε ποσοστό δύο τοις εκατό (2%) επί του συμφωνηθησομένου τιμήματος. Με την ίδια έγγραφη εντολή ο πρώτος εναγόμενος ανέλαβε ρητά την υποχρέωση να καταβάλει στην ενάγουσα τη συμφωνηθείσα μεσιτική αμοιβή, ευθυνόμενος εις ολόκληρον με τη δεύτερη εναγομένη. Στη συνέχεια, ο τρίτος εναγόμενος, ο οποίος ενεργούσε για τον εαυτό του ατομικά και για λογαριασμό και επ` ονόματι των τετάρτου και πέμπτης των εναγομένων (μη διαδίκων στην παρούσα αναιρετική δίκη), ανέθεσε στην ενάγουσα να του υποδείξει ευκαιρία προς αγορά ακινήτου. Ειδικότερα, με την από 13-11-2008 έγγραφη εντολή του, το κείμενο της οποίας απέστειλε σ` αυτόν η ενάγουσα με FAX, στο οποίο αναγράφονταν, μεταξύ άλλων, σαφώς η περιγραφή και τα στοιχεία του ως άνω ακινήτου, καθώς και το τίμημα πώλησης, ποσού 4.000.000 ευρώ, ο τρίτος εναγόμενος ανέλαβε την υποχρέωση, σε περίπτωση αγοράς του ακινήτου αυτού από τον ίδιο ή τον τέταρτο ή την πέμπτη των εναγομένων ή εταιρία στην οποία μετέχουν καθ` οιονδήποτε τρόπο ή τα συμφέροντα της οποίας εκπροσωπούν οι παραπάνω, να καταβληθεί στην ενάγουσα, ως μεσιτική αμοιβή, ποσοστό δύο τοις εκατό (2%) επί του συμφωνηθησομένου τιμήματος, πλέον ΦΠΑ, με το νόμιμο τόκο μετά την παρέλευση δεκαημέρου από την κατάρτιση της σύμβασης αγοράς, χωρίς όχληση. Ακολούθως, η ενάγουσα με τα, από 12-5-2009 και 16-7-2009 FΑΧ, που απέστειλε στους τρίτο και τέταρτο των εναγομένων, αντίστοιχα, ενημέρωσε αυτούς ότι ο πωλητής μείωσε το τίμημα για το εν λόγω ακίνητο στα ποσά των 3.200.000 και 2.800.000 ευρώ, αντίστοιχα. Επίσης με FAX η ενάγουσα ενημέρωσε τον εντολέα της, πρώτο εναγόμενο, ότι είχε ήδη υποδείξει το προς πώληση ακίνητο σε εντολείς της, μεταξύ των οποίων ανέφερε και τον τέταρτο εναγόμενο, ενεργούντα και για λογαριασμό της πέμπτης εναγομένης. Τελικά, ο τέταρτος εναγόμενος, ενεργώντας ως πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της έκτης εναγομένης εταιρείας, με την επωνυμία "..............", αγόρασε στο όνομα αυτής το ως άνω ακίνητο, δυνάμει του νομίμως μεταγραφέντος .../20-10- 2009 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Αθηνών ............. , από τη δεύτερη εναγομένη, ιδιοκτήτρια πλέον του ακινήτου, μετά τη λύση της ως άνω χρηματοδοτικής μίσθωσης, με το .../20-10-2009 συμβόλαιο της ίδιας ως άνω συμβολαιογράφου, έναντι αναγραφόμενου (στο συμβόλαιο) τιμήματος ποσού 920.000 ευρώ, με αντικειμενική αξία ποσού 663.264 ευρώ. Στο παραπάνω συμβόλαιο αναγράφηκε ότι για την αγοραπωλησία του ακινήτου δεν μεσολάβησε κτηματομεσίτης. Η κατάρτιση του ως άνω αγοραπωλητηρίου συμβολαίου είναι απότοκη των ενεργειών της ενάγουσας και συγκεκριμένα οφείλεται στη χορήγηση των στοιχείων του κάθε, ως άνω, εντολέα της στον άλλο και στη διαρκή επικοινωνία και επαφή μαζί τους, έστω και μέσω των FAX, για τη χορήγηση στοιχείων κρίσιμων για τη σύναψη της σύμβασης, όπως του τιμήματος του ακινήτου, όπως καθοριζόταν κάθε φορά από τον πωλητή, ενέργειες οι οποίες και αρκούν για την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ εντολής και κατάρτισης της σύμβασης και όχι, όπως αβάσιμα ισχυρίζονται οι εναγόμενοι, στη μεσιτική δραστηριότητα της εταιρείας με την επωνυμία ".... ..........". Ο πρώτος εναγόμενος ισχυρίζεται ότι είχε συνάψει, προγενέστερα, το Μάρτιο του 2008, άτυπη σύμβαση εντολής με την άνω εταιρία για την υπόδειξη ευκαιρίας προς πώληση του ως άνω ακινήτου, χωρίς αμοιβή, την οποία θα ελάμβανε αυτή μόνο από τον αγοραστή και ότι πράγματι του υπέδειξε, ως αγοραστή, τον τέταρτο εναγόμενο, που ενεργούσε και για λογαριασμό της πέμπτης και έκτης των εναγομένων. Ισχυρίζονται, επίσης, τόσο αυτός όσο και οι λοιποί εναγόμενοι, ότι ο τέταρτος εναγόμενος είχε επίσης συνάψει με την άνω εταιρία την προσκομιζόμενη και επικαλούμενη από 14-5-2008 έγγραφη σύμβαση εντολής- μεσιτείας, προς υπόδειξη ευκαιρίας για αγορά ακινήτου, στην οποία αναφέρθηκε ρητά και το άνω ακίνητο, έναντι συμφωνηθείσας μεσιτικής αμοιβής ποσοστού 1% επί του συμφωνηθησομένου τιμήματος αγοραπωλησίας του ακινήτου και συνεπώς η ανωτέρω πώληση πραγματοποιήθηκε με τη μεσολάβηση της εταιρίας αυτής και όχι της ενάγουσας, που υπέδειξε μεταγενέστερα το παραπάνω ακίνητο προς πώληση και αγορά, αντίστοιχα. Οι εναγόμενοι προσκομίζουν ακόμη, προς απόδειξη του ισχυρισμού τους, την 280/27-10-2009 απόδειξη παροχής υπηρεσιών, στην οποία εμφαίνεται ότι η έκτη εναγομένη κατέβαλε στην ως άνω ΕΠΕ, ως µεσιτική αµοιβή, για την αγορά του εν λόγω ακινήτου, το ποσό των 9.200 ευρώ, πλέον ΦΠΑ ποσού 1.748 ευρώ. Κατά την κρίση όµως του Δικαστηρίου η απόδειξη αυτή αναφέρεται σε συναλλαγή που δεν έλαβε χώρα, καταρτίστηκε δε µε αποκλειστικό σκοπό να αποφευχθεί η καταβολή της συµφωνηθείσας µεσιτικής αµοιβής στην ενάγουσα. Ειδικότερα, οι εναγόµενοι, παρότι προβάλλουν τους παραπάνω ισχυρισµούς, δεν δικαιολογούν επαρκώς για ποιο λόγο α)στο συµβόλαιο αγοραπωλησίας του επίδικου ακινήτου αναγράφηκε ότι δεν µεσολάβησε κτηµατοµεσίτης, ενώ οι ίδιοι ισχυρίζονται µεσολάβηση της παραπάνω εταιρίας, β) παρότι το εν λόγω ακίνητο αναφέρεται στις ως άνω δοθείσες προς την ενάγουσα έγγραφες εντολές ρητά και συγκεκριµένα µε όλα τα στοιχεία που το εξατομικεύουν, γιατί δεν απέστειλαν στην ενάγουσα (προς διασφάλισή τους) έγγραφο περί του ότι το ακίνητο αυτό είχε ήδη υποδειχθεί σε αυτούς προηγουµένως από την παραπάνω εταιρία, παρά µόνο αρκέσθηκαν σε τηλεφωνική επικοινωνία µε υπάλληλο της ενάγουσας, στην οποία, όπως ισχυρίζονται, ανέφεραν το γεγονός αυτό και γ)γιατί δεν απάντησαν εγγράφως, όταν η ενάγουσα απέστειλε στη συνέχεια στους τρίτο και τέταρτο των εναγοµένων τα από 12- 5-2009 και 16-7- 2009 FAΧ, αντίστοιχα, µε τα οποία ενηµέρωνε αυτούς ότι ο πωλητής µείωσε το τίµηµα για το εν λόγω ακίνητο στα ποσά των 3.200.000 και 2.800.000 ευρώ αντίστοιχα, ενώ παράλληλα µε FAΧ ενηµέρωνε τον εντολέα της, πρώτο εναγόµενο, ότι είχε υποδείξει το προς πώληση ακίνητο σε εντολείς της, µεταξύ των οποίων και ο τέταρτος εναγόµενος, ενεργώντας και για λογαριασµό της πέµπτης εναγοµένης εταιρείας. Τα παραπάνω αναφερόµενα περί τηλεφωνικής επικοινωνίας µε υπάλληλο της ενάγουσας, που κατατέθηκαν και από τους µάρτυρες των εναγοµένων, δεν κρίνονται πειστικά από το Δικαστήριο. Δεν κρίνεται επίσης πειστικός ο ισχυρισµός των εναγοµένων, ότι παρότι η ανωτέρω εταιρία τους είχε υποδείξει το συγκεκριμένο ακίνητο νωρίτερα, παρά ταύτα υπέγραψαν σε χρόνο µεταγενέστερο έγγραφη εντολή µε την ενάγουσα για µεσολάβησή της, µεταξύ άλλων και για την αγοραπωλησία του συγκεκριμένου ακινήτου. Τα παραπάνω πραγµατικά περιστατικά, που επικαλούνται οι εναγόµενοι, αναιρούνται από τη σαφή και κατηγορηµατική κατάθεση της µάρτυρος απόδειξης στο ακροατήριο του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, για την αξιοπιστία της οποίας το Δικαστήριο δεν έχει λόγους να αμφιβάλλει, η οποία καταθέτει από δική της άµεση αντίληψη για όλα τα ως άνω κρίσιµα γεγονότα. Ενισχυτικό της παραπάνω κρίσης είναι και το γεγονός ότι η προσκοµιζόµενη και επικαλούµενη από 14-5-2008 έγγραφη εντολή του τετάρτου εναγοµένου προς την εταιρία µε την επωνυµία "................ .............. ............." δεν προκύπτει ότι είναι πράγµατι αντίγραφο από το βιβλίο εντολών, αφού η θεώρηση της Δ.Ο.Υ. βρίσκεται σε ανεξάρτητη σελίδα και δεν προκύπτει αν αφορά το συγκεκριµένο αντίγραφο. Αντίθετα, οι επικαλούµενες από την ενάγουσα εντολές των εναγοµένων προς αυτήν έχουν νοµίµως καταχωρηθεί στο σχετικό βιβλίο εντολών, στις σελίδες 0015227 και 0015279, αντίστοιχα, όπως προκύπτει από το προσκοµιζόµενο αντίγραφο. Το γεγονός της µεσολάβησης της ενάγουσας στην αγοραπωλησία άλλου ακινήτου και όχι της προαναφερθείσας εταιρίας µε την επωνυµία "...............", όπως είχαν ισχυρισθεί και οι εναγόµενοι της αγωγής εκείνης, έγινε εξάλλου δεκτό και µε την προσκοµιζόµενη από την ενάγουσα 5046/2008 απόφαση του Εφετείου Αθηνών.

Από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά µέσα σε συνδυασµό µε τα διδάγµατα της κοινής πείρας, προέκυψε ότι το αναγραφόµενο στο παραπάνω αγοραπωλητήριο συµβόλαιο τίµηµα των 920.000 ευρώ του επιδίκου ακινήτου, ήτοι οικοδοµής που έχει χαρακτηρισθεί διατηρητέα µε Προεδρικό Διάταγµα, αποτελούµενης από υπόγειο 120 τ.µ. και ισόγειο (δύο καταστήµατα 30 τ.µ. και 90 τ.µ. αντίστοιχα), µε πατάρι 120 τ.µ., επί οικοπέδου 122,62 τ.µ. στην οδό ... αριθµ. .. στο Δήµο Αθηνών, δεν ανταποκρίνεται στο πραγµατικό τίµηµα αυτού, που ανήλθε στο ποσό των 2.300.000 ευρώ, όπως τούτο διαβεβαίωσε και η εξετασθείσα ενώπιον του Πρωτοβαθµίου Δικαστηρίου µάρτυρας απόδειξης. Η τακτική αυτή, δηλαδή η αναγραφή στα συμβόλαια µικρότερου τιµήµατος αντί του πραγµατικά συµφωνηθέντος, συνηθίζεται στις συναλλαγές για καθαρά φορολογικούς λόγους. Εξάλλου, όπως προκύπτει σαφώς απο τα προσκομιζόμενα έγγραφα και δη την έγγραφη εντολή των εναγομένων προς την ενάγουσα και τα FAΧ, που η τελευταία απέστειλε προς ενημέρωση στους τρίτο και τέταρτο των εναγομένων, αντίστοιχα, ο πρώτος των εναγομένων είχε καθορίσει αρχικά ως προτεινόμενη τιμή πώλησης του εν λόγω ακινήτου το ποσό των 4.000.000 ευρώ, την οποία στις 12-5-2009 μείωσε στο ποσό των 3.200.000 ευρώ και τελικά στις 16-7-2009 (τρεις περίπου μήνες πριν την κατάρτιση του συμβολαίου πώλησης του ακινήτου) στο ποσό των 2.800.000 ευρώ.

Συνεπώς, η αμοιβή που οφείλεται στην ενάγουσα για την ως άνω μεσιτική της δραστηριότητα ανέρχεται για μεν τους πρώτο και δεύτερη των εναγομένων, ευθυνόμενων, κατά τα συμφωνηθέντα εις ολόκληρον, στο ποσό των 46.000 ευρώ (2.300.000 Χ 2%), για δε τους λοιπούς εναγομένους, στο ίδιο ποσό. Με τις παραδοχές αυτές το Εφετείο, απέρριψε την έφεση των αναιρεσειόντων, κατά της απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, με την οποία και εκείνο, δεχθέν, κατ` αποτέλεσμα, τα ίδια, υποχρέωσε τους αναιρεσείοντες να καταβάλουν στην ενάγουσα, εις ολόκληρον καθένας, το ποσό των 46.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο. Με την κρίση του αυτή διέλαβε στην απόφαση του πλήρεις, σαφείς και δίχως αντιφάσεις αιτιολογίες, οι οποίες στηρίζουν αυτοτελώς, το αποδεικτικό πόρισμα του και καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο της, ως προς την ορθή εφαρμογή των ουσιαστικού δικαίου διατάξεων που προαναφέρθηκαν και τις οποίες εφάρμοσε. Οι παρακάτω, ειδικότερες, αιτιάσεις των αναιρεσειόντων, οι οποίες προβάλλονται, αντίστοιχα, με τους τρίτο (κατά το πρώτο μέρος του), τέταρτο (κατά το δεύτερο μέρος του) και έκτο (κατά το πρώτο μέρος του), λόγους αναίρεσης, ότι δεν αιτιολογείται επαρκώς η κρίση του δικαστηρίου ότι: 1) η 280/27-10-2009 απόδειξη παροχής υπηρεσιών αναφέρεται σε συναλλαγή που δεν έλαβε χώρα και έγινε με σκοπό να αποφευχθεί η καταβολή μεσιτικής αμοιβής 2) οι εναγόμενοι δεν δικαιολογούν επαρκώς για ποιο λόγο α)στο συµβόλαιο αγοραπωλησίας του επίδικου ακινήτου αναγράφηκε ότι δεν µεσολάβησε κτηµατοµεσίτης β) παρότι το εν λόγω ακίνητο αναφέρεται στις ως άνω δοθείσες προς την ενάγουσα έγγραφες εντολές, γιατί δεν απέστειλαν στην ενάγουσα (προς διασφάλισή τους) έγγραφο περί του ότι αυτό είχε ήδη υποδειχθεί σε αυτούς προηγουµένως από την παραπάνω εταιρία και γ)γιατί δεν απάντησαν εγγράφως, όταν η ενάγουσα απέστειλε στη συνέχεια στους τρίτο και τέταρτο των εναγοµένων τα από 12-5-2009 και 16-7-2009 FAΧ, αντίστοιχα, µε τα οποία ενηµέρωνε αυτούς ότι ο πωλητής µείωσε το τίµηµα για το εν λόγω ακίνητο στα ποσά των 3.200.000 και 2.800.000 ευρώ αντίστοιχα, ενώ παράλληλα µε FAΧ ενηµέρωνε τον εντολέα της, πρώτο εναγόµενο, ότι είχε υποδείξει το προς πώληση ακίνητο σε εντολείς της, µεταξύ των οποίων και ο τέταρτος εναγόµενος, 3) το αναγραφόµενο στο παραπάνω αγοραπωλητήριο συµβόλαιο τίµηµα των 920.000 ευρώ του επιδίκου ακινήτου, ανήλθε στο ποσό των 2.300.000 ευρώ, είναι απαράδεκτες διότι, με την επίκληση της, από τον αρ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, πλημμέλειας επιχειρείται, απαραδέκτως, ο έλεγχος της επί της ουσίας κρίσης του δικαστηρίου. Επομένως, αυτοί οι λόγοι αναίρεσης, κατά τα αντίστοιχα μέρη τους, είναι απορριπτέοι. Περαιτέρω, απορριπτέος είναι στο σύνολο του και ο πέμπτος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο προβάλλεται η αιτίαση, ότι το εφετείο, ως προς την κρίση του, περί της κατάρτισης της σύμβασης πώλησης με τη μεσολάβηση της αναιρεσίβλητης, δεχθέν, ειδικότερα, ότι το γεγονός της µεσολάβησης της ενάγουσας στην αγοραπωλησία άλλου ακινήτου και όχι της εταιρίας µε την επωνυµία "............................ ....", έγινε, εξάλλου, δεκτό και µε την προσκοµιζόµενη από την ενάγουσα 5046/2008 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, διέλαβε στην απόφαση του ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες, είναι απαράδεκτος, διότι και η πλημμέλεια αυτή αναφέρεται στην, επί της ουσίας, ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου.

Ο αναιρετικός λόγος του άρθρου 559 αριθμός 11 περ. γ` ΚΠολΔ. ιδρύεται όταν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα, που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων. Ο λόγος αυτός, όμως, δεν ιδρύεται αν προκύπτει από την απόφαση, ότι λήφθηκαν υπόψη τα παραπάνω αποδεικτικά μέσα, όπως και όταν το δικαστήριο, εκτιμώντας, κατά νόμο, ελεύθερα αυτά, τους αποδίδει αποδεικτική δύναμη, διαφορετική από εκείνη την οποία τους αποδίδει ο αναιρεσείων. Στην προκείμενη περίπτωση, οι αναιρεσείοντες, με τους πρώτο, κατά το πρώτο, τέταρτο, κατά το πρώτο και έκτο, κατά το τρίτο, μέρος τους, λόγους προσάπτουν στην προσβαλλόμενη απόφαση, πλημμέλειες, από τον αρ. 11 περ. γ` του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ότι το εφετείο 1) δεν έλαβε υπόψη του και 2) δεν εκτίμησε, σωστά, τις ένορκες καταθέσεις στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, των μαρτύρων Π. Ζ., Δ. Δ. και Κ. Ξ., τις ένορκες καταθέσεις σε συμβολαιογράφο, .../17.5.2010 της Κ. Κ., .../12-5-2010 του Σ. Σ., .../12-5-2010 του Σ. Κ. και .../12.5.2010 του Γ. Μ. και το .../20-10-2009 πωλητήριο συμβόλαιο της συμ/φου Αθηνών ................ . Από τη σαφή διαβεβαίωση που περιέχεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, τη ρητή αναφορά ότι λήφθηκαν υπόψη τα συγκεκριμένα αποδεικτικά μέσα, καθώς και την έμμεση ομολογία των αναιρεσειόντων, δεν καταλείπεται αμφιβολία, ότι το Εφετείο, προκειμένου να καταλήξει στο αποδεικτικό πόρισμα του, έλαβε υπόψη του αυτά και τα συνεκτίμησε, μη προκύπτοντος του αντιθέτου, από τη διαφορετική αποδεικτική αξία που τους απέδωσε, εκτιμώντας, όπως είχε τη δυνατότητα, ελεύθερα αυτά. Επομένως, οι παραπάνω λόγοι αναίρεσης, ως προς την πρώτη αιτίαση είναι αβάσιμοι και ως προς τη δεύτερη απαράδεκτοι.

Περαιτέρω, ο πρώτος, κατά το δεύτερο μέρος του, και ο έκτος, κατά το τελευταίο μέρος τους, με το οποίο προβάλλονται αιτιάσεις από τον αρ. 8 του άρθρου 559, ότι το εφετείο δεν έλαβε υπόψη του τα αναφερόμενα στα παραπάνω αποδεικτικά μέσα πραγματικά περιστατικά, είναι απαράδεκτοι, ενόψει του ότι δεν προσδιορίζονται οι συγκεκριμένοι ουσιώδεις πραγματικοί ισχυρισμοί και ο τρόπος επίκλησης των στο δικαστήριο. Τέλος, ο πρώτος λόγος, κατά το τρίτο μέρος του, από τον αρ. 19 του ίδιου άρθρου είναι απαράδεκτος διότι, με αυτόν επιχειρείται, απαραδέκτως, η επί της ουσίας ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου. Με τους δεύτερο, (κατά το πρώτο) και τρίτο (κατά το δεύτερο), μέρος τους, λόγους της αναίρεσης, από τον αρ. 11 περ. γ` του άρθρου 559 ΚΠολΔ, οι αναιρεσείοντες προσάπτουν στην προσβαλλόμενη απόφαση και την πλημμέλεια, ότι το εφετείο δεν έλαβε υπόψη του την, από 14-5-2008, έγγραφη εντολή του τέταρτου εναγομένου προς τη εταιρεία με την επωνυμία "................... .............". Οπως, όμως, προκύπτει από το περιεχόμενο της απόφασης και ειδικότερα από την περικοπή αυτής "Ενισχυτικό της παραπάνω κρίσης είναι και το γεγονός ότι η προσκοµιζόµενη και επικαλούµενη από 14-5-2008 έγγραφη εντολή του τετάρτου εναγοµένου προς την εταιρία µε την επωνυµία ".......................... .......", δεν προκύπτει ότι είναι πράγµατι αντίγραφο από το βιβλίο εντολών, αφού η θεώρηση της Δ.Ο.Υ. βρίσκεται σε ανεξάρτητη σελίδα και δεν προκύπτει αν αφορά το συγκεκριµένο αντίγραφο. Αντίθετα οι επικαλούµενες από την ενάγουσα εντολές των εναγοµένων προς αυτήν έχουν νοµίµως καταχωρηθεί στο σχετικό βιβλίο εντολών, στις σελίδες 0015227 και 0015279, αντίστοιχα, όπως προκύπτει από το προσκοµιζόµενο αντίγραφο", το εφετείο έλαβε υπόψη του και το έγγραφο αυτό. Επομένως, είναι αβάσιμοι και ο παραπάνω λόγοι της αναίρεσης, κατά τη σχετική αιτίαση των.

Περαιτέρω, ο δεύτερος κατά το από τον αρ. 19 του ίδιου άρθρου μέρος του, είναι απαράδεκτος, διότι με αυτό πλήττεται η ανέλεγκτη, επί της ουσίας, κρίση του δικαστηρίου. Με τον έκτο λόγο αναίρεσης, κατά το δεύτερο μέρος του, από τους αρ. 20 και 12 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, προβάλλεται από τους αναιρεσείοντες, ότι το Εφετείο, με το να δεχτεί ότι η πραγματική αξία του πωληθέντος ακινήτου ήταν εκείνη των 2.300.000 ευρώ, α)παραμόρφωσε το περιεχόμενο και 2)δεν απέδωσε την αποδεικτική δύναμη του δημοσίου εγγράφου στο .../20-10-2009 συμβόλαιο αγοραπωλησίας της συμβολαιογράφου Αθηνών ........ ................... , που οι ίδιοι είχαν προσκομίσει, προς απόδειξη του ισχυρισμού των, ότι η αξία του ακινήτου ήταν εκείνη των 920.000 ευρώ. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος, κατά το αντίστοιχο μέρος του, διότι, 1) όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το δικαστήριο κατέληξε στην κρίση του, συνεκτιμώντας το περιεχόμενο του παραπάνω συμβολαίου με τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία και όχι αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο από αυτό, και 2) το ύψος του τιμήματος μπορεί να αποδειχθεί και από άλλα αποδεικτικά μέσα, ενόψει του ότι δεν περιλαμβάνεται στα στοιχεία εκείνα τα οποία υποπίπτουν στην άμεση αντίληψη του συμβολαιογράφου και συνεπώς δεν παρέχει πλήρη απόδειξη, ως προς το ύψος αυτού, αποκλείουσα την ανταπόδειξη, αφού αφορά σε δήλωση των συμβληθέντων και περιστατικό του οποίου την ακρίβεια ο συμβολαιογράφος δεν ήταν υποχρεωμένος να ελέγξει.

Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης, να καταδικαστούν δε οι αναιρεσείοντες, ως ηττώμενοι, στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, σύμφωνα με τα άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ, όπως, ειδικότερα, ορίζονται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την, από 14-3-2013, αίτηση των αναιρεσειόντων για την αναίρεση της 5616/2012 απόφασης του Εφετείου Αθηνών.

Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Δεκεμβρίου 2013.

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 7 Ιανουαρίου 2013.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Ρ.Κ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου