.

.

Κυριακή 29 Μαρτίου 2015

ΑΝΑΙΡΕΤΙΚΟΙ ΛΟΓΟΙ

1821/2011 ΑΠ ( 573732)
(Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, ΕΠΙΣΚΕΜΠΔ 2012/355)
Δικονομία πολιτική. Αναιρετικοί λόγοι. Η εκτίμηση των πραγματικών γεγονότων είναι αναιρετικώς
ανέλεγκτη. Επίσης ανέλεγκτη (αναιρετικά) είναι και η εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων.
Περιεχόμενο της αποζημίωσης. Θετική ζημία, διαφυγόν κέρδος. Εννοια διαφυγόντος κέρδους. Η
αποζημίωση διαφυγόντος κέρδους που προέρχεται από άκυρη σύμβαση μπορεί να βασισθεί στον
αδικαιολόγητο πλουτισμό. Προϋποθέσεις. Σύσταση οριζοντίων ιδιοκτησιών με το σύστημα pilotis.
Φύση και δικαιώματα που διέπουν αυτήν. Ο χώρος σταθμεύσεως των αυτοκινήτων συνιστά κατ΄
αρχάς κοινόχρηστο πράγμα. Η συμφωνία των οροφοκτητών περί καταργήσεως του κοινοχρήστου
του χώρου αυτού και μεταβιβάσεως σε τρίτους για τη σύσταση διηρημένων ιδιοκτησιών είναι
απολύτως άκυρη. Μπορεί όμως να συμφωνηθεί (συμβολαιογραφικώς ή με μεταγραφή) η
παραχώρηση χρήσης της πιλοτής (όλως ή μέρους) σε έναν εκ των υφισταμένων ιδιοκτητών. Το
δικαίωμα αυτού είναι σκέτη δουλεία. Επίσης δεν μπορεί να απαγορευθεί η χρήση της πιλοτής χάριν
συστάσεως αποθηκών (ως βοηθητικών χώρων των διαμερισμάτων). Αναιρείται η προσβαλλόμενη
απόφαση, γιατί έκρινε ότι η πιλοτή μπορεί να αποκλείσει αντικείμενο αυτοτελούς ιδιοκτησίας.
(Αναιρεί την υπ΄ αριθμ. 595/2006 απόφαση ΕφΛαρ). (Παρατηρήσεις Κ. Παμπούκη ΕΠΙΣΚΕΜΠΔ
2012/359).

Αριθμός 1821/2011

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Α2` Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Ρένα Ασημακοπούλου, Αντιπρόεδρο, Αθανάσιο Κουτρομάνο,
Χρυσόστομο Ευαγγέλου, Ευφημία Λαμπροπούλου και Αργύριο Σταυράκη, Αρεοπαγίτες.

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 4 Απριλίου 2011, με την παρουσία και
της γραμματέως Αικατερίνης Σιταρά, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Της αναιρεσείουσας: ετερόρρυθμης εταιρίας υπό εκκαθάριση τελούσας με την επωνυμία "........."
που εδρεύει στην Λάρισα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο
δικηγόρο της Χρήστο Μπραζιώτη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ..

Των αναιρεσιβλήτων: 1. Έ. Π. του Α., 2. Π. Π. του Α. και 3. Χ. Π. του Α., κατοίκων ..., οι οποίοι
εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ζήση Σαμαρά, με δήλωση του άρθρου 242
παρ.2 του ΚΠολΔ.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 1-2-1996 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε
στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Λάρισας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 253/2003 του ίδιου Δικαστηρίου
και 595/2006 του Εφετείου Λάρισας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητά η αναιρεσείουσα
με την από 18-5-2009 αίτησή της.

Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι
παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης
ανέγνωσε την από 24-2-2011 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να γίνει δεκτή η κρινόμενη
αίτηση αναίρεσης κατά παραδοχή του πέμπτου, από το άρθρο 559 αρ.1 του Κ.Πολ.Δ, λόγου και
αφού απορριφθούν οι λοιποί λόγοι του αναιρετηρίου.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Κατά το άρθρο 559 αρ. 1 του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται και αν παραβιάσθηκε κανόνας
ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών,
αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο, ελληνικό ή ξένο, εσωτερικό ή διεθνούς δικαίου. Ο
κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του,
ή αν εφαρμοσθεί ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση
εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή
(Ολομ. ΑΠ 7 και 8/2006). Εξάλλου ο λόγος αναιρέσεως του άρθρου 559 αρ. 20 του ΚΠολΔ για
παραμόρφωση του περιεχομένου εγγράφου ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας υπέπεσε σε
διαγνωστικό λάθος, που ανάγεται δηλαδή στην ανάγνωση του εγγράφου, με την παραδοχή ότι
περιέχει περιστατικά προδήλως διαφορετικά από εκείνα που πράγματι περιλαμβάνει, όχι δε και όταν
από το περιεχόμενο του εγγράφου, το οποίο σωστά διέγνωσε, συνάγει αποδεικτικό πόρισμα
διαφορετικό από εκείνο που ο αναιρεσείων θεωρεί ορθό. Στην τελευταία αυτή περίπτωση πρόκειται
για παράπονο που αναφέρεται στην εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, η οποία εκφεύγει από τον
αναιρετικό έλεγχο (Ολομ.ΑΠ 2/2008).

Εν προκειμένω προβάλλεται με τον πρώτο λόγο του αναιρετηρίου, υπό την επίκληση του αριθμού
1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ότι το Εφετείο με το να δεχθεί ότι για την καθυστέρηση της παράδοσης
εκ μέρους της αναιρεσείουσας - εναγομένης εταιρείας στις αναιρεσίβλητες - ενάγουσες των
(αναφερόμενων) οριζόντιων ιδιοκτησιών της πολυώροφης οικοδομής που η πρώτη ανήγειρε σε
οικόπεδο των τελευταίων με το σύστημα της αντιπαροχής, κατά την ένδικη εργολαβική σύμβαση,
οφείλει (η αναιρεσείουσα) σ` αυτές (αναιρεσίβλητες) τα αναφερόμενα ποσά "λόγω καταπεσούσης
ποινικής ρήτρας" και (επί πλέον) αποζημίωσης, παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 361
και 404, σε συνδυασμό με 173 και 200, του ΑΚ. Και τούτο διότι, σύμφωνα με τον λόγο αυτό του
αναιρετηρίου, "εκ του περιεχομένου του άρθρου 12 του (σχετικού) υπ` αριθμ. .../4.4.1991
εργολαβικού συμβολαίου ανέγερσης της πολυκατοικίας, εξεταζομένου και ερμηνευομένου
σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις, προκύπτει ότι συμφωνήθηκε μεταξύ ημών των
συμβαλλομένων και έγινε αποδεκτό ότι η εργολάβος εταιρεία υποχρεούται να καταβάλει εις εκάστη
των αντιδίκων-οικοπεδούχων λόγω από τούδε συμπεφωνημένης και αναπόδεικτης αποζημίωσης
3.000 δραχμών για εκάστη ημέρα καθυστέρησης της παράδοσης των ανηκόντων εις αυτές
διαιρετών χώρων από της λήξεως της τασσομένης προθεσμίας μέχρι της ημέρας της παράδοσης
της χρήσης αυτών, ενώ (συνεχίζει η αναιρεσείουσα) εκ της ανωτέρω ειδικότερης ρήτρας -
συμφωνίας καταδεικνύεται ότι στην περίπτωση αυτή οφείλουμε (η αναιρεσείουσα εταιρεία) να
καταβάλουμε εις εκάστη των αντιδίκων το ποσό των 3.000 δρχ. για εκάστη ημέρα καθυστέρησης
των οριζόντιων ιδιοκτησιών ως συμπεφωνημένη και αναπόδεικτη ζημία των, περιλαμβάνουσα
πάσα θετική και αποθετική ζημία, απορρέουσα εκ της αιτίας αυτής, και όχι ως ποινική ρήτρα,
πράγμα το οποίο, εάν εσκοπείτο, θα διελαμβάνετο εις αυτή ρητώς, και συνεπώς η προσβαλλόμενη
απόφαση εσφαλμένως ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ανωτέρω διατάξεις και ως εκ τούτου τυγχάνει
αναιρετέα". Με τον δεύτερο λόγο του αναιρετηρίου προβάλλεται η αιτίαση ότι το Εφετείο με το να
δεχθεί ότι "κατά το άρθρο 12 του εργολαβικού συμβολαίου συμφωνήθηκε ότι σε περίπτωση
εκπρόθεσμης παράδοσης των περιερχομένων στις εφεσίβλητες (αναιρεσίβλητες) οριζόντιων
ιδιοκτησιών η εκκαλούσα (αναιρεσείουσα) είναι υποχρεωμένη να καταβάλει στην καθεμιά τους ως
ποινική ρήτρα το ποσό των 3.000 δραχμών για κάθε ημέρα καθυστέρησης" παραμόρφωσε το
περιεχόμενο του ανωτέρω άρθρου 12 του εργολαβικού συμβολαίου (εγγράφου), αφού, ισχυρίζεται
η αναιρεσείουσα, από το άρθρο αυτό του συμβολαίου "καταδεικνύεται ότι δια τούτου
συμφωνήθηκε ρητώς περί αποζημιώσεως περιλαμβανούσης πάσα θετική και αποθετική ζημία των
αντιδίκων σε περίπτωση εκπροθέσμου παράδοσης των χωριστών ιδιοκτησιών, και ουδόλως περί
ποινικής ρήτρας, περί της οποίας ουδεμία αναφορά ή συμφωνία έγινε, και ως εκ τούτου (...)
υποχρεούμαστε να καταβάλουμε σ` αυτές μόνο την ανωτέρω αποζημίωση και όχι και την ποινική
ρήτρα, περί της οποίας ομιλεί η απόφαση". Η σχετική περικοπή του ειρημένου άρθρου 12 του
εργολαβικού συμβολαίου, η οποία αναφέρεται στο αναιρετήριο και προκύπτει από το συμβόλαιο
αυτό, προσκομιζόμενο, έχει κατά λέξη ως εξής, ήτοι "Εν περιπτώσει εκπροθέσμου παραδόσεως
των εις τας οικοπεδούχους περιερχομένων οριζοντίων ιδιοκτησιών η εργολάβος εταιρεία
υποχρεούται να καταβάλει εις εκάστην των οικοπεδούχων λόγω από τούδε συμπεφωνημένης και
αναποδείκτου αποζημιώσεως δραχμών 3.000 ημερησίως και δι` εκάστην ημέραν καθυστερήσεως
της παραδόσεως της χρήσεως των ως άνω διαιρετών χώρων των ανηκόντων εις τας
οικοπεδούχους, από της λήξεως της άνω τασσομένης προθεσμίας μέχρι της ημέρας παραδόσεώς
των". Ενόψει των προεκτεθέντων α) η κατά τα ανωτέρω παραδοχή του Εφετείου ότι με τον
ειρημένο όρο (συμφωνία) του άρθρου 12 του εργολαβικού συμβολαίου συμφωνήθηκε μεταξύ των
διαδίκων ποινική ρήτρα για την περίπτωση της καθυστέρησης παραδόσεως στις αναιρεσίβλητες
των αναφερόμενων οριζόντιων ιδιοκτησιών (μη έγκαιρη εκπλήρωση της παροχής της
αναιρεσείουσας), και η συνεπεία της παραδοχής αυτής επιδίκαση στις αναιρεσίβλητες των
αναφερόμενων επίσης ποσών λόγω καταπεσούσης ποινικής ρήτρας και (επί πλέον)
αποδεικνυόμενης ζημίας (άρθρ.407 του ΑΚ), συνιστά (η παραδοχή αυτή) εκτίμηση πραγμάτων από
το δικαστήριο της ουσίας και δη εκτίμηση του περιεχομένου του ως άνω εγγράφου (συμβολαίου),
και η εκτίμηση αυτή, καθ` εαυτήν, δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου (άρθρ. 561§1 του
ΚΠολΔ). β) Με την ίδια παραδοχή περί συμφωνίας για ποινική ρήτρα το Εφετείο δεν παραμόρφωσε
το περιεχόμενο της σχετικής ως άνω περικοπής του εργολαβικού συμβολαίου, το οποίο
(περιεχόμενο) σωστά διέγνωσε, αφού η ποινική ρήτρα προϋποθέτει, σύμφωνα με το άρθρ. 404 του
ΑΚ, την υπόσχεση της ποινής ως ποινής, καταβολής δηλαδή του αντικειμένου της ανεξαρτήτως της
υπάρξεως ζημίας στον δανειστή από την μη εκπλήρωση ή μη προσήκουσα εκπλήρωση της κύριας
ενοχής (γνήσια ποινική ρήτρα, βλ. και ΑΠ 611/98), χωρίς να είναι απαραίτητος ο ρητός
χαρακτηρισμός της υποσχέσεως ως ποινής, ο οποίος και δεν υπάρχει πράγματι εν προκειμένω, την
προϋπόθεση δε αυτή, που αποτελεί το κύριο γνώρισμα της ποινικής ρήτρας, την εμπεριέχει η κατά
τα ανωτέρω συμφωνία των διαδίκων. Και, τέλος, γ) από την κατά τα ανωτέρω κατηγορηματική
παραδοχή του Εφετείου ότι πρόκειται για συμφωνία περί ποινικής ρήτρας προκύπτει ότι τούτο
(Εφετείο) δεν δέχεται, ούτε και εμμέσως, την ύπαρξη κενού ή αμφιβολίας στην ένδικη αυτή
συμφωνία σχετικά με τη δήλωση βουλήσεως των μερών, και κατά συνέπειαν δεν είχε υποχρέωση
το Εφετείο να προσφύγει στις ερμηνευτικές των δικαιοπραξιών διατάξεις των άρθρων 173 και 200
του ΑΚ για την ανεύρεση της αληθούς βουλήσεως των συμβληθέντων (βλ. ΑΠ 337/2006,
329/2006), τις οποίες, όπως και τις εφαρμοσθείσες των άρθρων 297, 298, 361 και 404 του ΑΚ, δεν
παραβίασε. Κατ` ακολουθίαν ο προρρηθείς πρώτος, υπό την επίκληση του αριθμού 1 του άρθρου
559 ΚΠολΔ, λόγος του αναιρετηρίου είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, διότι πλήττει την
εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας πραγματικών γεγονότων (ανωτ. υπό α`), ο δεύτερος δε, εκ
των αριθμών 2ο και 1 του ίδιου άρθρου 559 του ΚΠολΔ (και άρθρ. 561§1), λόγος είναι
απορριπτέος ως αβάσιμος, για τα ανωτέρω υπό β` και γ` αναφερόμενα.

ΙΙ. Ο λόγος αναιρέσεως του αριθμού 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ για έλλειψη νόμιμης βάσης
της αποφάσεως, αναφερόμενος στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού (Ολομ.ΑΠ
3/1997), ιδρύεται και όταν υπάρχουν ελλείψεις στις παραδοχές της αποφάσεως και δη αν τα
περιστατικά που εκτίθενται στο αιτιολογικό της αποφάσεως καθιστούν αδύνατο τον αναιρετικό
έλεγχο για την ορθότητα του υπαγωγικού συλλογισμού.

Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο δέχθηκε ότι από
τα ίδια (προαναφερόμενα) αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι οι αναιρεσίβλητες σε ορισμένες
οριζόντιες ιδιοκτησίες (από τις περιερχόμενες σ` αυτές), κατόπιν μεταγενέστερης συμφωνίας με την
αναιρεσείουσα, αγόρασαν και τοποθέτησαν με δικές τους δαπάνες υλικά διαφορετικά εκείνων της
αρχικής τους συμφωνίας, όπως τα επιμέρους αυτά υλικά αναφέρονται λεπτομερώς στην
αναιρεσιβαλλομένη ανά ιδιοκτησία και κατά το είδος, την ποσότητα, την αξία και τη δαπάνη
τοποθετήσεως του κάθε υλικού, βάσει δε της παραδοχής αυτής το Εφετείο επιδίκασε στις
αναιρεσίβλητες τα αναφερόμενα αντίστοιχα ποσά της αρχικής συμφωνίας των διαδίκων που
βάρυναν την αναιρεσείουσα. Στις παραδοχές αυτές της αναιρεσιβαλλομένης (αιτιολογικό) δεν
υπάρχουν ελλείψεις που να καθιστούν αδύνατο τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθότητα του
απαγωγικού συλλογισμού της απόφασης (μεταγενέστερη ειδικότερη συμφωνία των διαδίκων κατά
τα άρθρα 361 και 681 επ. του ΑΚ, που δεν αναφέρονται μεν στην απόφαση, πράγμα που δεν είναι
άλλωστε αναγκαίο, προκύπτει όμως σαφώς από τις προρρηθείσες παραδοχές της
αναιρεσιβαλλομένης), και ο τρίτος λόγος του αναιρετηρίου, κατά τον οποίο από τις παραδοχές του
Εφετείου δεν προκύπτει σε ποιον κανόνα δικαίου και ειδικότερα στα άρθρα 361 και 681 επ. ή στα
άρθρα 904 επ. (αδικαιολόγητος πλουτισμός) υπήγαγε το Εφετείο τα θεμελιωτικά της αγωγικής
αξίωσης ως άνω περιστατικά, στηριζόμενος στον αριθμό 19 (και όχι 1) του άρθρου 559 του
ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Εξάλλου ο αναιρετικός λόγος του άρθρου 11 περ.γ` του
ίδιου άρθρου 559 του ΚΠολΔ ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν έλαβε υπόψη
αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν είτε προς άμεση απόδειξη είτε
για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αρκεί δε για την ίδρυση του λόγου αυτού και μόνη η
ύπαρξη αμφιβολιών για την λήψη υπόψη από το δικαστήριο προσκομισθέντων, με επίκληση,
αποδεικτικών μέσων, τα οποία το δικαστήριο υποχρεούται να λαμβάνει υπόψη κατά τις διατάξεις
του άρθρου 335, 338, 339, 341 και 346 του ΚΠολΔ (Ολ.ΑΠ 2/2008).

Εν προκειμένω βεβαιώνεται στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι λήφθηκαν υπόψη (και) όλα τα
έγγραφα που επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, από τη βεβαίωση δε αυτή, σε συνδυασμό
με όλο το περιεχόμενο της αποφάσεως, δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη και
συνεκτίμησε και την από 18.10.1993 εξώδικη πρόσκληση των αναιρεσιβλήτων προς την
αναιρεσείουσα, καθώς και την από 10.6.1994 όμοια της αναιρεσείουσας προς αυτές, που
αφορούσαν την προαναφερθείσα τοποθέτηση διαφορετικών υλικών στα διαμερίσματα των
αναιρεσιβλήτων από τα αρχικώς συμφωνηθέντα και τις οποίες (εξωδίκους) η αναιρεσείουσα είχε
προσκομίσει και επικαλεστεί στο Εφετείο, και ο περί του αντιθέτου όγδοος, από το άρθρο 559 αρ.
11 του ΚΠολΔ, λόγος αναιρέσεως, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Ο αναιρετικός δε λόγος του
αριθμού 12 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ για παραβίαση των ορισμών του νόμου σχετικά με τη
δύναμη των αποδεικτικών μέσων δημιουργείται όταν πρόκειται για αποδεικτικό μέσο στο οποίο ο
δικαστής έχει κατά τον νόμο υποχρέωση να προσδώσει δύναμη πλήρους αποδείξεως (σύστημα
νομικών αποδείξεων), όχι δε και όταν, κατά το σύστημα της ελεύθερης απόδειξης (άρθρ. 340 του
ΚΠολΔ), το δικαστήριο αποδίδει σε ορισμένα αποδεικτικά μέσα μεγαλύτερη αξιοπιστία ή βαρύτητα.

Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, αναφέρεται σ` αυτήν σχετικά
με τα πραγματικά περιστατικά που το Εφετείο δέχθηκε ως αποδειχθέντα ότι "τα περιστατικά αυτά
προκύπτουν τόσο από τα σχετικά έγγραφα που προεκτέθηκαν, όσο και από τις σαφείς και
πειστικές καταθέσεις των μαρτύρων των εφεσιβλήτων, από τους οποίους, η μία ως μητέρα αυτών
και ο άλλος ως μηχανολόγος-μηχανικός, κατέθεσαν με λόγο πλήρους γνώσης. Δεν αποκρούονται
δε με πειστικότητα από κανένα άλλο αποδεικτικό στοιχείο, ούτε και από τις καταθέσεις των
μαρτύρων της εκκαλούσας". Από την αναφορά αυτή της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει
σαφώς ότι πρόκειται για απόδοση από το Εφετείο μεγαλύτερης βαρύτητας και αξιοπιστίας στα
προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα κατά την ελεύθερη εκτίμηση των αποδείξεων, την οποία
μάλιστα (βαρύτητα κ.λ.π.) αιτιολογεί το δικαστήριο, και ο ένατος λόγος, από το άρθρο 559 αρ.12
του ΚΠολΔ του αναιρετηρίου, με τον οποίο η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Εφετείο με την
ανωτέρω παραδοχή του προσέδωσε αυξημένη αποδεικτική δύναμη στις καταθέσεις των μαρτύρων
των αναιρεσιβλήτων έναντι των καταθέσεων των εξετασθέντων μαρτύρων της ιδίας
(αναιρεσείουσας), είναι απορριπτέος ως στηριζόμενος σε εσφαλμένη προϋπόθεση, άλλως ως
απαράδεκτος, αφού πλήττει την μη υποκείμενη σε αναιρετικό έλεγχο εκτίμηση, κατά τη βαρύτητα
και την αξιοπιστία τους, των ανωτέρω αποδεικτικών μέσων, στα πλαίσια του συστήματος της
ελεύθερης εκτίμησης των αποδείξεων.

ΙΙΙ. Η διάταξη του άρθρου 298 του ΑΚ, κατά την οποία η αποζημίωση περιλαμβάνει τη μείωση της
υπάρχουσας ζημίας του δανειστή (θετική ζημία) καθώς και το διαφυγόν κέρδος, ως τέτοιο δε
λογίζεται εκείνο που προσδοκά κανείς με πιθανότητα, σύμφωνα με τη συνηθισμένη πορεία των
πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις και ιδίως τα προπαρασκευαστικά μέτρα που έχουν ληφθεί, έχει
ουσιαστικό χαρακτήρα εφόσον καθορίζει τα στοιχεία της αξιώσεως αποζημιώσεως, και δικονομικό
χαρακτήρα εφόσον επιτρέπει στον δικαστή να αρκεσθεί σε απλή πιθανολόγηση για την απόδειξή
της, απόδειξη οπωσδήποτε δυσχερέστερη από εκείνην της θετικής ζημίας. Επομένως, τυχόν
εσφαλμένη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ως προς το αν συντρέχει ή δεν συντρέχει
πιθανότητα, κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, για την ύπαρξη ή μη διαφυγόντος
κέρδους δεν ελέγχεται αναιρετικά (ΑΠ 1306/03), από το άρθρο 559 αρ.1 και 19 του ΚΠολΔ, για
παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ή για έλλειψη νόμιμης βάσης, αντίστοιχα (ΑΠ 559/04). Εν
προκειμένω προβάλλεται με τον τέταρτο λόγο, από το άρθρο 559 αρ.1 του ΚΠολΔ, του
αναιρετηρίου η αιτίαση ότι το Εφετείο με το να δεχθεί ότι "από τα ίδια αποδεικτικά στοιχεία
αποδείχθηκε ότι από την εκμίσθωση των περιερχομένων στις εφεσίβλητες οριζόντιων ιδιοκτησιών
θα εισέπρατταν κατά την πιθανή και συνήθη πορεία των πραγμάτων από του συμφωνημένου
χρόνου παράδοσης αυτών μέχρι το χρόνο άσκησης της αγωγής τα ακόλουθα ποσά ..." (ακολουθεί
η αναφορά των επιμέρους ποσών που η κάθε αναιρεσίβλητη θα εισέπραττε από την ανωτέρω αιτία
ανά ιδιοκτησία και τα οποία, κατά τις παραδοχές του Εφετείου, απώλεσαν οι αναιρεσίβλητες-
διαφυγόν κέρδος), χωρίς να αναφέρει (το Εφετείο) τους παράγοντες που συνηγορούν υπέρ της
παραδοχής αυτής, ότι δηλ. οι αναιρεσίβλητες θα εκμίσθωναν κατά τα ανωτέρω τις οριζόντιες
ιδιοκτησίες τους, υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια του αριθμού 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ.

Ο λόγος αυτός της αναίρεσης είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, αφού η προσβαλλόμενη ως άνω
παραδοχή (κρίση) του δικαστηρίου της ουσίας δεν ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο, κατά τα
προεκτεθέντα. Απορριπτέος, ως αβάσιμος, είναι και ο σχετικός έβδομος, από τον αριθμό 8 του
άρθρου 559 του ΚΠολΔ, λόγος του αναιρετηρίου με τον οποίο προβάλλεται η αιτίαση ότι το
Εφετείο κατέληξε στις αναφερθείσες παραδοχές του ως προς τα στοιχεία της αξιώσεως του
διαφυγόντος κέρδους των αναιρεσιβλήτων (πιθανολογούμενος χρόνος εκμισθώσεως των
ιδιοκτησιών και αντίστοιχο μίσθωμα) χωρίς να αναφέρει τα αποδεικτικά μέσα "εκ των οποίων
αντλήθηκε η κρίση του αυτή". Και τούτο διότι, όπως άλλωστε έχει ήδη αναφερθεί, βεβαιώνεται
στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι το δικαστήριο κατέληξε στην κρίση του (και ως προς τα ως
άνω γεγονότα) αφού έλαβε υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα (μαρτυρικές καταθέσεις και έγγραφα)
που είχαν προσκομίσει και επικαλεσθεί οι διάδικοι, τα οποία μάλιστα και αξιολογεί, συγκρίνοντάς τα
(σελ. 15 της αναιρεσιβαλλομένης) μεταξύ τους.

IV. Το κατά την προεκτεθείσα έννοια του άρθρου 298 του ΑΚ διαφυγόν κέρδος αποκαθίσταται
(αποζημίωση) και όταν θα προερχόταν από άκυρη σύμβαση, ως αξίωση από το άρθρο 904 του ΑΚ,
αρκεί να υπήρχε πραγματική δυνατότητα του ζημιωθέντος προς πορισμό (απόκτηση) εισοδήματος
από τη σύμβαση αυτή και υπό την προϋπόθεση ότι ο πορισμός αυτός δεν οφείλεται σε αιτία
παράνομη ή ανήθικη, δηλαδή σε παραβίαση νόμιμης απαγόρευσης που αφορά αυτήν την ίδια την
δραστηριότητα από την οποία θα προερχόταν το διαφυγόν κέρδος (βλ. Ολομ. ΑΠ 3/2004, ΑΠ
1564/2004). Εξάλλου από τη διάταξη του άρθρου 1§5 εδ. τελ. του ν. 960/79 "περί επιβολής
υποχρεώσεων προς δημιουργίαν χώρων σταθμεύσεως αυτοκινήτων δια την εξυπηρέτησιν των
κτιρίων", όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του ν. 1221/81, σε συνδυασμό με τις διατάξεις
των άρθρων 1002, 1117 του ΑΚ και 1,2,4 και 13 του ν.3741/1929, προκύπτει ότι όταν η οικοδομή
ανεγείρεται με άδεια και υπό το πολεοδομικό σύστημα της αφέσεως του ισόγειου χώρου
ακαλύπτου (pilotis), ο ακάλυπτος αυτός χώρος δεν μπορεί να αποτελέσει διηρημένες ιδιοκτησίες
που να ανήκουν σε έναν ή περισσότερους ιδιοκτήτες, είτε αυτοί είναι οροφοκτήτες είτε τρίτοι, αλλά
θα παραμένει κοινόχρηστος χώρος, επί του οποίου αποκτάται αυτοδικαίως συγκυριότητα, εφόσον
υφίσταται οριζόντια ιδιοκτησία σε όροφο της οικοδομής ή σε διαμέρισμα ορόφου, των
οροφοκτητών κατ` ανάλογη μερίδα τους επί του κοινοχρήστου χώρου, που χρησιμεύει σε όλους
τους οροφοκτήτες (κοινή χρήση). Επομένως η συμφωνία των οροφοκτητών για κατάργηση του
κοινόχρηστου χώρου της πιλοτής και η μεταβίβαση του χώρου της σε τρίτους κατά διηρημένες
ιδιοκτησίες, έρχεται σε ευθεία αντίθεση προς τις ανωτέρω διατάξεις και είναι άκυρη, σύμφωνα με το
άρθρο 174 του ΑΚ, και θεωρείται ως μη γενομένη. Με συμφωνία όμως όλων των συνιδιοκτητών,
που γίνεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο και υποβάλλεται σε μεταγραφή, μπορεί εγκύρως κατά
τα άρθρα 5 και 13 του ν. 3741/1929, να παραχωρηθεί η χρήση του ακάλυπτου χώρου (πιλοτής) ή
τμημάτων του χώρου αυτού αποκλειστικά σε έναν ή ορισμένους ιδιοκτήτες ορόφου ή
διαμερίσματος, αλλά μόνο της οικοδομής στην οποία υπάρχει αυτός ο χώρος. Ο περιορισμός, με το
ανωτέρω περιεχόμενο, της χρήσης του χώρου αυτού από τους λοιπούς οροφοκτήτες, έχει απλώς
τον χαρακτήρα δουλείας, κατά το άρθρο 13§3 του ν.3741/1929, χωρίς όμως να είναι πραγματική
δουλεία κατά την έννοια των άρθρων 1118 και 1119 του ΑΚ, και επιβάλλεται από τις αναγκαστικού
δικαίου διατάξεις των άρθρων 1§1,2 του ν.960/79, όπως τροποποιήθηκε με τον ν.1221/1981 (και
το π.δ. 1340/81). Παρέπεται ότι δεν είναι επιτρεπτό στους συνιδιοκτήτες του οικοπέδου να μην
εξασφαλίζουν, με τη συστατική της οροφοκτησίας δικαιοπραξία ή με οποιαδήποτε μεταγενέστερη,
κατά τους νομίμους τύπους, τροποποίησή της, στην κοινόκτητη πιλοτή της οικοδομής θέσεις
σταθμεύσεως των αυτοκινήτων των ιδιοκτητών των διαμερισμάτων με την παραχώρηση των
θέσεων αυτών σε αποθήκες, που εκ κατασκευής και λειτουργικώς βρίσκονται συνήθως στο
υπόγειο της οικοδομής, έστω και αν οι αποθήκες αυτές έχουν ορισθεί στη συστατική της
οριζόντιας ιδιοκτησίας δικαιοπραξία ως αυτοτελείς ιδιοκτησίες, με αποτέλεσμα οι ιδιοκτήτες των
διαμερισμάτων να στερούνται τη δυνατότητα χρήσεως του κοινόκτητου και κοινόχρηστου χώρου
της πιλοτής για τη στάθμευση των αυτοκινήτων τους. Η κατανομή επομένως των θέσεων
σταθμεύσεως των αυτοκινήτων στον ακάλυπτο χώρο της οικοδομής (πιλοτή) κατά τρόπο που να
εξασφαλίζεται θέση σταθμεύσεως αυτοκινήτου σε υπόγεια και χωρίς λειτουργική ανεξαρτησία
αποθήκη, που αποτελεί βοηθητικό χώρο διαμερίσματος, και να μην εξασφαλίζεται τέτοια θέση
σταθμεύσεως στο διαμέρισμα, του οποίου ο ιδιοκτήτης να στερείται έτσι παντελώς της χρήσεως
της πιλοτής, αντιβαίνει ευθέως στις προρρηθείσες διατάξεις και είναι για τον λόγο αυτό άκυρη,
θεωρούμενη ως μη γενομένη κατά το άρθρο 174 του ΑΚ (ΑΠ 818/2003), την ακυρότητα δε αυτή
μπορεί να την προτείνει ο καθένας που έχει έννομο συμφέρον, ακόμη και ο αντισυμβαλλόμενος (ΑΠ
1078/2000).

Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο δέχθηκε ότι με το
προειρημένο εργολαβικό συμβόλαιο περιήλθαν στις αναιρεσίβλητες - οικοπεδούχους εκτός των
άλλων οριζόντιων ιδιοκτησιών και χώρων σταθμεύσεως αυτοκινήτου και τα εξής, ήτοι α) στην
πρώτη αναιρεσίβλητη η υπό στοιχεία Απ-8 αποθήκη του υπογείου, με το δικαίωμα αποκλειστικής
χρήσης του υπό στοιχεία Π-5 χώρου σταθμεύσεως αυτοκινήτου του ακάλυπτου χώρου της
οικοδομής, β) στη δεύτερη η υπό στοιχεία Απ-7 αποθήκη του υπογείου, με το δικαίωμα
αποκλειστικής χρήσης του υπό στοιχεία Π-4 χώρου σταθμεύσεως αυτοκινήτου του ακάλυπτου
χώρου, και το 1/2 εξ αδιαιρέτου της υπό στοιχεία Απ-3 αποθήκης του υπογείου, με το δικαίωμα
αποκλειστικής χρήσης του υπό στοιχεία Π-7 χώρου σταθμεύσεως αυτοκινήτου του ακάλυπτου
χώρου, και γ) στην τρίτη αναιρεσίβλητη η υπό στοιχεία Απ-9 αποθήκη του υπογείου, με το
δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης του υπό στοιχεία Π-6 χώρου σταθμεύσεως αυτοκινήτου του
ακάλυπτου χώρου, και ότι (δέχθηκε το Εφετείο) από την εκμίσθωση (και) των ιδιοκτησιών αυτών
που περιήλθαν στις αναιρεσίβλητες οι τελευταίες θα εισέπρατταν κατά την πιθανή και συνήθη
πορεία των πραγμάτων από τον συμφωνημένο χρόνο παραδόσεώς τους μέχρι την άσκηση της
αγωγής το ποσό των 15.000 δραχμών μηνιαίως "για κάθε μικρή αποθήκη με δουλεία πάρκινγκ",
το ποσό δε αυτό επιδίκασε, μεταξύ των άλλων, το Εφετείο ως αποζημίωση (διαφυγόν κέρδος) των
αναιρεσιβλήτων από τη μη έγκαιρη παράδοση σ` αυτές εκ μέρους της αναιρεσείουσας εργολάβου
των εν λόγω ιδιοκτησιών. Έτσι που έκρινε το Εφετείο παραβίασε, με εσφαλμένη εφαρμογή, την
ανωτέρω ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 298 του ΑΚ, σε συνδυασμό με τις λοιπές ως
άνω διατάξεις, αφού και σύμφωνα με τα προεκτεθέντα α) η κατανομή των ειρημένων θέσεων
σταθμεύσεως αυτοκινήτων του ακάλυπτου χώρου της οικοδομής εις τρόπον ώστε να
εξασφαλίζεται χώρος σταθμεύσεως στην κάθε "μικρή αποθήκη" (όλες κάτω του ενός
τετραγωνικού μέτρου) του υπογείου, κατ` αντίστοιχο αποκλεισμό από τις θέσεις αυτές
σταθμεύσεως και επομένως από τη χρήση του κοινόχρηστου χώρου της πιλοτής των
οροφοκτητών, είναι άκυρη, ως αντιβαίνουσα ευθέως στις προαναφερθείσες διατάξεις, παρεπομένως
δε β) οι αναιρεσίβλητες δεν είχαν πραγματική δυνατότητα να εκμισθώσουν τις "ιδιοκτησίες" αυτές
(αποθήκες χωρίς λειτουργική ανεξαρτησία), μαζί με τους ως άνω χώρους σταθμεύσεως του
ακάλυπτου χώρου, σε τρίτους, στερώντας έτσι τους οροφοκτήτες από τη χρήση των
κοινόχρηστων αυτών χώρων, κατά τα προεκτεθέντα, και επομένως δεν είχαν (οι αναιρεσίβλητες)
πραγματική δυνατότητα προς πορισμόν εισοδήματος (μισθώματα) από την εκμίσθωση των
ιδιοκτησιών αυτών, με αποτέλεσμα να μη μπορεί να τύχει εφαρμογής εν προκειμένω η
προρρηθείσα διάταξη του άρθρου 298 του ΑΚ περί αποκαταστάσεως του διαφυγόντος κέρδους
(αποζημίωση για διαφυγόν κέρδος), για την εφαρμογή του οποίου δεν συντρέχουν οι κατά τα
ανωτέρω προϋποθέσεις. Ετσι ο σχετικός πέμπτος, από το άρθρο 559 αρ.1 του ΚΠολΔ, λόγος του
αναιρετηρίου είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός. Ο έκτος όμως και τελευταίος, από το άρθρο
559 αρ. 19 του ΚΠολΔ, λόγος του αναιρετηρίου, με τον οποίο προσάπτεται η αιτίαση ότι το
Εφετείο διέλαβε ανεπαρκείς αιτιολογίες ώστε να μην προκύπτει από αυτές εάν το επιδικασθέν ως
άνω μίσθωμα (διαφυγόν κέρδος) οφείλεται, κατά τις παραδοχές του Εφετείου, για την εκμίσθωση
μόνο των ανωτέρω μικρών αποθηκών ή των χώρων σταθμεύσεως που τις συνοδεύουν, είναι
απορριπτέος ως στηριζόμενος σε εσφαλμένη προϋπόθεση αλλά και ως αλυσιτελής, αφού από την
προσβαλλομένη προκύπτει, όπως έχει προαναφερθεί, ότι το ανωτέρω ποσόν μηνιαίως το επιδίκασε
το Εφετείο ως διαφυγόν κέρδος "για κάθε μικρή αποθήκη με δουλεία πάρκινγκ", ώστε να μην
καταλείπεται αμφιβολία ότι πρόκειται για παραδοχή περί ενιαίου μισθώματος αυτών των χώρων
(αποθήκης και χώρου σταθμεύσεως), παραδοχή άλλωστε ως προς την οποία η απόφαση είναι
αναιρετέα, κατά παραδοχήν του προηγούμενου (πέμπτου) λόγου. V. Κατ` ακολουθίαν των
ανωτέρω πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως κατά παραδοχήν του
πέμπτου, από το άρθρο 559 αρ.1 του ΚΠολΔ, λόγου του αναιρετηρίου, και δη ως προς τη διάταξη
της αναιρεσιβαλλομένης για επιδίκαση στις αναιρεσίβλητες του ανωτέρω υπό IV διαφυγόντος
κέρδους, να παραπεμφθεί κατά τούτο η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, που
εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές (άρθρ. 580§3 του
ΚΠολΔ), και, τέλος, να καταδικασθούν οι αναιρεσίβλητες στο αναφερόμενο στο διατακτικό μέρος
της δικαστικής δαπάνης της αναιρεσείουσας, κατά το νόμιμο αίτημα της τελευταίας (άρθρ. 176,
178§1, 183 και 191§2 του ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Αναιρεί την υπ` αριθμ. 595/2006 απόφαση του Εφετείου Λαρίσης κατά το αναφερόμενο στο
σκεπτικό μέρος της.

Παραπέμπει την υπόθεση κατά το αναιρούμενο μέρος της για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο
δικαστήριο (Εφετείο Λαρίσης), συγκροτούμενο από άλλους δικαστές.

Και

Καταδικάζει τις αναιρεσίβλητες σε μέρος της δικαστικής δαπάνης της αναιρεσείουσας, το οποίο
ορίζει σε επτακόσια πενήντα (750) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 13 Ιουλίου 2011.

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 14 Δεκεμβρίου 2011.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου