.

.

Κυριακή 29 Μαρτίου 2015

ΑΦΑΙΡΕΣΗ ΓΟΝΙΚΗΣ ΜΕΡΙΜΝΑΣ



ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ (INTRASOFT INTERNATIONAL)

99/2014 ΑΠ ( 621329)




(Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ) Αφαίρεση γονικής μέριμνας λόγω κακής άσκησής της. Συνδρομή διαζευκτικών προϋποθέσεων. Περιπτώσεις. Λόγοι που αφορούν στην αδυναμία ανταπόκρισης στο λειτούργημα της γονικής μέριμνας. Κριτήρια για την ανάθεση της αφαιρεθείσας γονικής μέριμνας σε τρίτον. Κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ότι η ανάθεση των ανηλίκων τέκνων στην προσθέτως παρεμβαίνουσα δεν είναι σκόπιμη με βάση το συμφέρον των τέκνων. Αφαίρεση από τους καθών της επιμέλειας του προσώπου των ανηλίκων τέκνων που γεννήθηκαν εκτός γάμου και αναγνωρίστηκαν εκουσίως από τον πρώτο των καθ`ών. Ανάθεση της επιμέλειας αυτών σε κατάλληλο για το σκοπό αυτό δημόσιο νομικό πρόσωπο. Πραγματικά περιστατικά. Πολιτική δικονομία. Ένδικα μέσα. Άσκηση αναίρεσης από τον εισαγγελέα πρωτοδικών. Το δικαστήριο απορρίπτει την αναίρεση της υπ’ αριθμ. 884/2011 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (διαδικασία εκούσιας δικαιοδοσίας).






Αριθμός 99/2014

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Δ` Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Νικόλαο Λεοντή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Βασιλική Θάνου-Χριστοφίλου, Δημητρούλα Υφαντή, Ιωάννα Πετροπούλου και Μαρία Χυτήρογλου, Αρεοπαγίτες.

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 18 Οκτωβρίου 2013, με την παρουσία και της Γραμματέως Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει μεταξύ:

Των αναιρεσειόντων: 1. Της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών, που κατοικοεδρεύει στα Δικαστήρια της πρώην Σχολής Ευελπίδων και εκπροσωπήθηκε από την Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών Ε. Σ. και κατέθεσε προτάσεις και 2. Της Μ. χήρας Γ. Κ., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Παναγιώτη Αρμαμέντο, με δήλωση κατ` άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσαν προτάσεις.

Των αναιρεσιβλήτων: 1. Μ. Δ. του Β. κατοίκου .......... , ο οποίος δεν παραστάθηκε και δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, και 2. Ν.-Ξ. Κ. του Γ., κατοίκου ... Αττικής, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Θεόδωρο Δημακόπουλο, με δήλωση κατ` άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ και δεν κατέθεσε προτάσεις.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 9-2-2007 αίτηση της ήδη 1ης αναιρεσείουσας και την από 8-1-2008 πρόσθετη παρέμβαση της ήδη 2ης αναιρεσείουσας, που κατατέθηκαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1361/2008 μη οριστική και 884/2011 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί o αναιρεσείων με την από 29-3-2012 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης, Μαρία Χυτήρογλου, ανέγνωσε την από15-1-2013 έκθεση του κωλυομένου να συμμετάσχει στην σύνθεση, Αρεοπαγίτη Βασίλειου Λαμπρόπουλο, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως.

Οι αναιρεσείουσες ζήτησαν την παραδοχή της αιτήσεως και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από τις διατάξεις του άρθρου 576 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι. αν κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως δεν εμφανιστεί ή εμφανιστεί αλλά δεν λάβει μέρος με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος κάποιος από τους διαδίκους ο Αρειος Πάγος ερευνά, αυτεπαγγέλτως, αν ο απολειπόμενος διάδικος επέσπευσε εγκύρως τη συζήτηση, οπότε συζητεί την υπόθεση σαν να ήταν παρόντες οι διάδικοι ή αν τη συζήτηση επέσπευσε ο αντίδικος του απολειπομένου διαδίκου, οπότε εξετάζει αυτεπαγγέλτως αν ο τελευταίος κλητεύθηκε νομίμως και εμπροθέσμως. Στην περίπτωση που η κλήση για τη συζήτηση δεν επιδόθηκε καθόλου ή δεν επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως, και συντρέχει περίπτωση απλής ομοδικίας, ο Αρειος Πάγος, κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση ως προς τον μη νομίμως παριστάμενο διάδικο, χωρίζει την υπόθεση, και η συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως χωρεί νομίμως ως προς όσους εκπροσωπούνται από πληρεξούσιο δικηγόρο, ή έχουν κλητευθεί νομίμως (Κ.Πολ.Δ. 576 §3 εδ. 2). Εξάλλου, κατά τις διατάξεις του άρθρου 226 παρ. 4 εδ.γ και δ ΚΠολΔ. που εφαρμόζονται και στην αναιρετική δίκη κατά το άρθρο 575 εδ. β του ιδίου κώδικα, αν η συζήτηση αναβληθεί, ο γραμματέας οφείλει αμέσως μετά το τέλος της συνεδριάσεως να μεταφέρει την υπόθεση στη σειρά των υποθέσεων που θα συζητηθούν κατά τη δικάσιμο που ορίστηκε. Κλήση του διαδίκου για εμφάνιση στη δικάσιμο αυτή δεν χρειάζεται και η αναγραφή της υποθέσεως στο πινάκιο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων. Προϋπόθεση, όμως, της εγκυρότητας της κλητεύσεως αυτής, συνεπεία της αναβολής της υποθέσεως, και της εγγραφής αυτής στο πινάκιο, είναι, ότι ο απολιπόμενος, ή, μη νομίμως παριστάμενος κατά τη μετ` αναβολή συζήτηση, διάδικος, είχε επισπεύσει εγκύρως τη συζήτηση, ή, είχε νομίμως και εμπροθέσμως κλητευθεί να παραστεί στη δικάσιμο κατά την οποία αναβλήθηκε η συζήτηση της υποθέσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, από τις …, …, …, και …/19-11-2012 εκθέσεις επιδόσεως του αρμόδιου δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών …. προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της από 29-Μαρτίου 2012 και με αύξοντα αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 44/2012 αίτησης αναιρέσεως της 884/2011 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα με κλήση για να εμφανιστούν κατά την δικάσιμο της 25ης Ιανουαρίου 2013 στους αναιρεσίβλητους και στην προσωρινή ειδική επίτροπο της δεύτερης αυτών, Α.-Χ. Φ.. Κατά την άνω, όμως, δικάσιμο η υπόθεση αναβλήθηκε για την σημειούμενη στην αρχή της παρούσας οπότε εμφανίστηκε και παρέστη νομίμως μόνο η δεύτερη από αυτούς, εκπροσωπούμενη από την προσωρινή δικαστική της συμπαραστάτρια.

Συνεπώς και εφόσον η αναβολή εκ του πινακίου θεωρείται ως κλήτευση προς τους διαδίκους και ο απολιπόμενος πρώτος των αναιρεσιβλήτων είχε νομότυπα κληθεί για την αρχικά ορισθείσα δικάσιμο θα πρέπει η συζήτηση της υπόθεσης να χωρήσει ως εάν αυτός ήταν παρών. Το άρθρο 1532 ΑΚ ορίζει ότι αν ο πατέρας ή η μητέρα παραβαίνουν καθήκοντα που τους επιβάλλει το λειτούργημα τους για την επιμέλεια του προσώπου του τέκνου ή τη διοίκηση της περιουσίας του ή αν ασκούν το λειτούργημα αυτό καταχρηστικά ή δεν είναι σε θέση να ανταποκριθούν σ` αυτό. το Δικαστήριο μπορεί, εφόσον το ζητήσουν ο άλλος γονέας, οι πλησιέστεροι συγγενείς του τέκνου, ο εισαγγελέας ή και αυτεπαγγέλτως, να διατάξει οποιοδήποτε πρόσφορο μέτρο. Το Δικαστήριο μπορεί, ιδίως, να αφαιρέσει από τον ένα γονέα την άσκηση της γονικής μέριμνας, εν όλω ή εν μέρει, και να την αναθέσει αποκλειστικά στον άλλο, ή, αν συντρέχουν και στο πρόσωπο αυτού οι προϋποθέσεις της προηγούμενης παραγράφου, να αναθέσει την επιμέλεια του τέκνου, εν όλω ή εν μέρει, σε τρίτον, ή να διορίσει επίτροπο. Από την παραπάνω διάταξη με σαφήνεια προκύπτει ότι το άρθρο 1532ΑΚ για την αφαίρεση λόγω κακής άσκησης της γονικής μέριμνας θέτει τις εξής προϋποθέσεις διαζευτικώς, (εναλλακτικός), διατυπωμένες, δηλαδή. 1) παράβαση καθηκόντων που επιβάλει το λειτούργημα. 2) καταχρηστική άσκηση του λειτουργήματος και 3) αδυναμία ανταπόκρισης σ` αυτό. Εάν η γονική μέριμνα ανήκει και στους δύο γονείς, αφαιρούμενης της ασκήσεως αυτής από τον ένα. αυτή θα παραμένει μόνο στον άλλο γονέα, βάσει της αρχής του πλήρους δικαιώματος κάθε γονέως ασκήσεως αυτής. Εάν, όμως, οι προϋποθέσεις της κακής ή καταχρηστικής ασκήσεως υπάρχουν και στο πρόσωπο του άλλου γονέως ή μόνο ο ακατάλληλος γονέας είναι στη ζωή ή έχει τη γονική μέριμνα, μπορεί το δικαστήριο να διατάξει την ανάθεση της επιμέλειας του τέκνου σε τρίτο, ή να διορίσει επίτροπο για τη διοίκηση της περιουσίας αυτού. Λόγοι που αφορούν την τρίτη των παραπάνω προϋποθέσεων της αδυναμίας ανταπόκρισης στο λειτούργημα είναι, μεταξύ άλλων, η τυχόν ασθένεια που επηρεάζει την ικανότητα προς ανταπόκριση στο λειτούργημα, ο δύστροπος χαρακτήρας, ο ακόλαστος και άσωτος βίος, η ανήθικη και εγκληματική διαγωγή του γονέα. Το Δικαστήριο πρέπει σε κάθε περίπτωση να διαπιστώσει την παράβαση του γονέως ή των γονέων και ότι αυτή επηρεάζει τη σωματική ή ψυχική και ηθική διάπλαση του τέκνου ή τα γεγονότα και τις πράξεις που καθιστούν καταχρηστική την άσκηση ή τους λόγους αδυναμίας ασκήσεως της γονικής μέριμνας Εξάλλου, κατά την παρ. 1 του άρθρου 1533 ΑΚ η αφαίρεση του συνόλου της επιμέλειας του προσώπου του τέκνου και από τους δύο γονείς και η ανάθεσή της σε τρίτο διατάσσεται από το Δικαστήριο, μόνο όταν άλλα μέτρα έμειναν χωρίς αποτέλεσμα ή κρίνεται ότι δεν επαρκούν για να αποτρέψουν κίνδυνο της σωματικής πνευματικής ή ψυχικής υγείας του τέκνου. Το Δικαστήριο αποφασίζει την ανάθεση σε τρίτο, ύστερα από έλεγχο του ήθους, των βιοτικών συνθηκών και της εν γένει καταλληλότητάς του, στηριζόμενο υποχρεωτικά σε βεβαίωση αρμόδιας υπηρεσίας. Η ανάθεση γίνεται κατά προτίμηση σε συγγενικά πρόσωπα ή σε κατάλληλο ίδρυμα. Από τις ως άνω διατάξεις, σαφώς προκύπτει ότι αν μόνο ο ακατάλληλος γονέας είναι στη ζωή και έχει τη γονική μέριμνα, μπορεί το Δικαστήριο να διατάξει την ανάθεση της επιμέλειας του τέκνου σε τρίτο. Η ως άνω ανάθεση γίνεται μετά από έλεγχο του ήθους, των βιοτικών συνθηκών και γενικώς της καταλληλότητας του τρίτου, που αποτελούν στοιχεία απαραίτητα για την πνευματική και ψυχοσωματική ανάπτυξη του τέκνου. Ο έλεγχος πρέπει να στηρίζεται υποχρεωτικά σε βεβαίωση της αρμόδιας υπηρεσίας. Επειδή, ο εκ του άρθρου 559 παρ. 1 ΚΠολΔ, λόγος αναιρέσεως, για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, ιδρύεται αν το δικαστήριο δεν εφήρμοσε τέτοιο κανόνα, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις της εφαρμογής του ή αν εφήρμοσε αυτόν, ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθή. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ. αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες, ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την υπόψη διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παράγραφος 3 του Συντάγματος προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος απ` αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά, (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνηση του (ανεπαρκής αιτιολογία), ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία) (Ολ. ΑΠ 1/1999). Στην προκειμένη περίπτωση με την προσβαλλόμενη απόφαση έγιναν ανελέγκτως δεκτά τα εξής ."Από την εκτίμηση της με ημερομηνία 11-06-2009 έκθεσης πραγματογνωμοσύνης του διορισθέντος, με την υπ` αριθμ. 1361/2008 μη οριστική απόφαση του Δικαστηρίου τούτου. Ιατρού ψυχιάτρου Καθηγητού Πανεπιστημίου Κρήτης Ι. Ν., η οποία κατατέθηκε νόμιμα την 12- 06-2009, ενώπιον της Γραμματέως του Δικαστηρίου τούτου, συνταχθείσης της σχετικής έκθεσης καταθέσεως, και, η οποία εκτιμάται ελεύθερα, σε συνδυασμό και με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα, (άρθρο 387 ΚΠΟλΔ), των εγγράφων που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν η εισαγγελέας Πρωτοδικών Αθηνών και η προσθέτως παρεμβαίνουσα αλλά και των εγγράφων που προσκόμισε η τελευταία κατόπιν αιτήσεως του Δικαστηρίου, πλην των εγγράφων και φωτογραφιών που αυτοί επικαλέστηκαν και προσκόμισαν κατά τη συζήτηση της υπόθεσης μετά την οποία εκδόθηκε η υπ` αριθμ. 1361/2008 μη οριστική απόφαση του Δικαστηρίου τούτου και τα οποία επικαλούνται εκ νέου με τις προτάσεις της επαναλαμβανόμενης συζήτησης αλλά δεν προσκομίζουν αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η δεύτερη των καθ`ών γεννήθηκε στις 12-05-1972 στο Λύκεβε της Γερμανίας και φέρει τόσο τη γερμανική ιθαγένεια την οποία απέκτησε εκ του πατρός της Γ. Κ., ο οποίος υπήρξε γερμανός υπήκοος, όσο και την αντίστοιχη ελληνική, δεδομένου ότι η μητέρα της είναι ελληνίδα. Επομένως, εφαρμοστέο δίκαιο τυγχάνει το δίκαιο σύμφωνα με τα άρθρα 31 παρ 1 και 19 ΑΚ. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η δεύτερη των καθ`ών εγκαταστάθηκε στην Αθήνα σε νεαρή ηλικία όπου και παρέμεινε μέχρι τα Ι5 της χρόνια. Τότε παρουσίασε νευρική ανορεξία για την οποία νοσηλεύτηκε στη Γερμανία, όπου και παρέμεινε μέχρι την ενηλικίωση της. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα σπούδασε γραφιστική σε ιδιωτική σχολή και στη συνέχεια ασχολήθηκε επαγγελματικά με το συγκεκριμένο αντικείμενο για κάποιο χρονικό διάστημα, δεν εργάζεται, όμως, εδώ και πολλά χρόνια. Περί τα μέσα του 1998 συνήψε ερωτικό δεσμό με τον πρώτο των καθ`ών, που διατηρούσε παλαιόθεν φιλική σχέση με τον αδερφό της Ι. Κ., έχοντας, (οι δύο άνδρες) ως κοινό χόμπυ το ψάρεμα. Ήδη .από την έναρξη της σχέσεως του, το ζεύγος εγκαταστάθηκε και διαβιούσε στην οικία της οικογένειας Κ., έχοντας γι` αυτό τη σύμφωνη γνώμη της προσθέτως παρεμβαίνουσας Πολύ σύντομα, από τις μεταξύ τους σαρκικές σχέσεις, η δεύτερη των καθών κατέστη έγκυος και το ζεύγος εγκαταστάθηκε σε ισόγειο διαμέρισμα των γονέων του πρώτου των καθ` ών. Η προσθέτως παρεμβαίνουσα και μετά την πρώτη εγκυμοσύνη της θυγατέρας της επέμενε να μην τελεστεί γάμος μεταξύ των καθ`ών καθώς και να λάβουν τα τέκνα της θυγατέρας της το επώνυμο Κ. αντί του Δ. Το γεγονός αυτό αναφέρθηκε από την οικογένεια του πρώτου των καθ`ών στην Κοινωνική λειτουργό Α. Α. και καταγράφεται στην έκθεση που αυτή συνέταξε δυνάμει της υπ` αριθμ. 1361/2008 μη οριστικής απόφασης του Δικαστηρίου τούτου, ενώ δεν αντικρούεται από την προσθέτως παρεμβαίνουσα, με τις νομότυπα κατατεθείσες προτάσεις της. Στις 17-12-1999 γεννήθηκε το πρώτο τέκνο των καθ`ών ο Χ. Κ.. Ενα έτος αργότερα σι γονείς του πρώτου των καθ`ών τους ζήτησαν να εγκαταλείψουν το διαμέρισμα όπου διέμεναν, ισχυριζόμενοι, ότι η δεύτερη των καθ`ών επεδείκνυε επιθετική συμπεριφορά σε βάρος της μητέρας αυτού, Ε. Δ., που ήταν και η αιτία των συνεχών διαπληκτισμών μεταξύ των δύο γυναικών. Ακολούθως, το ζεύγος εγκαταστάθηκε για λίγο σε ισόγειο διαμέρισμα της οικίας των Κ., πλην όμως η οικογένεια Κ. τους ζήτησε να το εγκαταλείψουν λόγω της επιθετικής συμπεριφοράς της δεύτερης των καθ`ών και των συνεχών διαπληκτισμών της με την προσθέτως παρεμβαίνουσα μητέρα της και τον αδερφό της Ι. Τότε, η προσθέτως παρεμβαίνουσα τους πρότεινε να εγκατασταθούν σε ένα κτήμα 3.000 ή 4.000τμ. (δεν αποδείχθηκε η ακριβής έκτασή του), κείμενο στη … στην Περιοχή … , επί της οδού … αρ. … στο οποίο υπάρχει ένα κοντέινερ 25 τμ., το οποίο οι καθ`ών χρησιμοποιούσαν ως κρεβατοκάμαρα και κουζίνα, μια προκατασκευασμένη προσθήκη που χρησιμοποιείτο ως εργαστήριο του πρώτου των καθ`ών και ένα λουτρό. Επρόκειτο, προφανώς για μια αυθαίρετη πρόχειρη κατασκευή 75 τμ. περίπου, την οποία οι καθ`ών χρησιμοποιούσαν ως κατοικία τους. Η προσθέτως παρεμβαίνουσα ισχυρίζεται ότι το κτήμα αυτό της ανήκει κατά αποκλειστική κυριότητα, νομή και κατοχή, πλην όμως, ο ισχυρισμός της αυτός δεν αποδείχθηκε από κανένα αποδεικτικό μέσο. και ότι τους το παραχώρησε προσωρινά με σύμβαση άτυπου χρησιδανείου. Η ίδια ισχυρίζεται επίσης ότι όταν τους παρέδωσε το ανωτέρω ακίνητο, αυτό ήταν καθαρό και περιποιημένο, μετά δε την παραμονή τους σε αυτό δίνει την εικόνα καταυλισμού γεμάτο χόρτα και θάμνους. Ομως από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν προέκυψε η μορφή και ο τρόπος χρήσης του ακινήτου αυτού από την οικογένεια Κ.. (αν χρησιμοποιείτο ως κύρια κατοικία, ως εξοχική κατοικία ή αποθηκευτικός χώρος))πριν από την εγκατάσταση των καθ`ών σ` αυτό, ούτε η μορφή και η κατάσταση του κατά την παραμονή τους σ` αυτό. Κατά τον τρόπο αυτό και δεδομένου ότι κατά την κατ` επανάληψη συζήτηση δεν προσκομίστηκαν φωτογραφίες του ακινήτου που είχαν προσκομισθεί κατά την αρχική συζήτηση της υπόθεσης το Δικαστήριο τούτο δεν μπορεί να οδηγηθεί σε ασφαλές συμπέρασμα για το αν το ακίνητο αυτό ήταν κατάλληλο να χρησιμοποιείται ως στέγη των καθ`ών και της οικογενείας τους. Σε κάθε δε περίπτωση θα πρέπει να παρατηρηθεί ότι. το ζήτημα της καταλληλότητάς του ή μη είναι πλέον άνευ αντικειμένου, δεδομένου ότι το ακίνητο αυτό δεν αποτελεί πλέον οικογενειακή στέγη των καθ`ών διότι αφενός, η προσθέτως παρεμβαίνουσα από ετών πέτυχε νομικώς (χωρίς να προκύπτει με ποια νομική βάση), την απομάκρυνση του πρώτου των καθ`ών από αυτό και αφετέρου, η δεύτερη των καθ`ών, όπως προκύπτει και από τις υπ` αριθμ. ... και .../24-02-2010 εκθέσεις επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών … κατοικεί ήδη, με τον πρώτο των καθ` ών, στην …επί της οδού ... αρ. …. Στην ως άνω από 01-12-2008 έκθεση της κοινωνικής λειτουργού Α. Α. αναφέρεται ότι το προαναφερθέν ισόγειο διαμέρισμα, στο οποίο κατοικούν πλέον οι καθ`ών, αποτελεί ιδιοκτησία του πρώτου εξ αυτών (δεν έχει προσκομισθεί όμως ο σχετικός τίτλος ιδιοκτησίας, ώστε να προκύπτει και η ουσιαστική βασιμότητά του). Ακολούθως, αποδείχθηκε ότι στις 13-08-2002 και 13-03-2006 γεννήθηκαν αντίστοιχα, το δεύτερο και τρίτο τέκνο των καθ`ών ο Σ. Κ. και η Θ. Κ.. Το ζεύγος ουδέποτε τέλεσε γάμο, ενώ, ο πρώτος των καθ`ών αναγνώρισε εκουσίως τα ως άνω τέκνα του με δηλώσεις του ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών .............................. - .......... για τις οποίες συντάχθηκαν οι υπ` αριθμ. ..., ..., .../31-07-2006 συμβολαιογραφικές πράξεις. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι κατά τη διάρκεια της συμβίωσης τους ο πρώτος των καθ`ών δεν είχε σταθερή απασχόληση και μέρος των χρημάτων που αποκέρδαινε από την εργασία του τα διέθετε για να καταβάλει διατροφή στο ανήλικο τέκνο του Β. Δ., που είχε αποκτήσει από προηγούμενο γάμο του, αλλά, και να ασκεί ένα από τα χόμπυ του τον αερομοντελισμό. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στις 08-01-2008. προσκομίσθηκαν από τους καθ`ών, που είχαν νομότυπα παραστεί και καταθέσει προτάσεις, παραστατικά του ΙΚΑ και βεβαιώσεις αποδοχών του πρώτου των καθ`ών, τα οποία όμως δεν προσκομίστηκαν στην κατ` επανάληψη συζήτηση. Κατά τον τρόπο αυτό και μην έχοντας λάβει γνώση του περιεχομένου τους το παρόν Δικαστήριο, το οποίο, σε κάθε περίπτωση, αμφισβητείται από την προσθέτως παρεμβαίνουσα, όπως προκύπτει και από την από 12-04-2008 εξώδικη δήλωση που απηύθυνε στους καθ`ών, δεν μπορεί να οδηγηθεί σε ασφαλές συμπέρασμα για το αν ο πρώτος των καθ`ών εργαζόταν το ένδικο χρονικό διάστημα και ποιες ήταν οι απολαβές του. Σε κάθε δε περίπτωση, ο πρώτος των καθ`ών, δεν έδινε ποτέ χρήματα στη δεύτερη των καθ`ών για την κάλυψη των οικογενειακών τους δαπανών, πράγμα που παραδέχτηκε και ο ίδιος στην ως άνω κοινωνική λειτουργό Α. Α., ισχυριζόμενος ότι αυτός αγόραζε τα απαιτούμενα για τις ανάγκες τους τρόφιμα. Η οικογένεια των καθ`ών αντιμετώπιζε σοβαρά οικονομικά προβλήματα - ακόμα και διατροφής- που ήταν η κύρια αιτία διαπληκτισμών του ζεύγους. Οι γονείς του πρώτου των καθ` ών τους χορηγούσαν ποσότητες τροφίμων, πλην όμως, όταν, η προσθέτως παρεμβαίνουσα ανακάλυψε το γεγονός αυτό τους το απαγόρευσε με το αιτιολογικό ότι η οικογένεια Κ. φροντίζει την οικογένεια της θυγατέρας της. Κατά τον τρόπο αυτό η προσθέτως παρεμβαίνουσα, αν και απέτρεπε τους άλλους από το να ενισχύουν τη θυγατέρα της και τα εγγόνια της, με το αιτιολογικό ότι το πράττει αυτή, δεν τους βοηθούσε οικονομικά επαρκώς. Τούτο προκύπτει, από όσα δήλωσε η δεύτερη των καθ`ών κατά τη διάρκεια της εξέτασή της από τον πραγματογνώμονα ψυχίατρο Ι. Ν., που όρισε το Δικαστήριο τούτο, τα οποία αυτός αναφέρει στην ανωτέρω από 11-06-2009 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του και πιο συγκεκριμένα, ότι, δηλαδή, η μητέρα της δεν φρόντιζε να έχει τα απαραίτητα ώστε να διατρέφεται σωστά η ιδία και η ανήλικη θυγατέρα της και ότι δεν είχε τα απαραίτητα για να ντυθεί και να επιβιώσει αξιοπρεπώς. Στην ίδια ως άνω πραγματογνωμοσύνη του, ο πραγματογνώμων αναφέρει ότι κατά την επίσκεψη του στην οικία της δεύτερης των καθ`ών. όπου αυτή. μετά την απομάκρυνση και εγκατάσταση σε. ισόγειο διαμέρισμα της οικίας των γονέων του, του πρώτου των καθ`ών, κατόπιν λήψεως νομικών μέτρων σε βάρος του, από την προσθέτως παρεμβαίνουσα, διέμενε πλέον μόνη με την ανήλικη θυγατέρα της Θ., διαπίστωσε ότι αυτή. (η δεύτερη των καθ`ών). ήταν υποσιτισμένη, το ψυγείο της ήταν άδειο και ζητούσε ευγενικά από τη μητέρα της 10€ για να αγοράσει για την τρίχρονη θυγατέρα της γάλα Εξάλλου, και η προσθέτως παρεμβαίνουσα παραδέχεται ότι δεν έδινε χρήματα στη δεύτερη των εναγομένων θυγατέρα της για να μην της τα πάρει ο πρώτος των καθ`ών, ενώ ο τελευταίος ανέφερε στην ανωτέρω κοινωνική λειτουργό ότι μετά τον ως άνω εξαναγκασμό του σε αποχώρηση από το ανωτέρω ακίνητο από την πρώτη (προσθέτως παρεμβαίνουσα), αυτή του απαγόρευσε, καθ` οιονδήποτε τρόπο ,να βοηθά την δεύτερη των καθ`ών. Δυνάμει της υπ` αριθμ. 1361/2008 απόφασης του Δικαστηρίου τούτου ο ορισθείς με αυτή ψυχίατρος - πραγματογνώμονας Ι. Ν., αφού εξέτασε τη δεύτερη των καθ`ών και έλαβε υπόψη του τις πληροφορίες που του έδωσαν, η προσθέτως παρεμβαίνουσα μητέρα της, και ο αδερφός της Ι. Κ., συνέταξε την ως άνω, από 11-06-2009, έκθεση πραγματογνωμοσύνης του. στην οποία αναφέρει, ότι πάσχει από χρόνια ψυχωτική συνδρομή που εκδηλώνεται με καχυποψία, διαταραχές στις διαδικασίες (παράλογοι συλλογισμοί κ α), και του περιεχομένου της σκέψης (παραληρηματικές ιδέες αναφοράς και διώξεως), αντιληπτικές διαταραχές, (ψευδαισθήσεις), και μειωμένη κρίση με έλλειψη επίγνωσης του νοσηρού. Βάσει της εξετάσεως του αυτής ο πραγματογνώμων οδηγείται στο συμπέρασμα ότι η ως άνω πάθηση επηρεάζει τη δεύτερη των καθ`ών σε μεγάλο βαθμό στην ικανότητα της να φροντίζει και επιμελείται τα ανήλικα τέκνα της. Ακολούθως, η προσθέτως παρεμβαίνουσα προσκομίζοντας την ανωτέρω από 11-06-2009 ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη του Ι. Ν. στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών υπέβαλε την από 21-07-2009 αίτηση της με την οποία ζήτησε να κινηθεί κατά της δεύτερης των καθ`ών η προβλεπόμενη εκ του νόμου διαδικασία ακούσιας νοσηλείας και να της παραδοθεί προς φύλαξη και το τρίτο ανήλικο τέκνο της θυγατέρας της η Θ. Κ.. Η δεύτερη των καθ`ών νοσηλεύτηκε ακουσίως στο Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Αττικής από 22-07-2009 έως 13-10-2009 έχοντας διαγνωστεί ότι πάσχει από διαφορετική πάθηση και (συγκεκριμένα από σχιζοσυναισθηματική διαταραχή) την οποία το Δικαστήριο κρίνει ως πιο πιθανή, δεδομένου ότι, προέκυψε από επισταμένη παρακολούθηση της επί 2,5 περίπου μήνες από περισσότερους ιατρούς, εντός του δημοσίου ψυχιατρικού νοσοκομείου, στο οποίο νοσηλευόταν, σε αντίθεση με την έκθεση πραγματογνωμοσύνης ,που συνέταξε ο διορισθείς από το Δικαστήριο τούτο πραγματογνώμων, ο οποίος εκ των πραγμάτων στηρίχθηκε σε μια και μόνη εξέτασή της διάρκειας περίπου δύο ωρών και στις πληροφορίες που του παρείχαν η προσθέτως παρεμβαίνουσα και ο αδερφός τη (δεύτερη των καθ`ών), Ι. Κ.. Κατά τη διάρκεια της νοσηλείας της δεύτερης των καθ`ών στο ανωτέρω νοσηλευτικό ίδρυμα η προσθέτως παρεμβαίνουσα κατέθεσε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την από 20-08-09 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου 8178/20- 08-2009 αίτηση της με την οποία ζητούσε να τεθεί η δεύτερη των καθ`ών σε κατάσταση πλήρους στερητικής δικαστικής συμπαράστασης και να οριστεί η ίδια προσωρινή δικαστική συμπαραστάτρια. Στο δικόγραφο της αιτήσεως αυτής αναφέρει ότι προβαίνει στην ενέργεια αυτή διότι πληροφορήθηκε από τη δεύτερη των καθ`ών ότι. προτίθεται να τελέσει γάμο με τον πρώτο των καθ`ών, και να μεταβεί στη Γερμανία, πράγμα το οποίο. (η προσθέτως παρεμβαίνουσα), δεν επιθυμεί. Στη συνέχεια, η ενάγουσα πέτυχε την έκδοση της από 03-09-2009 προσωρινής διαταγής της Δικαστού του Πρωτοδικείου Αθηνών με την οποία ορίστηκε προσωρινή δικαστική συμπαραστάτρια της δεύτερης των καθ`ών θυγατέρας της, με εξουσία διεκπεραίωσης ζητημάτων επείγοντος χαρακτήρα. Κατά την ορισθείσα δικάσιμο της 02-03-2010 η προσθέτως παρεμβαίνουσα, ζήτησε, αφενός, την αναβολή της συζήτησης της υπόθεσης για την κήρυξη της δεύτερης των καθ`ών σε καθεστώς δικαστικής συμπαράστασης, οπότε, ορίσθηκε νέα δικάσιμος η 06-12-2010 και αφετέρου τη διατήρηση της ανωτέρω προσωρινής διαταγής η οποία και της χορηγήθηκε. Από τα προσκομισθέντα έγγραφα και ιδίως από την ως άνω από 01-12-2008 έκθεση της κοινωνικής λειτουργού Α. Α. και την ως άνω από 11-06-2009 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του ψυχιάτρου Ι. Ν. προκύπτει ότι, η δεύτερη των καθ`ών, αγαπά τα τέκνα της και ενδιαφέρεται γι` αυτά. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι στην προαναφερθείσα έκθεση της κοινωνικής λειτουργού Α. Α., αλλά. και στο από 20-07-2006 υπηρεσιακό σημείωμα της κοινωνικής λειτουργού της Διεύθυνσης Κοινωνικής Πρόνοιας της Γενικής Διεύθυνσης Ποιότητας Ζωής της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Ανατολικής Αττικής Α. Χ. καταγράφεται ο φόβος και η επιθετικότητα της στο ενδεχόμενο να της αφαιρεθεί η φροντίδα των τέκνων της ενώ, ο πραγματογνώμων Ι. Ν., αναφέρει ότι καθ` όλη τη διάρκεια της εξέτασης δεν άφησε οπό τα χέρια της την ανήλικη θυγατέρα της. Μέχρι δε την προσωρινή αφαίρεση της επιμέλειας των τέκνων της δυνάμει της υπ` αριθμ. 283/2006 Διάταξης της Εισαγγελέως Ανηλίκων Αθηνών κατόπιν πρωτοβουλίας της προσθέτως παρεμβαίνουσας η δεύτερη των καθών κατέβαλε προσπάθειες στα πλαίσια των δυνατοτήτων της νια την ανατροφή τους. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στις 08-01-2008 προσκομίσθηκαν από τους καθ`ών, που είχαν νομότυπα παραστεί και καταθέσει προτάσεις, τα βιβλιάρια ασθενείας των ανωτέρω ανηλίκων τέκνων, τα οποία όμως δεν προσκομίστηκαν στην κατ` επανάληψη συζήτηση. Με την από 12-04-2008 εξώδικη δήλωση της η προσθέτως παρεμβαίνουσα ζητούσε από τους καθ`ών να της παραδώσουν τα εν λόγω βιβλιάρια, ενώ αμφισβητούσε το είδος και το χρόνο εμβολιασμού των ανηλίκων. Κατά τον τρόπο αυτό, και, μη, έχοντας λάβει γνώση του περιεχομένου των βιβλιαρίων υγείας των ανηλίκων, το Δικαστήριο τούτο δεν μπορεί να οδηγηθεί σε ασφαλές συμπέρασμα για το βάσιμο ή όχι των αναφερόμενων από την αιτούσα και την προσθέτως παρεμβαίνουσα περί μη εμβολιασμού των εξ αμελείας των γονέων τους. Θα πρέπει, εξάλλου, να παρατηρηθεί ότι τα μαθησιακά προβλήματα που παρουσίαζε ο Χ. Κ. δεν μπορούν να αποδοθούν, όπως αβασίμως, ισχυρίζεται η προσθέτως παρεμβαίνουσα σε αμέλεια της δεύτερης των καθ`ών, η οποία σε κάθε περίπτωση, επέδειξε στην ως άνω κοινωνική λειτουργό τετράδια του ανηλίκου από τα οποία προκύπτει ότι είχε ξεκινήσει καλά το σχολείο, αλλά κυρίως, στη δυσλεξία από την οποία πάσχει ο ανήλικος και για το λόγο αυτό δεν προκύπτει ότι αυτά, (τα μαθησιακά προβλήματα), έχουν αποκατασταθεί και μετά την ανάληψη της πραγματικής φροντίδας του προσώπου του από την προσθέτως παρεμβαίνουσα. Όπως προαναφέρθηκε, η δεύτερη των καθ`ών, πάσχει από ψυχική νόσο και συγκεκριμένα από σχιζοσυναισθησιακή διαταραχή, σύμφωνα με την εκτίμηση των θεραπόντων ιατρών της στο Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Αττικής, την οποία το παρόν Δικαστήριο θεωρεί πιο πειστική για τους ανωτέρω εκτεθέντες λόγους. Ομως και ο ανωτέρω πραγματογνώμων ψυχίατρος Ι. Ν. στην από 11-06-2009 ψυχιατρική - πραγματογνωμοσύνη του, στην οποία χαρακτηρίζει την πάθηση της δεύτερης των καθ ων ως χρόνια ψυχωτική συνδρομή, αναφέρει ότι η εν λόγω πάθηση επηρεάζει τη δεύτερη των καθ`ών σε μεγάλο βαθμό στην ικανότητα της να φροντίζει και επιμελείται τα ανήλικα τέκνα της, δεν οδηγείται, όμως, στο συμπέρασμα ότι αυτή, (η δεύτερη των καθ`ών), είναι εκ του λόγου αυτού και μόνο, (δηλαδή εκ της παθήσεώς της), ανίκανη να φροντίζει και επιμελείται τα τέκνα της, ιδίως δε αν έχει και τη συνδρομή τρίτου προσώπου. Αποδείχθηκε, όμως, ότι η δεύτερη των καθ`ών δεν είχε ψυχική συμπαράσταση, πρακτική και οικονομική βοήθεια από τον πατέρα των παιδιών της ούτε από τα λοιπά συγγενικά της πρόσωπα. Στο συμπέρασμα αυτό οδηγείται το δικαστήριο από τα όσα εκθέτει η προσθέτως παρεμβαίνουσα στην ανωτέρω από, 19-11-2009, μήνυσή της κατά του πρώτου των καθ`ών συγκεκριμένα εκ της αναφοράς της αφενός, ότι η δεύτερη των καθ`ών, θυγατέρα της ήταν εξ αρχής ψυχικά ασθενής και παρά το γεγονός ότι η πάθησή της δεν είχε διαγνωστεί τα συμπτώματα υπήρχαν και ήταν αντιληπτά και αφετέρου ότι ο πρώτος των καθ`ών αν και γνώριζε κατέστησε έγκυο μια - ψυχικά άρρωστη γυναίκα τρείς φορές με απώτερο στόχο την ικανοποίηση παράνομων σεξουαλικών επιθυμιών του. Επίσης, οι γονείς του πρώτου των καθ`ών ανέφεραν στην κοινωνική λειτουργό Α. Α., η οποία και το καταγράφει στην ανωτέρω έκθεση της, ότι είχαν παύσει να κάνουν διάλογο με τη δεύτερη των καθ`ών και κάθε φορά που τους τηλεφωνούσε και διαπίστωναν ότι είχε επιθετική διάθεση της έκλειναν το τηλέφωνο. Εξάλλου, ακριβώς εξαιτίας της επιθετικής συμπεριφοράς της δεύτερης των καθ`ών, της απότοκης της ψυχικής της νόσου, τόσο οι γονείς του πρώτου των καθ`ών όσο και η οικογένεια Κ. απομάκρυναν την οικογένεια των καθ`ών από τα διαμερίσματα που της είχαν παραχωρήσει κατά καιρούς στις οικίες τους, χωρίς να μεριμνήσουν, η δεύτερη των καθ `ων να τύχει ιατρικής παρακολούθησης και κατάλληλης φαρμακευτικής αγωγής, ώστε να είναι σε θέση να ανταποκριθεί στις ανάγκες των τέκνων της. Θα πρέπει, επίσης, να παρατηρηθεί ότι η δεύτερη των καθ`ών, μη εργαζόμενη, στερούνταν ίδιους πόρους με αποτέλεσμα να μην είναι σε θέση να ανταποκριθεί στις οικονομικές ανάγκες τις δικές της και των τέκνων της. Ταυτόχρονα, όμως, και σύμφωνα και με τα εκτεθέντα ανωτέρω δεν είχε ουσιαστική οικονομική βοήθεια ούτε από τον πατέρα των παιδιών της ούτε από τα λοιπά συγγενικά της πρόσωπα. Κατά τον τρόπο αυτό δεν ήταν σε θέση, παρά τις προσπάθειες που κατέβαλε, να ανταποκριθεί στις οικονομικές ανάγκες της οικογένειας της. Η συναίσθηση της προσωπικής της ανεπάρκειας σε συνδυασμό με την έλλειψη ουσιαστικής οικονομικής και ψυχικής συνδρομής από τον πατέρα των παιδιών της, πρώτο των καθ`ών, και τους λοιπούς οικείους της συμπεριλαμβανομένης της προσθέτως παρεμβαίνουσας είχαν ως αποτέλεσμα την επιδείνωση της ψυχικής της υγείας, εκρήξεις θυμού και επιθετικότητας της δεύτερης των καθ`ών στρεφόμενες κυρίως κατά της προσθέτως παρεμβαίνουσας και του πρώτου των καθ`ών, όχι όμως κατά των ανηλίκων τέκνων της, εκ των οποίων τα δύο μεγαλύτερα εξέφραζαν την επιθυμία να επιστρέψουν σ` αυτή (Τη δεύτερη των καθ`ών), όπως προκύπτει από το υπ` αριθμ. πρωτ. 5763/15-06-2007έγγραφο του Ιατροπαιδαγωγικού Κέντρου Παλλήνης που υπογράφεται από την παιδοψυχίατρο Ε. Μ. και την κοινωνική λειτουργό Χ. Π.. Ενόψει των ανωτέρω, το Δικαστήριο τούτο οδηγείται στο συμπέρασμα ότι η δεύτερη των καθ`ών εφόσον αποδείχθηκε, ότι δεν έχει στην πράξη την απαιτούμενη ψυχική και οικονομική συνδρομή του πρώτου των καθ`ών και των οικείων της δεν είναι σε Θέση, από λόγους που δεν μπορούν να αποδοθούν σε υπαιτιότητα γ/κ να ασκεί την επιμέλεια του προσώπου των τέκνων της. Τη θέση αυτή υποστηρίζει και η ως άνω κοινωνική λειτουργός Α. Α. στην από 01-12- 2008 έκθεσή της προς το Δικαστήριο τούτο στην οποία αναφέρει "Η έξαλλη κατάσταση στην οποία βρίσκεται τις περισσότερες από τις ημέρες της εβδομάδας δεν τις επιτρέπει να αναθρέψει σωστά τα παιδιά της. Είναι πιθανό, κατόπιν βοήθειας, να μπορέσει να αλλάξει συμπεριφορά και να σταθεροποιηθεί σε ήρεμη κατάσταση οπότε θα μπορέσει να αναλάβει την επιμέλεια των παιδιών της". Την Ιδια άποψη υποστηρίζουν και οι παιδοψυχίατρος Ε. Μ. και κοινωνική λειτουργός Χ. Π. στο υπογραφόμενο από αυτές υπ αριθμ. πρωτ. 5763/15-06-2007 έγγραφο του Ιατροπαιδαγωγικού Κέντρου Παλλήνης στο οποίο αναφέρουν "Προτείνουμε τη συνέχιση της παρακολούθησης των δύο παιδιών, την συμβουλευτική της μητρικής γιαγιάς για να υποστηριχθεί στο δύσκολο έργο που έχει αναλάβει, καθώς, επίσης, και την οργανωμένη παρέμβαση από τις αρμόδιες υπηρεσίες, προς τους γονείς προκειμένου να βελτιωθούν σι συνθήκες και να δεχθούν ξανά τα παιδιά τους". Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο πρώτος των καθ`ών γεννήθηκε το 1965 και μετά την αποφοίτησή του από το γυμνάσιο εργάστηκε ως οδηγός φορτηγού. Από τον ήδη λυθέντα γάμο του με την Α. Σ. απέκτησε ένα άρρεν τέκνο το Β. Δ., ηλικίας σήμερα, 14 περίπου ετών. Κατά τη διάρκεια του έγγαμου βίου του υποστηρίζετο οικονομικά από τους γονείς του. Όταν οι τελευταίοι έπαψαν να ενισχύουν οικονομικά την οικογένεια του ανέκυψαν οικονομικά προβλήματα και διαφωνίες που είχαν ως αποτέλεσμα τη λύση του γάμου του. Το ως άνω τέκνο διαμένει με τη μητέρα του, η οποία έχει τη φροντίδα και την επιμέλεια του προσώπου του. Εχει δε επικοινωνία με τον παππού και τη γιαγιά της πατρικής γραμμής και λιγότερο με τον πατέρα του, τον οποίο βλέπει επισκεπτόμενο την οικία τους ο πρώτος των καθ`ών ανέφερε στην ανωτέρω κοινωνική λειτουργό ότι από την εργασία του ως οδηγός φορτηγού αποκερδαίνει μηνιαίως το ποσό των 1200€, πλην όμως, αυτό δεν αποδείχθηκε από κανένα αποδεικτικό μέσο. Αντιθέτως, η δεύτερη των καθ`ών ανέφερε ότι, κατά τη διάρκεια της συμβίωσής τους, ουδέποτε είχε μόνιμη απασχόληση. Σε κάθε περίπτωση .αποδείχθηκε ότι στην πράξη δεν ήταν σε Θέση να ανταποκριθεί στις οικονομικές ανάγκες της οικογενείας που δημιούργησε με την δεύτερη των καθ`ών, γεγονός που αποτελούσε και την κύρια αιτία διαπληκτισμών του με αυτή. Επίσης, αποδείχθηκε ότι ουδέποτε ενδιαφέρθηκε για την ψυχική υγεία της δεύτερης των καθ`ών παρά το γεγονός ότι ο ίδιος ανέφερε στην ως άνω κοινωνική λειτουργό ότι γνώριζε ότι στο παρελθόν αυτή είχε ακολουθήσει για το σκοπό αυτό φαρμακευτική αγωγή. Κατά τον ίδιο τρόπο αποδείχθηκε ότι δεν ασχολείτο με τη φροντίδα του προσώπου των τέκνων των. Η προσθέτως παρεμβαίνουσα, ισχυρίζεται, ότι αυτός κακοποιούσε σωματικά και σεξουαλικά τα ανήλικα τέκνα του και για το λόγο αυτό υπέβαλε στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών δύο μηνύσεις σε βάρος του. Επί της Πρώτης υπό στοιχεία Α/20081272 ασκήθηκε σε βάρος του Ποινική δίωξη και παραπέμφθηκε να δικαστεί ενώπιον του ΙΛ` Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών για την αξιόποινη πράξη της σωματικής βλάβης ανηλίκων κατά συρροή και κατ` εξακολούθηση χωρίς η υπόθεση να έχει ακόμη εκδικαστεί Επί της δεύτερης από 19-11-2009 και υπό στοιχεία ΒΓΓ/2009/7868 μηνύσεώς της, ασκήθηκε σε βάρος του ποινική δίωξη για την κακουργηματική πράξη της αποπλάνησης παιδιών κατά συρροή και κατ` εξακολούθηση κατ` άρθρο 339 παρία ΠΚ και διατάχθηκε η διενέργεια κύριας ανάκρισης χωρίς να έχει ακόμα ολοκληρωθεί. Ενόψει των ανωτέρω, το Δικαστήριο, στηριζόμενο, κυρίως, στη στάση του πρώτου των καθ`ών, όπως λεπτομερώς εκτέθηκε ανωτέρω, κατά τη διάρκεια του έγγαμου βίου του με την Α. Σ., τη σχέση του με το ανήλικο τέκνο του, εκ του προαναφερθέντος γάμου του Β. Δ., την πλήρη αποστασιοποίηση του από το πρόβλημα υγείας της δεύτερης των καθ`ών και των προβλημάτων υγείας και διαβίωσης των αναγνωρισθέντων από αυτόν ,εκτός γάμου ,ανηλίκων τέκνων του Χ., Σ. και Θ. Κ. και λιγότερο στις ανωτέρω ποινικές διαδικασίες που εκκρεμούν σε βάρος του .δεδομένου ότι, δεν έχουν ολοκληρωθεί αμετάκλητα, οδηγείται στο συμπέρασμα ότι ο πρώτος των καθών από αποκλειστική υπαιτιότητα του δεν είναι σε θέση να ασκεί την επιμέλεια του προσώπου των τέκνων που απέκτησε από την εκτός γάμου σχέση του με τη δεύτερη των καθ`ών. Ακολούθως, όπως προκύπτει από το υπ` αριθμ. 11106/05-11-2009 έγγραφο του Ιατροπαιδαγωγικού Κέντρου Παλλήνης, το οποίο συντάχθηκε κατόπιν παρακολούθησης του ανηλίκου από. 26-01-2007 .και διενέργειας 21 συνεδριών, ο Χ. Κ. πάσχει από ψυχική νόσο και συγκεκριμένα συναισθηματική διαταραχή, υπερκινητικότητα και δυσλεξία, ενώ, αντιμετωπίζει και ψυχοκοινωνικά προβλήματα σχετιζόμενα με έλλειμμα γονεϊκής φροντίδας και παραμέληση. Στο ίδιο ως άνω έγγραφο καταγράφεται ότι ο ανήλικος αναφέρθηκε σε τελεσθείσες σε βάρος του ασελγείς πράξεις από το δεύτερο των καθ`ών το πρώτον στις 10-06-2009 τις οποίες εξειδίκευσε στις 19-08-2009 και 29-09- 2009. Όσον αφορά τη Θ. Κ., όπως προκύπτει εκ του από 20-01-2010 εγγράφου του παιδοδοντιάτρου Σ. Μ., ο εν λόγω ιατρός, κατόπιν κλινικού και ακτινογραφικού ελέγχου. διαπίστωσε ότι παρουσιάζει πολυτερηδονισμό, ενώ, σε αρκετά από τα νεογιλά της δόντια υφίσταντο αποστήματα. Προς αντιμετώπιση της κατάστασής της συνέστησε στην προσθέτως παρεμβαίνουσα την εξαγωγή έξι οδόντων, τη σφράγιση δύο, τη διενέργεια πολφοτομής και τοποθέτηση στεφάνης σε τέσσερα, καθώς και την τοποθέτηση ειδικής ακίνητης συσκευής στην άνω γνάθω προς συγκράτηση του στοματικού χώρου. Δεν αποδείχθηκε, όμως, ότι κάποια από τις ενέργειες αυτές πραγματοποιήθηκε, μέχρι τη συζήτηση της υπόθεσης. Κατά τα λοιπά αποδείχτηκε, ότι ο αμφιθαλής αδερφός της δεύτερης των καθών, Ι. Κ., ηλικίας περίπου 35ετών, άγαμος, ιδιοκτήτης επιχείρησης εκτύπωσης διαφημιστικού υλικού και διαχειριστής της οικογενειακής περιουσίας των Κ., σύμφωνα με την από 01-12-2008 έκθεση της κοινωνικής λειτουργού Α. Α., είναι θυμωμένος με τη συμπεριφορά και τις λανθασμένες επιλογές της (δεύτερης των καθ`ών) θεωρώντας ότι αποτελούν πηγή ταλαιπωρίας για τη μητέρα του και τον ίδιο, έχει αποσυρθεί από τη στήριξη της (αδερφής του) και το ίδιο προτρέπει και την προσθέτως παρεμβαίνουσα να πράξει. Σε κάθε δε περίπτωση δεν έχει εκδηλώσει ενδιαφέρον για την ανάληψη της επιμέλειας ή έστω της πραγματικής φροντίδας των ως άνω τριών ανεψιών του, τέκνων της δεύτερης των καθ`ών αδερφής του. Ενδιαφέρον για την πραγματική φροντίδα ή την άσκηση της επιμέλειας του προσώπου των ανωτέρω ανηλίκων τέκνων δεν έχουν εκδηλώσει ούτε η διαβιούσα μακριά από τους γονείς της, αδερφή του πρώτου των καθ`ών Ε. Δ., 43 περίπου ετών, η οποία είναι διαζευγμένη, μητέρα ενός ανηλίκου τέκνου και εργάζεται ως ιδιωτική υπάλληλος, ούτε οι γονείς αυτού εκ των οποίων ο μεν πατέρας του Β. Δ., συνταξιούχος του ΝΑΤ, τέως μηχανικός του εμπορικού ναυτικού είναι 77 περίπου ετών, η δε μητέρα του Ε. Δ., 73 περίπου ετών, είναι υπέρβαρη και αντιμετωπίζει πρόβλημα με τα πόδια της. Σε κάθε δε περίπτωση, ο παππούς και η γιαγιά της πατρικής γραμμής πρότειναν στην ανωτέρω κοινωνική λειτουργό ως κατάλληλο άτομο να αναλάβει την επιμέλεια των τριών ανηλίκων τέκνων του υιού τους την προσθέτως παρεμβαίνουσα γιαγιά εκ της μητρικής γραμμής. Όσον αφορά την προσθέτως παρεμβαίνουσα, ηλικίας 74 περίπου ετών, σύμφωνα με όσα ανέφερε στην ως άνω κοινωνική λειτουργό Α. Α., προκύπτει ότι σπούδασε στην Ανωτάτη Σχολή Μουσικής στο Βερολίνο, πλην όμως, στη συνέχεια δεν μπόρεσε να σταδιοδρομήσει επαγγελματικά στο συγκεκριμένο χώρο. Ο γάμος της με τον πατέρα των παιδιών της και ήδη αποβιώσαντα από το 2006, Γ. Κ., γερμανό υπήκοο, ο οποίος εργαζόταν ως εμπορικός αντιπρόσωπος, υπήρξε ταραχώδης, ενώ για μεγάλα χρονικά διαστήματα το ζεύγος βρέθηκε σε διάσταση. Κατά την προσθέτως παρεμβαίνουσα αιτία αποτελούσαν η συχνή λεκτική και σωματική βία που της ασκούσε ο σύζυγος της εξαιτίας του αλκοολισμού του ,αλλά, και οι έντονες διαφωνίες που είχαν σαν ζεύγος για διάφορα ζητήματα. Αντιθέτως, η οικογένεια Δ. ανέφερε στην ανωτέρω κοινωνική λειτουργό ότι ο Γ. Κ. ήταν ευγενικός, ήρεμος, δεν τον είχαν δει να τελεί ποτέ σε κατάσταση μέθης, ήταν συγκροτημένος, με ηθικές αρχές, ενώ η προσθέτως παρεμβαίνουσα υπήρξε δεσποτική και επέβαλε τις απόψεις της στην οικογένεια. Το έτος 2006απεβίωσε σε ηλικία 42 περίπου ετών η άγαμη θυγατέρα της προσθέτως παρεμβαίνουσας και αδερφή της δεύτερης των καθ`ών Γ. Κ.. Κατά την προσθέτως παρεμβαίνουσα αιτία θανάτου της θυγατέρας της, για την οποία η προαναφερθείσα κοινωνική λειτουργός εκθέτει ότι αυτή (η προσθέτως παρεμβαίνουσα) κατά την πρώτη της συνέντευξη απέφυγε οποιαδήποτε αναφορά, ήταν η ερωτική απογοήτευση.. Περαιτέρω, προέκυψε ότι η οικονομική κατάσταση της προσθέτως παρεμβαίνουσας είναι ασαφής. Ειδικότερα, αυτή ,(η προσθέτως παρεμβαίνουσα), ισχυρίστηκε, ενώπιον της ίδιας ως άνω Κοινωνικής λειτουργού, Α. Α. ,ότι συνταξιοδοτείται από το γερμανικό Κράτος λαμβάνοντας 1075€μηνιαίως, μέρος των οποίων αποτελεί η σύνταξη του αποβιώσαντος συζύγου της, η οποία προέρχεται από ιδιωτική ασφάλιση καθώς και ότι λαμβάνει από το Ελληνικό Δημόσιο επίδομα μονογονεϊκής οικογένειας. Πέραν, όμως, του ότι ουδέν επίσημο έγγραφο προσκομίστηκε προς απόδειξη των αναφερομένων από την προσθέτως παρεμβαίνουσα, θα πρέπει να παρατηρηθεί ότι το επίδομα μονογονεϊκής οικογένειας (Το ύψος του οποίου δεν προέκυψε), αποτελεί πρόσοδο της δεύτερης των καθ`ών και όχι της προσθέτως παρεμβαίνουσας, όπως αβασίμως αυτή ισχυρίζεται. Επίσης, ανέφερε αορίστως στην ίδια Κοινωνική λειτουργό ότι είναι ιδιοκτήτρια μεγάλης ακίνητης περιουσίας και ότι έχει εισοδήματα και από τραπεζικές καταθέσεις, χωρίς όμως να προσκομίζει τίτλους ιδιοκτησίας, να προσδιορίζει και να αποδεικνύει το ύψος των καταθέσεων αλλά και την προέλευση των περιουσιακών της στοιχείων δεδομένου ότι η ίδια δεν εργαζόταν. Το γεγονός αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία καθώς η προσθέτως παρεμβαίνουσα ανέφερε στην ανωτέρω Κοινωνική λειτουργό ότι ως προς την οικογενειακή περιουσία τίποτε δεν ανήκει σε κανένα μέλος της οικογενείας εκτός από την ίδια, χωρίς να διευκρινίζει αν υφίσταται κληρονομιαία περιουσία του Γ. Κ. και της Γ. Κ. (η οποία σημειωτέον ήταν οικονομικά ανεξάρτητη) και πως αυτή κατανεμήθηκε Αντιθέτως, ο Ι. Κ. ανέφερε στην Κοινωνική λειτουργό Α. Α. ότι αυτός ασχολείται με τη διαχείριση της οικογενειακής περιουσίας καθώς και ότι σκέπτεται να πωλήσει οικογενειακό ακίνητο μεγάλης αξίας. Η δεύτερη των καθ`ών ανέφερε στην ίδια κοινωνική λειτουργό ότι η οικογένεια της, (εννοώντας τη μητέρα της και τον αδερφό της), την αποστέρησε από την οικογενειακή περιουσία και την πατρική κληρονομιά οδηγώντας την εκ του λόγου αυτού σε οικονομική εξαθλίωση. Τέλος, η οικογένεια Δ. ανέφερε στην ως άνω κοινωνική λειτουργό ότι, μεταξύ της προσθέτως παρεμβαίνουσας και του Ι. Κ., υφίσταται ισχυρός συναισθηματικός δεσμός και ότι εκ του λόγου αυτού η πρώτη ενεργεί με σκοπό η οικογενειακή περιουσία να περιέλθει στο σύνολο της σ αυτόν. Εκ των ανωτέρω καθίσταται σαφές ότι μεταξύ της δεύτερης των καθ`ών και της πατρικής της οικογενείας, υπάρχουν και οικονομικού χαρακτήρα διαφορές, σχετιζόμενες με την οικογενειακή περιουσία και την κληρονομιά κυρίως του Γ. Κ. Υφίστανται, επομένως, αντικρουόμενα οικονομικά συμφέροντα μεταξύ της προσθέτως παρεμβαίνουσας και της δεύτερης των καθ`ών, τα οποία στα πλαίσια της παρούσας δίκης δεν είναι δυνατό να διερευνηθούν, πολύ δε περισσότερο, δεν τίθενται στη διάθεση του δικαστηρίου επαρκή αποδεικτικά μέσα. Περαιτέρω, αποδείχθηκε, ότι η προσθέτως παρεμβαίνουσα, παρά το γεγονός, ότι ορίστηκε προσωρινή δικαστική συμπαραστάτρια της δεύτερης των καθ`ών ήδη από τις 03-09-2009, δεν ασκεί την επιμέλεια του προσώπου της τελευταίας, δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από τις υπ` αριθμ. ... και ... 724-02-2010 εκθέσεις επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών …. που προσκομίσθηκαν στο παρόν Δικαστήριο, η δεύτερη των καθ`ών κατοικεί με τον πρώτο των εξ αυτών στην …, στο ως άνω ισόγειο διαμέρισμα της οικίας των γονέων του τελευταίου. Επίσης, η προσθέτως παρεμβαίνουσα υπό την ιδιότητα της προσωρινής δικαστικής συμπαραστάτριας της θυγατέρας της δεν μερίμνησε για την δικαστική εκπροσώπηση της κατά την παρούσα συζήτηση. Σε κάθε δε περίπτωση, δεδομένου ότι, υφίσταται σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ της δεύτερης των καθ`ών, η οποία επιθυμεί να συνεχίσει να ασκεί την γονική μέριμνα των τέκνων της στην οποία περιλαμβάνεται και η επιμέλεια τους και της προσθέτως παρεμβαίνουσας που με την πρόσθετη παρέμβαση της ζητά να γίνει δεκτή η αίτηση και να της χορηγηθεί η επιμέλεια αυτών και με τις προτάσεις της κατ` επανάληψης συζήτησης της υποβάλλει έστω κ απαραδέκτως αίτημα να μεταβληθεί το αίτημα της υπό κρίση αίτησης ώστε να αφαιρεθεί από τους καθ`ών, επομένως και από τη θυγατέρα της, πλήρως, η γονική μέριμνα και να ανατεθεί σ` αυτή, (προσθέτως παρεμβαίνουσα), ώστε να καταστεί επίτροπος αυτών, θα έπρεπε να είχε κινήσει νομική διαδικασία ώστε να οριστεί ειδικός προσωρινός συμπαραστάτης για να την εκπροσωπήσει στην παρούσα δίκη Εκ των ανωτέρω, συνάγεται ότι οι σχέσεις της προσθέτως παρεμβαίνουσας με τη δεύτερη των καθ ων θυγατέρα της είναι ιδιαίτερα διαταραγμένες, γεγονός, που οφείλεται ότι μόνο στην ψυχική νόσο που η τελευταία αντιμετωπίζει αλλά σε ευρύτερες διαφορές τους, κάποιες από τις οποίες έχουν και οικονομικό υπόβαθρο Εκ των πραγμάτων η επικοινωνία μεταξύ τους είναι και θα παραμείνει δύσκολη εφόσον τα ζητήματα αυτά δεν διευθετηθούν. Κατά τον τρόπο αυτό η προσθέτως παρεμβαίνουσα είναι πρακτικά αδύνατο να μπορέσει εξασφαλίσει ομαλές συνθήκες επικοινωνίας των ανηλίκων με τους γονείς τους άλλα και διαμόρφωση κατάλληλων συνθηκών ώστε οι καθ`ών να αναλάβουν το συντομότερο δυνατό, εκ νέου, την φροντίδα των ανηλίκων τέκνων των. Η ανάθεση των ανηλίκων τέκνων στην προσθέτως παρεμβαίνουσα δεν κρίνεται σκόπιμη με βάση το συμφέρον των τέκνων. Ενόψει των ανωτέρω γενομένων δεκτών,το Δικαστήριο οδηγείται στο συμπέρασμα ότι πρέπει να αφαιρεθεί από τους καθών η επιμέλεια του προσώπου των ανηλίκων τέκνων του Χ. Σ. και Θ. Κ., που γεννήθηκαν εκτός γάμου και αναγνωρίστηκαν εκουσίως από τον πρώτο των καθ`ών. και να ανατεθεί σε κατάλληλο για το σκοπό αυτό δημόσιο νομικό πρόσωπο, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο διατακτικό της παρούσας" Από τις άνω παραδοχές προκύπτει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ορθά υπήγαγε τα πραγματικά περιστατικά στον κανόνα δικαίου εκ του αρθ. 1532 ΑΚ και περιέλαβε σαφείς και πλήρεις αιτιολογίες ως προς την ανάγκη της αφαίρεσης της επιμέλειας του προσώπου των ανηλίκων τέκνων των καθών από αυτούς και την μη ανάθεση της στην αναιρεσείουσα .όπως ζητούσε, αλλά σε ίδρυμα, με αποτέλεσμα οι εκ των αριθμών 1 και 19 λόγοι αναιρέσεως (πρώτος και τέταρτος). με τους οποίους υποστηρίζουν τα αντίθετα για ευθεία και πλαγίου παραβίαση των αντίστοιχων διατάξεων του ΑΚ να πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Εξάλλου, οι αναιρεσείοντες υπό την επίκληση της παραβάσεως του κανόνα ουσιαστικού δικαίου. (1513 ΑΚ), και ειδικότερα ότι δέχθηκε ως κατάλληλο πρόσωπο για την ανάθεση της επιμέλειας των ανηλίκων στο ίδρυμα Πρόνοιας του παιδιού με την επωνυμία "................... ............" ως υπηρεσία του Β ΠΕΣ. ΥΠ Αττικής και όχι την δεύτερη αυτών. πλήττουν την ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδείξεων από το δικαστήριο. Ομοίως, με την επίκληση της παράβασης εκ του αριθμού 19 της ανεπαρκούς αιτιολογίας της κρίσης για τις προσωπικές σχέσεις αυτής, (δεύτερης των αναιρεσειόντων). με τα ανήλικα εγγόνια της και την καταλληλότητα της για την ανάθεση της επιμέλειας του προσώπου των πλήττεται η ανέλεγκτη περί τις αποδείξεις κρίση του δικαστηρίου, αφού, οι επικαλούμενες ελλείψεις ανάγονται στην στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα στην αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος. Κατά το αρθ. 559 αριθμ` 8 Κ.ΠολΔ ιδρύεται αναιρετικός λόγος αν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης.. Από τη διάταξη αυτή. σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 106, 335 και 338 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι "πράγματα" κατά την έννοια της πρώτης από αυτές (άρθρο 559 αριθ. 8) που προτάθηκαν ή δεν προτάθηκαν, των οποίων η λήψη ή μη λήψη υπόψη από το δικαστήριο ιδρύει τον προβλεπόμενο από αυτή λόγο αναιρέσεως, αποτελούν οι αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων που θεμελιώνουν ή καταλύουν τη βάση της αγωγής, ανταγωγής, ενστάσεως ή αντενστάσεως. και ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, όχι δε και ο ισχυρισμός που συνέχεται με την ιστορική αιτία της αγωγής, της ένστασης ή της αντένστασης, ο οποίος και αποκρούεται ή γίνεται δεκτός με την παραδοχή ή την απόρριψη, αντίστοιχα, ως αβάσιμων ή βάσιμων των θεμελιωτικών της αγωγής, ένστασης ή αντένστασης πραγματικών γεγονότων. Εξάλλου, δεν αποτελούν "πράγματα" και τα επικαλούμενα από τους διαδίκους αποδεικτικά μέσα και, πολύ περισσότερο, η αξιολόγηση από το δικαστήριο του περιεχομένου των εγγράφων και των λοιπών αποδεικτικών μέσων. Επομένως, δεν ιδρύεται ο ανωτέρω λόγος αναιρέσεως αν δεν λήφθηκαν υπόψη επιχειρήματα ή συμπεράσματα από την εκτίμηση των αποδείξεων, έστω και αν προτείνονται ως λόγος εφέσεως, όπως και σι νομικοί ισχυρισμοί ή η νομική επιχειρηματολογία των διαδίκων, ούτε οι ισχυρισμοί που ανάγονται στην κατ` ορθή ερμηνεία έννοια του εφαρμοστέου νόμου (Ολ. ΑΠ 311997). Τέλος, δεν ιδρύεται ο πιο πάνω λόγος αναιρέσεως, αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη ισχυρισμό, αλλά τον απέρριψε για οποιονδήποτε λόγο τυπικό ή ουσιαστικό, γιατί η απόρριψη αυτή σημαίνει ότι έχει ληφθεί υπόψη ο ισχυρισμός, ανεξάρτητα αν δεν έγινε δεκτός. (ΑΠ 330/2011). Στην προκειμένη περίπτωση οι αναιρεσείουσες με τον τρίτον λόγο αναιρέσεως από τον αριθ. 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ προβάλλουν την αιτίαση ότι το δικαστήριο της ουσίας (Μονομελές Πρωτοδικείο), δεν έλαβε υπόψη τους ισχυρισμούς που εμπεριέχονται στα προσκομιζόμενα και επικαλούμενα από αυτούς αποδεικτικά μέσα .(έγγραφα), και ειδικότερα α) την υπ` αριθ. πρωτ. 1303/Φ51/08 έκθεση Κοινωνικής έρευνας της κοινωνικής λειτουργού της εταιρίας Προστασίας ανηλίκων Α. Α., β) το υπό ημερομηνία 15.1.2010 αντίγραφο ιστορικού του νοσοκομείου παίδων Αγία Σοφία, γ) το υπό ημερομηνία 29.7.2009 υπόδειγμα υπερθερμιδικού προγράμματος διατροφής της Ι. Τ., κλινικής διαιτολόγου του Γενικού Νοσοκομείου Παίδων Αγία Σοφία, δ) την υπό ημερομηνία 29.7.2009 έκθεση υπερηχοκαρδιογραφικής μελέτης του ως άνω νοσοκομείου και ε) την υπό ημερομηνία 20.1.2010 διάγνωση του παιδοδοντιάτρου Σ. Μ., από τα οποία προκύπτει ότι η δεύτερη αναιρεσείουσα έπραξε ότι ήταν δυνατόν για να καλύψει τις ιατροφαρμακευτικές ανάγκες των ανηλίκων εγγονών της και, επίσης, καταδεικνύουν την καταλληλότητα της προκειμένου να της ανατεθεί η επιμέλεια αυτών. Ο λόγος αυτός αναιρέσεως είναι αβάσιμος και εντεύθεν απορριπτέος. διότι η προβαλλόμενη με αυτόν πλημμέλεια δεν αποτελεί "πράγμα" σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη, αλλά. επιχειρήματα υπέρ της καταλληλότητας του προσώπου της για την ανάληψη της επιμέλειας του προσώπου των ανηλίκων τέκνων των αναιρεσιβλήτων, τα οποία σε κάθε περίπτωση λήφθηκαν υπόψη και αρνητικά αξιολογήθηκαν με την παραδοχή ότι η δεύτερη των αναιρεσειουσών δεν κρίνεται κατάλληλη, με αποκλειστικό κριτήριο το αληθές συμφέρον των ανηλίκων τέκνων της, την ανάθεση της επιμελείας τους. Οπως συνάγεται από τα άρθρα 335-338, 339, 340 και 346 ΚΠολΔ. ο δικαστής για να σχηματίσει την κρίση του για τους πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων, που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, υποχρεούται να λαμβάνει υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα. τα οποία νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, η δε παραβίαση αυτής της υποχρεώσεως ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ λόγο αναιρέσεως. Ειδικότερα, ο λόγος αυτός ιδρύεται, αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που ο νόμος δεν επιτρέπει ή παρά το νόμο έλαβε υπόψη αποδείξεις που δεν προσκομίστηκαν ή δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που σι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν. Αρκεί για την ίδρυση του λόγου και μόνη η ύπαρξη αμφιβολιών για το αν το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο. Σημειώνεται, ότι δεν είναι ανάγκη να γίνεται ειδική μνεία στην απόφαση και στην αξιολόγηση του καθενός από τα αποδεικτικά μέσα. Το γεγονός ότι μνημονεύονται και εξαίρονται μερικά από τα αποδεικτικά μέσα, λόγω της, κατά την κρίση του δικαστηρίου, μεγαλύτερης σημασίας τους, δεν σημαίνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα υπόλοιπα, αρκεί βέβαια να γίνεται αδίστακτα βέβαιο από το όλο περιεχόμενο της αποφάσεως ότι συνεκτιμήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέστηκαν και προσκόμισαν σι διάδικοι. Στην προκειμένη περίπτωση, με το δεύτερο λόγο της κρινόμενης αναιρέσεως προσάπτουν σι αναιρεσείοντες στην προσβαλλόμενη απόφαση πλημμέλεια από το άρθρο 559 αριθ.11 ΚΠολΔ. ισχυριζόμενοι ότι το δικαστήρια της ουσίας (Μον. Πρωτοδικείο) για τον σχηματισμό του αποδεικτικού του πορίσματος, με βάση το οποίο δεν ανέθεσε την επιμέλεια των ανηλίκων στην δεύτερη αναιρεσείουσα (Γιαγιά τους από τη μητρική γραμμή), δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν για την βασιμότητα της αιτήσεως τους και ειδικότερα την υπό ημερομηνία 1-12-2008 και αριθ. πρωτ. 1303/Φ51108 έκθεση Κοινωνικής έρευνας της κοινωνικής λειτουργού της εταιρείας Προστασίας Ανηλίκων Α. Α.. Πλην, όμως. από την περιεχόμενη στην προσβαλλομένη απόφαση βεβαίωση ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη όλα τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, όπως προκύπτει από το κείμενο της, ουδεμία καταλείπεται αμφιβολία ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και το ως άνω έγγραφο, κάνοντας μάλιστα ρητή αναφορά σε αυτό. Επομένως, ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως με τον οποίον οι αναιρεσείοντες προβάλλουν την αιτίαση ότι το δικαστήριο της ουσίας υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ. 11 ΚΠολΔ είναι αβάσιμος και απορριπτέος.

Συνεπώς η ένδικη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη. Τα δικαστικά έξοδα των παρισταμένων διαδίκων πρέπει να συμψηφισθούν στο σύνολό τους λόγω της συγγενικής σχέσεως μεταξύ της δεύτερης αναιρεσείουσας και της δεύτερης των αναιρεσίβλητων (Κ.Πολ.Δ. 183, 179), λαμβανομένου επί προσθέτως υπόψη ότι η αίτηση υποβλήθηκε για το συμφέρον των ανηλίκων τέκνων της τελευταίας (Κ.Πολ.Δ. 746).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 29-3-2012 και με αύξοντα αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 44/2012 αίτηση αναίρεσης της 884/2011 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (διαδικασία εκούσιας δικαιοδοσίας).

Και

Συμψηφίζει στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα των παρισταμένων διαδίκων.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 27 Νοεμβρίου 2013.

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 15 Ιανουαρίου 2014.

Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Ρ.Κ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου