.

.

Κυριακή 29 Μαρτίου 2015

ΑΠΑΤΗ



171/2012 ΑΠ (ΠΟΙΝ) ( 567162)


(Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)


Πλημμεληματική απάτη. Στοιχεία αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης. Παραπλάνηση -

παράλειψη ανακοίνωσης αληθινών γεγονότων - αθέμιτη παρασιώπηση αν από το νόμο ή από

σύμβαση τάσσεται αντίθετη υποχρέωση ανακοινώσεως. Τέτοια υποχρέωση ανακοίνωσης μπορεί να

θεμελιωθεί και στην από τις διατάξεις των αρ. 197, 288 και 330 ΑΚ επιβαλλόμενη στο

συναλλασσόμενο συμπεριφορά κατά τα συναλλακτικά ήθη και την καλή πίστη. Πραγματικά

περιστατικά. Ψευδείς παραστάσεις μεσίτη αγοραπωλησιών ακινήτων στους εντολείς πελάτες του

και εγκαλούντες σχετικά με τη μη εκδήλωση πλέον ενδιαφέροντος για την αγορά δύο ακινήτων

(των εγκαλούντων) συγκεκριμένου αγοραστή προκειμένου να επωφεληθούν έτεροι αγοραστές.

Ποινική Δικονομία. Αναίρεση. Λόγοι. Ελλειψη αιτιολογίας. Εσφαλμένη ερμηνεία. Ορθή και

αιτιολογημένη η απόφαση. Απορρίπτει αναίρεση.

ΑΡΙΘΜΟΣ 171/2012


ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΤ` ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Χρυσικό, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αιμιλία

Λίτινα, Κωνσταντίνο Φράγκο-Εισηγητή, Ιωάννη Γιαννακόπουλο και Ειρήνη Κιουρκτσόγλου-

Πετρουλάκη, Αρεοπαγίτες.


Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 10 Ιανουαρίου 2012, με την παρουσία

του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ρούσσου-Εμμανουήλ Παπαδάκη (γιατί κωλύεται ο

Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση

του αναιρεσείοντα - κατηγορουμένου Δ. Π. του Π., κατοίκου ........ , που εκπροσωπήθηκε από τον

πληρεξούσιο δικηγόρο του Θεμιστοκλή Σοφό, περί αναιρέσεως της 3859/2011 αποφάσεως του

Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, και πολιτικώς ενάγοντες τους 1. Π. Λ. του Ι., 2. Δ. Λ. του Ι. και 3. Μ.

χήρα Ι. Λ., κατοίκων ..., οι οποίοι δεν παραστάθηκαν.

Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται

σ` αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που

αναφέρονται στην από 2 Ιουνίου 2011 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με

τον αριθμό 804/2011.


Αφού άκουσε


Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντα, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά

πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί η προκειμένη

αίτηση αναίρεσης,

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ


Κατά τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 ΠΚ, "όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος

παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή

ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή

παρασιώπηση αληθινών γεγονότων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και, αν η

ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών".


Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης

απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή και σε άλλον (τρίτον)

παράνομο περιουσιακό όφελος, αδιάφορα αν τελικώς δεν επιτευχθεί το όφελος, β) εν γνώσει

παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών, από

την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη στην επιζήμια για τον ίδιο ή

άλλον πράξη, παράλειψη ή ανοχή. Η παράσταση ψευδών γεγονότων μπορεί να συνίσταται σε

οποιαδήποτε ανακοίνωση, δήλωση ή ισχυρισμό στον οποίο υπάρχει ανακριβής απεικόνιση της

πραγματικότητας, μπορεί δε να είναι ρητή ή να συνάγεται και συμπερασματικά από τη

συμπεριφορά του δράστη, και γ) βλάβη ξένης περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με

τις παραπλανητικές ενέργειες του δράστη. Ως βλάβη νοείται και η χειροτέρευση της περιουσίας,

έστω και αν υπάρχει ενεργός αξίωση κατά του δράστη ή τρίτου προς αποκατάσταση της βλάβης.

Το έγκλημα της απάτης συντελείται, εφόσον συντρέχουν και τα λοιπά στοιχεία αυτού, με την εν

γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή με αθέμιτη πράξη ή παρασιώπηση

αληθινών, εφόσον αυτή υπήρξε η παραγωγός αιτία της παραπλανήσεως του απατωμένου. Ενόψει

δε του ότι δεν απαιτείται η ταύτιση του απατώμενου προς το πρόσωπο του περιουσιακώς

βλαπτομένου, υπάρχει απάτη και όταν ο απατώμενος είναι πρόσωπο διάφορο του βλαπτομένου,

αρκεί ο παραπλανηθείς να μπορεί εκ των πραγμάτων ή κατά νόμο να προβεί σε επιζήμια για τον

βλαπτόμενο πράξη ή παράλειψη. Αθέμιτη παρασιώπηση των αληθινών γεγονότων, συνιστά η

απατηλή συμπεριφορά που πραγματώνεται και με παράλειψη, την παράλειψη δηλαδή

ανακοίνωσης στον παθόντα αληθινών γεγονότων, τα οποία είχε υποχρέωση ο δράστης να

ανακοινώσει σ` αυτόν, είτε από το νόμο, είτε από την σύμβαση, είτε από την προηγούμενη

συμπεριφορά του. Εντεύθεν έπεται, ότι απάτη δύναται να διαπραχθεί και με παραπλάνηση, όταν ο

δράστης παραλείπει να ανακοινώσει σε αυτόν αληθινά γεγονότα, τούτου συνιστώντος αθέμιτη

παρασιώπηση, αν από το νόμο ή τη σύμβαση τάσσεται αντίθετη υποχρέωση ανακοινώσεως

αυτών. Τέτοια υποχρέωση ανακοινώσεως μπορεί να θεμελιωθεί και στην από τις διατάξεις των

άρθρων 197, 288 και 330 ΑΚ επιβαλλόμενη συμπεριφορά στον συναλλασσόμενο κατά τα

συναλλακτικά ήθη και την καλή πίστη, η δε εξαπάτηση αυτή μπορεί να γίνει με οποιονδήποτε

τρόπο, έγγραφο ή προφορικά, ρητά ή σιωπηρά. Ψευδές γεγονός συνιστούν και οι ψευδείς

διαβεβαιώσεις και παραστάσεις του κατηγορουμένου. Το γεγονός πρέπει να υπήρξε στο παρελθόν ή

να έχει διαμορφωθεί και υπάρχει στο παρόν όταν γίνεται η βεβαίωσή του και δεν μπορεί να

ανάγεται στο μέλλον.



Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του

Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει

λόγο αναιρέσεώς της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ` ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σε αυτή, με

σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την

αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των

αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και

οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που

εφαρμόσθηκε. Η αιτιολογία αυτή μπορεί να συμπληρώνεται από το διατακτικό της αποφάσεως, με

το οποίο το σκεπτικό αποτελεί ενιαίο σύνολο, δεν υπάρχει δε, ειδικότερα, έλλειψη αιτιολογίας και

στην περίπτωση που αυτή εξαντλείται στην επανάληψη του διατακτικού της αποφάσεως, το

οποίο, όμως, περιέχει, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, και πραγματικά

περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η

διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού της. Τα αποδεικτικά μέσα αρκεί να αναφέρονται

γενικώς και κατά το είδος τους, χωρίς να απαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι

προκύπτει από το καθένα, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση μεταξύ

τους ή να προσδιορίζεται η αποδεικτική βαρύτητα εκάστου. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας

είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, τα οποία αποτελούν

ενιαίο σύνολο. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους,

χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα, από

αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα, δεν υποδηλώνει ότι δεν

λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν, όμως, λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των

αποδείξεων και ειδικότερα, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η

παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη της

αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την

επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του

δικαστηρίου της ουσίας. Επίσης, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε` του ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως

της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως.


Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ` αυτήν

διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το

δικαστήριο δεν έκανε σωστή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που δέχθηκε ότι

αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφήρμοσε, αλλά και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα

που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό αιτιολογικού

και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος για το οποίο

πρόκειται, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται

ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει

νόμιμη βάση. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 3859/2011

απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, με την οποία ο αναιρεσείων καταδικάσθηκε, για

υπεξαίρεση αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, το δικαστήριο αυτό δέχθηκε ανελέγκτως ότι, από

την εκτίμηση των μνημονευομένων κατά κατηγορίες αποδεικτικών μέσων, αποδείχθηκαν τα

ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, που αφορούν τον καταδικασθέντα αναιρεσείοντα και τον

αθωωθέντα συγκατηγορούμενό του Π. Α..



"Οι κατηγορούμενοι είναι κτηματομεσίτες, επίσης δε, και ομόρρυθμοι εταίροι και νόμιμοι

εκπρόσωποι της ομόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία "Π. Ι. Α. - Δ. Π. Π. Ο.Ε." και το διακριτικό

τίτλο "...................................", η οποία εδρεύει στην ..., επί της ... αρ. 90. Το μήνα

Νοέμβριο του έτους 2004 οι εγκαλούντες-πολιτικώς ενάγοντες, Π. Ι. Λ., Μ. χα Ι. Λ., το γένος Ε. Π.,

και Δ. θυγ. Ι. Λ., σύζ. Ι. Α., χορήγησαν στους κατηγορουμένους την εντολή, όπως, υπό την ως άνω

ιδιότητά τους, προβούν στην ανεύρεση ενδιαφερόμενου αγοραστή για την πώληση σ` αυτόν δύο

συνεχόμενων οικοπέδων τους, συνολικής έκτασης 454 τ.μ., περίπου, που βρίσκονται στην

κτηματική περιφέρεια του Δήμου Αγίου Στεφάνου Αττικής, στη θέση "...", επί της οδού ... . Ως

ελάχιστο τίμημα για την πώληση των ως άνω ακινήτων τους οι εγκαλούντες - πολιτικώς ενάγοντες

ζητούσαν το ποσό των 294.000 ευρώ, συμφωνήθηκε δε, ότι οι ίδιοι θα εισέπρατταν ολόκληρο το

ελάχιστο αυτό ποσό, ενώ οι κατηγορούμενοι θα εισέπρατταν τη μεσιτική τους αμοιβή καθ`

ολοκληρίαν από τον αγοραστή. Στα πλαίσια της προαναφερόμενης εντολής, οι εγκαλούντες-

πολιτικώς ενάγοντες παρέδωσαν στους κατηγορουμένους αντίγραφα των τίτλων ιδιοκτησίας τους

μαζί με το οικείο τοπογραφικό διάγραμμα. Περί τα μέσα του μηνός Δεκεμβρίου του ιδίου έτους

(2004) οι κατηγορούμενοι ενημέρωσαν τους εγκαλούντες-πολιτικώς ενάγοντες, ότι είχε εμφανιστεί

ενδιαφερόμενος αγοραστής, ο οποίος λεγόταν Χ. Π., ιατρός στο επάγγελμα, και ο οποίος

συμφωνούσε στην αγορά των δύο οικοπέδων με το ανωτέρω τίμημα. Πράγματι, ο τελευταίος είχε

υπογράψει την από 8-12-2004 επιβεβαιωτική μεσιτική εντολή. Μάλιστα, από το μεσιτικό γραφείο

των δύο κατηγορουμένων υπήρξε και τηλεφωνική συνομιλία μεταξύ του εγκαλούντος Π. Λ. και

του ως άνω Χ. Π., ο οποίος εξέφρασε πραγματικό ενδιαφέρον για την αγορά των δύο οικοπέδων.



Σημειώνεται, ότι ο πρώτος των κατηγορουμένων είχε ενημερώσει τον πιο πάνω ενδιαφερόμενο

αγοραστή, ότι στα δύο οικόπεδα μπορούσαν να κτιστούν 400 τ.μ. συνολικά. Κατόπιν αυτού, ο

πρώτος των κατηγορουμένων Δ. Π. παρέδωσε το σχετικό φάκελο με τα αντίγραφα των τίτλων

ιδιοκτησίας και το τοπογραφικό διάγραμμα στη συμβολαιογράφο Α. Μ., ενώπιον της οποίας θα

καταρτιζόταν η επικείμενη σύμβαση, προκειμένου να γίνει ο έλεγχος τίτλων από το δικηγόρο του

αγοραστή ονόματι Τ.. Ειδικότερα, ο συγκεκριμένος φάκελος παραδόθηκε στη συμβολαιογράφο

από το δικηγόρο Γ. Β., ο οποίος συνεργαζόταν με τον πρώτο των κατηγορουμένων και ο οποίος

εξήγησε στη συμβολαιογράφο, ότι ένα μέρος του όλου οικοπέδου ερυμοτομείτο, ενόψει του ότι η

συγκεκριμένη περιοχή βρισκόταν στο στάδιο της ένταξης στο σχέδιο πόλης. Ο ανωτέρω

δικηγόρος, λίγο πριν από τα Χριστούγεννα του 2004, επικοινώνησε, όπως του ζήτησε ο πρώτος

των κατηγορουμένων, με την προαναφερόμενη συμβολαιογράφο Α. Μ., προκειμένου να

πληροφορηθεί για το χρόνο καταρτίσεως των συμβολαίων και αυτή του απήντησε, ότι δεν είχε

ολοκληρωθεί ο έλεγχος τίτλων και ότι ενόψει των εορτών, η αγοραπωλησία θα γινόταν αμέσως

μετά από αυτές. Στις αρχές Ιανουαρίου 2005 υπήρξε νέα επικοινωνία, για τον ίδιο λόγο, του

δικηγόρου Γ. Β. με τη συμβολαιογράφο Α. Μ., η οποία τον πληροφόρησε, ότι από την πολεοδομία

τα δύο οικόπεδα εθεωρούντο ως ένα και ότι ο μηχανικός του αγοραστή κατέβαλλε προσπάθειες να

διευκρινίσει το σχετικό θέμα. Τις αμέσως επόμενες ημέρες, όμως, ο Χ. Π. επικοινώνησε τηλεφωνικά

με τον πρώτο των κατηγορουμένων, στον οποίο ανέφερε, ότι το θέμα θα λυνόταν σε λίγες ημέρες

και μάλιστα αρκετά ευνοϊκά γι` αυτόν, αφού θα μπορούσαν τα δύο οικόπεδα να θεωρηθούν

αυτοτελή και να κτίσει επ` αυτών διπλάσια τετραγωνικά μέτρα, ήτοι περίπου 700 τ.μ., και, ότι

μέχρι τις 15-1-2010 θα υπογράφονταν τα συμβόλαια. Μετά την εξέλιξη αυτή, ο πρώτος των

κατηγορουμένων, ο οποίος μέχρι τότε επειγόταν για την κατάρτιση των συμβολαίων, αφού αυτό

θα είχε ως συνέπεια την είσπραξη της συμφωνηθείσας αμοιβής του, ποσού 14.000 ευρώ, άλλαξε

συμπεριφορά. Έτσι, ενώ είχε την πιο πάνω διαβεβαίωση του ενδιαφερόμενου Χ. Π. για κατάρτιση

των συμβολαίων μέχρι τις 15-1-2005, παρ` όλα αυτά, όταν τις επόμενες ημέρες επικοινώνησε μαζί

του επανειλημμένως ο εγκαλών Π. Λ., που ρωτούσε για το χρόνο κατάρτισης της σύμβασης, τον

πληροφόρησε εν γνώσει του ψευδώς, ότι ο ενδιαφερόμενος αγοραστής είχε εξαφανιστεί, αφού δεν

απαντούσε στις τηλεφωνικές κλήσεις του, και ότι είχε παύσει να ενδιαφέρεται για την αγορά των

επίμαχων οικοπέδων. Στη συνέχεια, στις 15-1-2005, ο πρώτος των κατηγορουμένων,

επικοινώνησε με τους εγκαλούντες και τους ενημέρωσε, ότι ενδιαφερόταν άλλος αγοραστής για

την αγορά των οικοπέδων τους. Έτσι, στις 17-1-2005 οι εγκαλούντες συναντήθηκαν σε καφετέρια

του Ν. Ψυχικού με τον πρώτο των κατηγορουμένων και τον υποψήφιο αγοραστή, που

ονομαζόταν Κ. Σ., ο οποίος προσπάθησε να διαπραγματευτεί το τίμημα της αγοράς, εγκαλούμενος

υφιστάμενο πολεοδομικό πρόβλημα του ενός από τα δύο οικόπεδα, και γι` αυτό προσέφερε

αρχικώς ως τίμημα το ποσό των 270.000 ευρώ και τελικώς το ποσό των 275.000 ευρώ. Οι

εγκαλούντες δεν δέχθηκαν μείωση του τιμήματος και αποχώρησαν. Όμως, την επομένη ημέρα ο

πρώτος των κατηγορουμένων επικοινώνησε τηλεφωνικώς με τους εγκαλούντες και τους

επεσήμανε, ισχυριζόμενος ότι ενεργεί για το συμφέρον τους, ότι το ένα από τα παραπάνω οικόπεδα

δεν επρόκειτο να καταστεί δυνατό να πωληθεί εξαιτίας του προαναφερόμενου πολεοδομικού

προβλήματος και ότι, αν δεν πωλούσαν και τα δύο ακίνητα στον Κ. Σ., που ενδιαφερόταν πολύ για

την αγορά τους, έναντι όμως του τιμήματος των 275.000 ευρώ, γεγονός που αποτελούσε μια

μοναδική ευκαιρία, θα καθίστατο ιδιαίτερα δυσχερής η πώληση των εν λόγω οικοπέδων. Οι

εγκαλούντες ζήτησαν, τότε, από τον πρώτο των κατηγορουμένων να επικοινωνήσει με τον Χ. Π.,

αλλά αυτός τους απάντησε, ότι δεν υπήρχε πλέον ενδιαφέρον του για την αγορά των οικοπέδων.



Ενόψει αυτών, οι εγκαλούντες - πολιτικώς ενάγοντες αποφάσισαν να πωλήσουν τα ακίνητά τους

στον Χ. Σ., γιο του ανωτέρω Κ. Σ., αντί τιμήματος 275.000 ευρώ, το οποίο θα καταβαλλόταν σε

μετρητά. Για το σκοπό αυτό υπέγραψαν και υπέβαλαν στην εφορία στις 19-1-2005 (ημέρα

Τετάρτη) και τις απαιτούμενες δηλώσεις φόρου μεταβίβασης. Κατά την υπογραφή αυτών οι

εγκαλούντες αντιλήφθηκαν, ότι το ακίνητο θα αγοραζόταν και από την ομόρρυθμο εταιρία των

δυο κατηγορουμένων. Οταν εξέφρασαν την απορία τους, ο πρώτος των κατηγορουμένων τους

απήντησε, ότι αυτό γινόταν για να εξασφαλίσουν την αγορά από τον εμφανισθέντα ως αγοραστή

Χ. Σ.. Παράλληλα, ο πρώτος των κατηγορουμένων ζήτησε από το δικηγόρο Γ. Β. να προβεί σε

έλεγχο τίτλων των πωλούμενων ακινήτων. Την ίδια ημέρα, δηλαδή στις 19-1-2005, ο αρχικώς

ενδιαφερόμενος για την αγορά των οικοπέδων Χ. Π., μετά από ανεπιτυχή προσπάθειά του να

μιλήσει με τον πρώτο των κατηγορουμένων στις 17-1-2005, κατόρθωσε τελικώς να επικοινωνήσει

μαζί του και του δήλωσε, ότι είναι έτοιμος για την αγορά των οικοπέδων. Όμως, αυτός του

απήντησε, ότι υπήρχαν δυσκολίες, καθόσον οι πωλητές είχαν βρει και συνομιλούσαν με άλλο

αγοραστή. Τότε ο Χ. Π. ζήτησε το τηλέφωνο των πωλητών, αλλά ο πρώτος των κατηγορουμένων

αρνήθηκε να το δώσει λέγοντας ότι θα επικοινωνήσει ο ίδιος, διότι αυτοί ήσαν ιδιόρρυθμοι. Καίτοι

μεσολάβησαν τα ανωτέρω περιστατικά, ο πρώτος των κατηγορουμένων δεν ενημέρωσε σχετικά

τους εγκαλούντες, αλλά, αντιθέτως, όταν ο Π. Λ., ο οποίος επιθυμούσε να μη φανεί ασυνεπής

έναντι του πρώτου ενδιαφερθέντος Χ. Π., επικοινώνησε μαζί του και τον ρώτησε, λίγο πριν

μεταβούν στη συμβολαιογράφο για την υπογραφή των συμβολαίων, αν ο τελευταίος είχε

εμφανιστεί, τον διαβεβαίωσε και πάλι εν γνώσει του ψευδώς, ότι δεν είχε καμία επικοινωνία μαζί

του και ότι συνεπώς είχε παύσει να ενδιαφέρεται για την αγορά των δύο ακινήτων. Κατόπιν αυτού,

οι εγκαλούντες, ενόψει των παραπάνω διαβεβαιώσεων του πρώτου των κατηγορουμένων, τις

οποίες πίστευαν ως αληθινές, μετέβησαν το απόγευμα της 21-1-2005 (ημέρα Παρασκευή) στη

συμβολαιογράφο Μαραθώνος Αικατερίνη-Ζωή συζ. Θεοδ. Παναγόπουλου, ενώπιον της οποίας

καταρτίστηκαν σχετικώς τα υπ` αριθμ. .../24-1-2005 και .../24-12-2005 συμβόλαια πώλησης και

μεταβίβασης, δυνάμει των οποίων τα δύο οικόπεδα μεταβιβάστηκαν στην ομόρρυθμη εταιρία "Π. Ι.

Α. - Δ. Π. Π. Ο.Ε." και στον υιό του Κ. Σ., Χ. Σ., τον οποίο οι εγκαλούντες συνάντησαν για πρώτη

φορά κατά την κατάρτιση και υπογραφή των εν λόγω συμβολαίων. Ειδικότερα, τα παραπάνω

οικόπεδα, έκτασης 453 τ.μ. το καθένα, από τα οποία το ένα ανήκε κατά κυριότητα στην Μ. χήρα

Ι. Λ., το γένος Ε. Π., και το άλλο κατ` επικαρπία στην τελευταία και κατά ποσοστό ψιλής

συγκυριότητας ενός δευτέρου (1/2) εξ αδιαιρέτου σε καθέναν από τους Π. Ι. Λ. και Δ. θυγ. Ι. Λ.,

σύζ. Ι. Α., μεταβιβάστηκαν κατά μεν το ένα δεύτερο (1/2) εξ αδιαιρέτου στην ομόρρυθμη εταιρία


"Π. Ι. Α. -Δ. Π. Π. ΟΕ", κατά δε το υπόλοιπο ένα δεύτερο (1/2) εξ αδιαιρέτου στον Χ. Σ.. Σύμφωνα

με την κατάθεση του εγκαλούντος Π. Λ., τα συμβόλαια υπεγράφησαν, πράγματι, στις 19-1-2005,

οπότε και έλαβαν οι πωλητές τα χρήματα, αλλά, επειδή έλειπε η ασφαλιστική ενημερότητα κάποιου

από τους πωλητές, η ημερομηνία, με συμφωνία όλων των συμβαλλομένων, αφέθηκε κενή και

τελικώς, μετά τη συμπλήρωση της έλλειψης, ετέθη με συμφωνία των συμβαλλομένων ως

ημερομηνία η 24-1-2005 (ημέρα Δευτέρα). Την προηγουμένη ημέρα (23-1-2005, Κυριακή) ο Χ. Π.,

αγνοώντας τα ανωτέρω και φοβούμενος για τη σύζυγό του, η οποία ήταν έγκυος, επανήλθε και σε

νέα τηλεφωνική επικοινωνία του με τον πρώτο των κατηγορουμένων, του ζήτησε να μεταφέρει

στην πλευρά των πωλητών, ότι προσφέρει επί πλέον 30.000 ευρώ, για την αγορά των δύο

οικοπέδων. Ο πρώτος των κατηγορουμένων υποσχέθηκε να το πράξει, αλλά δεν επικοινώνησε

πάλι μαζί του. Μετά την εξέλιξη αυτή, ο Χ. Π. και η σύζυγός του Μ. Δ. θέλησαν να έλθουν σε άμεση

επικοινωνία με τους πωλητές και γι` αυτό ζήτησαν, με υπόδειξη του δικηγόρου τους Τ., τον αριθμό

του τηλεφώνου τους από το Γ. Β., ο οποίος τους είπε, ότι δεν τον ήξερε και να του τηλεφωνήσουν

την επομένη. Πράγματι, η Μ. Δ. του τηλεφώνησε την επόμενη ημέρα, αλλά δεν τον βρήκε. Τελικώς,

αυτή βρήκε το τηλέφωνο του Π. Λ. από συγγενικό του πρόσωπο, το τηλέφωνο του οποίου υπήρχε

στον τηλεφωνικό κατάλογο. Μετά από αυτό, η Μ. Δ. επικοινώνησε τηλεφωνικώς με τον

εγκαλούντα Π. Λ., τον οποίο ρώτησε, γιατί αποφεύγει την επικοινωνία μαζί τους και γιατί δεν

συμφωνούν, αυτός και οι λοιποί συνιδιοκτήτες των οικοπέδων, στην πώληση αυτών προς τον

σύζυγό της, μετά μάλιστα και την πρόσθετη προσφορά του ποσού των 30.000 ευρώ, πέραν της

αρχικής τιμής των 294.000 ευρώ. Ο ανωτέρω εγκαλών ακούγοντας τα ανωτέρω εξεπλάγη και

τότε διαπίστωσε, ότι ο πρώτος των κατηγορουμένων ψευδώς τους είχε διαβεβαιώσει, ότι ο Χ. Π.

είχε πάψει να ενδιαφέρεται για την αγορά των οικοπέδων τους. Στα τέλη Ιανουαρίου 2005 ο Χ. Π.

και η Μ. Δ. επικοινώνησαν με τον πρώτο των κατηγορουμένων, χωρίς να του πουν για την

επικοινωνία που είχαν με τον Π. Λ., και αυτός τους είπε, ότι διέθετε προς πώληση ένα άλλο

οικόπεδο αντί τιμήματος 370.000 ευρώ, για το οποίο δεν επιθυμούσε μεσιτική αμοιβή. Κατόπιν

αυτού πήγαν στο γραφείο του, όπου τους είπε, σχετικά με τα επίμαχα οικόπεδα των εγκαλούντων,

ότι οι τελευταίοι προχώρησαν με άλλους αγοραστές και είχαν πάρει ήδη προκαταβολή, ενώ τους

έδωσε, ύστερα από φορτικές πιέσεις του Χ. Π., ένα κινητό τηλέφωνο του Π. Λ.. Το πρώτο

δεκαήμερο του μηνός Φεβρουαρίου 2005 ο Π. Λ. και ο γνωστός του Μ. Δ., ο οποίος εξετάστηκε και

ως μάρτυρας, μετέβη στο ιατρικό κέντρο, που ο Χ. Π. διατηρεί με τη σύζυγό του, όπου η τελευταί

κάλεσε τον αριθμό, που ο πρώτος των κατηγορουμένων είχε δώσει ως τηλέφωνο του Π. Λ.,

απάντησε δε στην τηλεφωνική αυτή κλήση κάποιο άγνωστο πρόσωπο, το οποίο εμφανίστηκε ως

Π. Λ., όταν δε η Μ. Δ. του είπε, ότι το πραγματικό πρόσωπο με τα στοιχεία Π. Λ. ήταν δίπλα της, το

άγνωστο αυτό πρόσωπο έκλεισε το τηλέφωνο. Επακολούθησε νέο τηλεφώνημα της Μ. Δ. στον

πρώτο των κατηγορουμένων, ο οποίος, σε ερώτησή της γιατί παίζει τέτοια παιχνίδια, απάντησε,

ότι "όταν παίζεται ένα παιχνίδι, παίζεται μέχρι τέλους". Τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά

προκύπτουν από τη συνεκτίμηση του όλου αποδεικτικού υλικού και ιδιαίτερα από τις καταθέσεις

του εγκαλούντος και των λοιπών μαρτύρων κατηγορίας, οι οποίοι αναφέρθηκαν στα γεγονότα

αυτά λεπτομερώς και με σαφήνεια, έχοντας ιδία γνώση και χωρίς να υποπίπτουν σε αντιφάσεις, ενώ

οι καταθέσεις τους αυτές ουδόλως αναιρούνται από τις καταθέσεις των μαρτύρων υπεράσπισης.




Από τα περιστατικά αυτά αποδεικνύεται, ότι ο πρώτος των κατηγορουμένων, όταν

πληροφορήθηκε κατά το πρώτο δεκαήμερο του μηνός Ιανουαρίου 2005 από τον υποψήφιο

αγοραστή Χ. Π., ότι σύμφωνα με τον μηχανικό του υπήρχε δυνατότητα τα δυο οικόπεδα να

οικοδημηθούν αυτοτελώς και να μη χαρακτηρίζονται πολεοδομικώς ως ένα, αποφάσισε να

αγοραστούν αυτά από την εταιρία τους, από κοινού με τον Χ. Σ., σε τίμημα μικρότερο από αυτό

που ζητούσαν οι πωλητές και που προσέφερε ο Χ. Π.. Έτσι, έθεσε σε εφαρμογή σχέδιο

παραπλάνησης των εγκαλούντων και με γρήγορες ενέργειες, που αιφνιδίασαν ακόμη και το

δικηγόρο Γ. Β., πέτυχε να αγοραστούν τα δύο οικόπεδα από τη συγκεκριμένη εταιρία και το Χ. Σ..



Συγκεκριμένα, όπως αποδείχθηκε, κατά το χρονικό διάστημα από 21-1-2005 έως 24-1-2005, ο

πρώτος των κατηγορουμένων, ως κτηματομεσίτης, ομόρρυθμος εταίρος και νόμιμος εκπρόσωπος

της εταιρίας με την επωνυμία "Π. Ι. Α. - Δ. Π. Π. Ο.Ε." και τον διακριτικό τίτλο "..............", καίτοι

ενεργούσε κατόπιν εντολής των εγκαλούντων Π. Λ., Μ. Λ. και Δ. Α., προς ανεύρεση αγοραστή για

την πώληση δύο συνεχόμενων οικοπέδων τους στον Aγιο Στέφανο Αττικής και στη θέση "..." αντί

επιθυμητού τιμήματος 294.000 ευρώ, το οποίο προσφέρθηκε να καταβάλει ο Χ. Π., υποσχόμενος

ότι μέχρι τις 15-1-2005 θα ήταν έτοιμος για την υπογραφή των συμβολαίων, παρ` όλα αυτά, με

σκοπό να αποκομίσει η ως άνω εταιρία του και ο ίδιος, όπως και ο Χ. Σ., παράνομο περιουσιακό

όφελος σε βάρος της περιουσίας των εγκαλούντων, παρέστησε σ` αυτούς στις 15.1.2005, εν γνώσει

του ψευδώς, ότι ο ανωτέρω υποψήφιος αγοραστής Χ. Π. έπαυσε να ενδιαφέρεται για την αγορά

των πιο πάνω δύο οικοπέδων, και στη συνέχεια, αφού τους παρουσίασε στις 17-1-2005 ως νέο

υποψήφιο αγοραστή τον Κ. Σ., παρέστησε και πάλι στους εγκαλούντες, εν γνώσει του ψευδώς, ότι

υπήρχε δυσκολία στην πώληση των ακινήτων τους, λόγω δήθεν υφιστάμενου σοβαρού

πολεοδομικού προβλήματος, με αποτέλεσμα να πείσει τους εγκαλούντες, με τις πιο πάνω ψευδείς

παραστάσεις, να προβούν στην υπογραφή των, υπ` αριθμ. .../24-1-2005 και .../24-1-2005

συμβολαίων της συμβολαιογράφου Μαραθώνος Αικατερίνης Παναγοπούλου, με τελικούς από

κοινού αγοραστές τον Χ. Σ. (υιό του ανωτέρω Κ. Σ.) και την παραπάνω ομόρρυθμη εταιρία, αντί

τιμήματος 275.000 ευρώ, ενώ η αλήθεια, την οποία ο πρώτος των κατηγορουμένων γνώριζε, ήταν

ότι ούτε ο αρχικός υποψήφιος αγοραστής Χ. Π. είχε παύσει να ενδιαφέρεται για την αγορά των δύο

οικοπέδων, αφού αυτός αντιθέτως επιθυμούσε διακαώς και συνεχώς, μέχρι την ημέρα κατάρτισης

των παραπάνω συμβολαίων, την αγορά των εν λόγω οικοπέδων αντί του ποσού των 294.000

ευρώ, ούτε και υπήρχε σοβαρό πολεοδομικό πρόβλημα που να επέβαλε την μείωση του τιμήματος

κατά 19.000 ευρώ, αν δε οι εγκαλούντες γνώριζαν την πραγματική κατάσταση, δεν θα προέβαιναν

στην κατάρτιση των πιο πάνω συμβολαίων αντί του ανωτέρω χαμηλότερου τιμήματος. Εξ αιτίας

της ως άνω απατηλής συμπεριφοράς του πρώτου των κατηγορουμένων, οι εγκαλούντες

ζημιώθηκαν κατά το ποσό των 19.000 ευρώ, που αποτελεί τη διαφορά μεταξύ του τιμήματος των

294.000 ευρώ, στο οποίο ανερχόταν η εμπορική αξία των δύο οικοπέδων τους και το οποίο θα

ελάμβαναν από τον υποψήφιο αγοραστή Χ. Π., και του ποσού των 275.000 ευρώ, το οποίο

τελικώς εισέπραξαν ως τίμημα, με αντίστοιχο όφελος των τελικών αγοραστών και του πρώτου

των κατηγορουμένων, το οποίο αυτοί αποκόμισαν σε βάρος της περιουσίας των εγκαλούντων. Η

ζημία δε αυτή, που προξενήθηκε στην περιουσία των εγκαλούντων, και η αντίστοιχη ωφέλεια των

τελικών αγοραστών και του πρώτου των κατηγορουμένων είναι ιδιαίτερα μεγάλη. Τα πιο πάνω

ενισχύονται και από την μετέπειτα συμπεριφορά του πρώτου των κατηγορουμένων, ο οποίος

απέφευγε συστηματικά να δώσει στον Χ. Π. τον αριθμό τηλεφώνου του Π. Λ. και τελικώς εμφάνισε

αντ` αυτού άλλο άγνωστο πρόσωπο. Η ανωτέρω απατηλή συμπεριφορά του πρώτου των

κατηγορουμένων εξηγείται από την εντύπωση που αυτός αποκόμισε από τις συνομιλίες του με το

Χ. Π., ότι θα μπορούσε να εκμεταλλευθεί η εταιρία του τα συγκεκριμένα οικόπεδα, μέσω ανέγερσης

συγκροτήματος κατοικιών, αποκομίζοντας πολύ μεγαλύτερα κέρδη από οποιαδήποτε μεσιτική

αμοιβή. Έτσι, αφενός μεν απέτρεψε με μεθοδεύσεις την άμεση επικοινωνία των πωλητών με τον Χ.

Π., εμφανίζοντας στους πωλητές, ότι ο εν λόγω ενδιαφερόμενος είχε εξαφανιστεί και πάντως είχε

πάψει να ενδιαφέρεται και, επίσης, ότι τα ακίνητά τους είχαν πολεοδομικό πρόβλημα, γεγονός, που

καθιστούσε δυσχερή την πώλησή τους και σε κάθε περίπτωση μείωνε σημαντικά την τιμή τους, με

αποτέλεσμα το ενδιαφέρον του Κ. Σ. να είναι πραγματική ευκαιρία που δεν έπρεπε να χαθεί, ενώ

στο Χ. Π. ανέφερε, ότι οι εγκαλούντες-πολιτικώς ενάγοντες δεν ενδιαφέρονταν πλέον να πωλήσουν

σ` αυτόν τα οικόπεδα τους και ότι είχαν απευθυνθεί σε άλλο μεσιτικό γραφείο για την ανεύρεση

αγοραστή. Η πιο πάνω απατηλή συμπεριφορά του πρώτου των κατηγορουμένων κατέστη δυνατό

να αποκαλυφθεί, εξαιτίας της επιμονής που επέδειξε η σύζυγος του Χ. Π., Μ. Δ., ν` ανακαλύψει το τι

είχε συμβεί και γιατί οι ιδιοκτήτες των ακινήτων δεν ήθελαν να πωλήσουν αυτά στο σύζυγό της,

αυτός δε, ακριβώς, επειδή είχε μεθοδεύσει τα ανωτέρω και προκειμένου να καθησυχάσει το ζεύγος

Π., προσφέρθηκε να τους υποδείξει άλλο ακίνητο προς αγορά, και μάλιστα χωρίς ο ίδιος να λάβει

μεσιτική αμοιβή, κάτι εντελώς ασυνήθιστο υπό κανονικές περιστάσεις. Τα παραπάνω περιστατικά

στοιχειοθετούν πλήρως την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της απάτης,

από την οποία η προξενηθείσα ζημία είναι ιδιαίτερα μεγάλη, και συνεπώς πρέπει ο πρώτος

κατηγορούμενος να κηρυχθεί ένοχος της πράξεως αυτής". Με βάση τις παραδοχές αυτές, το

δικάσαν κατ` έφεση Τριμελές Εφετείο Αθηνών, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο για

πλημμεληματική απάτη, που τελέστηκε, με σκοπό να αποκομίσει αυτός παράνομο περιουσιακό

όφελος και με αντίστοιχη ζημία που προξένησε στους μηνυτές και επέβαλε σε αυτόν ποινή

φυλακίσεως δώδεκα μηνών. Με βάση τις παραδοχές αυτές το δικάσαν δευτεροβάθμιο δικαστήριο,

διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, την από τις προαναφερθείσες διατάξεις του

Συντάγματος και του ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σε

αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που

αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, από τα οποία συνήγαγε την ύπαρξη όλων των

αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του ανωτέρω εγκλήματος της απάτης ιδιαίτερα

μεγάλης αξίας, για την οποία κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα, τα αποδεικτικά μέσα, επί των

οποίων στηρίχθηκε προς μόρφωση της περί αυτού κρίσεώς του και τους νομικούς συλλογισμούς,

με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των εν λόγω πραγματικών περιστατικών στις ουσιαστικές

ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1 α, 27 παρ.1 και 386 παρ. 1 εδ. β του ΠΚ, τις οποίες ορθά

ερμήνευσε και εφάρμοσε και τις οποίες ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, δηλαδή με

ασαφείς ή ελλιπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες και δε στερείται νόμιμης βάσεως. Ειδικότερα, σύμφωνα

με τα προεκτεθέντα και αναφορικά με τις επί μέρους αιτιάσεις του αναιρεσείοντος: α) στο

αιτιολογικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, παρατίθεται τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία

θεμελιώνουν την αντικειμενική υπόσταση της απάτης και δη ότι ο αναιρεσείων, ως μεσίτης

αγοραπωλησιών ακινήτων, παρέστησε ψευδώς στους εντολείς πελάτες του εγκαλούντες, το

ψευδές γεγονός ότι ο προηγούμενος ενδιαφερόμενος για την αγορά των δύο ακινήτων τους

αγοραστής Χ. Π. είχεν εξαφανισθεί και δεν ενδιαφερόταν πλέον για την αγορά, πράγμα που δεν

ήταν αληθές και απετέλεσε την παραγωγό αιτία παραπλανήσεως των εντολέων του πωλητών,

αφού ο παραπάνω αγοραστής τον είχεν ενημερώσει ήδη τηλεφωνικά στις 19-1-2005 ότι το

πολεοδομικό πρόβλημα, όπως τον ενημέρωσε ο μηχανικός του, θα λυνόταν ευνοϊκά σε λίγες

ημέρες και ήταν έτοιμος για την αγορά, ανανεώνοντας τη δήλωση ενδιαφέροντός του και την

προηγούμενη καταληκτική ημερομηνία της 15-1-2005, που είχε θέσει, χωρίς να υπάρχει καμία

αντίφαση από την παραδοχή αυτή, β) αιτιολογείται με σαφήνεια και πληρότητα ο δόλος του

κατηγορουμένου, με την έκθεση στο σκεπτικό των πραγματικών περιστατικών, από τα οποία

προκύπτει η υποκειμενική υπόσταση της απάτης αυτής και δη αναφέρεται η εξωτερίκευση της

θελήσεως αυτού να βλάψει την περιουσία των εγκαλούντων, αφού τους παρουσίασε άλλους

αγοραστές, παριστάνοντάς τους επί πλέον και έτερο ψευδές πραγματικό γεγονός, ότι υπάρχει

δυσκολία στην πώληση, γιατί υφίστατο δήθεν σοβαρό πολεοδομικό πρόβλημα στο ένα από τα δύο

οικόπεδα αυτών (εγκαλούντων), πράγμα που δε συνιστά απλώς εκτιμητική κρίση του

κατηγορουμένου, με αποτέλεσμα να πείσει αυτούς, εντολείς πελάτες του πωλητές, να

μεταβιβάσουν άμεσα στις 21-1-2005 τα δύο ακίνητά τους σε νέους ενδιαφερόμενους αγοραστές,

στον Χ. Σ. και στην ομόρρυθμη εταιρεία του ιδίου του κατηγορουμένου μεσίτη, αντί συνολικού

τιμήματος 275.000 ευρώ και για τα δύο οικόπεδα, κατά ποσό 19.000 ευρώ μικρότερο, από εκείνο

που προσέφερε ο ενδιαφερόμενος ακόμη ως άνω αρχικός αγοραστής, που είχεν ανανεώσει το

ενδιαφέρον του, με αντίστοιχη ισόποση ζημία των πωλητών, οι οποίοι αν γνώριζαν την άνω

αλήθεια θα πωλούσαν τα οικόπεδά τους στον αρχικό ενδιαφερόμενο με το παραπάνω μεγαλύτερο

τίμημα, γ) αιτιολογείται επαρκώς ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της απατηλής συμπεριφοράς του

καταδικασθέντος και της πλάνης και της βλάβης των παθόντων εγκαλούντων, ως και ότι η

παραπάνω βλάβη των εγκαλούντων είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, δ) η υποχρέωση του

κατηγορουμένου συναλλασσόμενου μεσίτη, που είχεν συμβληθεί με τους εγκαλούντες να

μεσολαβήσει αντί αμοιβής μεσιτείας στην εξεύρεση αγοραστών των δύο οικοπέδων τους, να

αναφέρει το υπάρχον ενδιαφέρον του αρχικού αγοραστή για αγορά με μεγαλύτερο προσφερόμενο

τίμημα, συνάγεται από τις διατάξεις των άρ.197, 288, 330 και 718 του ΑΚ, που επιβάλλουν

υποχρέωση ανακοίνωσης και πληροφόρησης και συμπεριφορά σύμφωνη με τα συναλλακτικά ήθη

και την καλή πίστη, ε) δεν δημιουργείται ασάφεια και αντίφαση όταν αναφέρονται οι δύο πρώτοι

υπαλλακτικοί τρόποι τέλεσης της απάτης, εφόσον στο σκεπτικό και στο διατακτικό εξειδικεύεται ο

ένας τρόπος τέλεσης με παράσταση ψευδών, ως παραπάνω γεγονότων, ως αληθινών, ενώ η απλή

αναφορά του άλλου και δη της μη πληροφόρησης και μη ανακοίνωσης της ύπαρξης ενδιαφέροντος

του αρχικού αγοραστή, αποτελεί αντίστροφη όψη του ψευδώς παρασταθέντος ότι ο αγοραστής

αυτός εξαφανίστηκε και έπαυσε να ενδιαφέρεται για την αγορά, ήτοι δεν διαφοροποιείται ο τρόπος

τέλεσης της πράξης, αλλά απλώς προσδιορίζεται (εξειδικεύεται) ο δόλος του δράστη (ΑΠ 442/2011,

181/2009, 1229/2008).



Επομένως, όλοι οι συναφείς λόγοι αναιρέσεως, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ`, Ε` του ΚΠΔ, με

τους οποίους ειδικότερα προβάλλεται, ελλιπής, αντιφατική και ασαφής αιτιολογία της

προσβαλλόμενης αποφάσεως και εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία των ανωτέρω ουσιαστικών

ποινικών διατάξεων, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Οι λοιπές αιτιάσεις του αναιρεσείοντος

συνιστούν αμφισβήτηση της ουσίας των άνω παραδοχών, ήτοι ανεπίτρεπτη προσβολή της περί τα

πράγματα ανέλεγκτης κρίσεως του δικαστηρίου της ουσίας και ως εκ τούτου είναι απορριπτέες ως

απαράδεκτες.




Μετά από αυτά και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί

η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο

583 παρ. 1 ΚΠΔ).



ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ






Απορρίπτει την από 2-6-2011 αίτηση του Δ. Π. του Π., για αναίρεση της 3859/2011 αποφάσεως

του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών.






Και


Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250)
ευρώ.


Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 24 Ιανουαρίου 2012.


Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 26 Ιανουαρίου 2012.




Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                                                           Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου