.

.

Κυριακή 29 Μαρτίου 2015

ΨΕΥΔΟΡΚΙΑ

ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ (INTRASOFT INTERNATIONAL)

496/2013 ΑΠ (ΠΟΙΝ) ( 606348)

(Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ) Ψευδορκία μάρτυρα. Στοιχεία αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης. Ενορκες βεβαιώσεις και ψευδή τα βεβαιούμενα σε αυτές. Προϋποθέσεις για τέλεση ψευδορκίας δια ενόρκων βεβαιώσεων. Πρέπει να μπορούν να ληφθούν υπ΄ όψιν ως νόμιμο αποδεικτικό μέσο. Εξαιρέσεις. Προσκόμιση ενόρκων βεβαιώσεων σε δίκη ασφαλιστικών μέτρων. Απόδειξη στα ασφαλιστικά μέτρα. Λήψη υπ΄ όψιν και μη πληρούντων τους όρους του νόμου αποδεικτικών μέσων, όπως και ένορκες βεβαιώσεις που λήφθηκαν χωρίς προηγούμενη κλήτευση του αντιδίκου. Τελέστηκε ως εκ τούτου το έγκλημα με την προσκόμιση των ψευδών ενόρκων βεβαιώσεων σε δίκη ασφαλιστικών μέτρων, ακόμα και αν ως αποδεικτικό μέσο δεν πληρούσαν τους όρους των νόμων. Ποινική Δικονομία. Αναίρεση. Λόγοι. Δεδικασμένο. Μη λήψη υπ΄όψιν αναγνωσθέντος αμετάκλητου βουλεύματος, με το οποίο κρίθηκε ως αληθές το περιεχόμενο του κρίσιμου τμήματος της κατάθεσης του κατηγορουμένου. Προϋποθέσεις δεδικασμένου. Αφ΄ ενός δεν προκύπτει ότι προβλήθηκε ένσταση δεδικασμένου και αφ΄ ετέρου τυχόν τέτοια ένσταση είναι απορριπτέα ως αόριστη. Δεν προσδιορίζεται αν υφίσταται ταυτότητα προσώπου και πράξης. Απόλυτη ακυρότητα. Ελλειψη αιτιολογιάς. Παράνομη παράσταση πολιτικής αγωγής. Πολιτική αγωγή στην ψευδορκία μάρτυρος: ο διάδικος κατά του μάρτυρα που εξετάστηκε στην πολιτική δίκη, ο οποίος υφίσταται άμεση ηθική βλάβη. Αιτίαση περί ελλείψεως ενεργητικής νομιμοποίησης των μηνυτών, λόγω παράστασης αυτών ατομικά, και όχι ως εκπροσώπων εταιρείας. Απόρριψη ενστάσεως αποβολής τους, αφού οι πολιτικώς ενάγοντες υπέστησαν άμεση ηθική βλάβη ως διάδικοι στην πολιτική δίκη. Αιτίαση περί ελλείψεως ενεργητικής νομιμοποίησης των πολιτικώς εναγόντων, λόγω διορισμού δικηγόρου διορισμένου σε εκτός έδρας του Δικαστηρίου Πρωτοδικείο. Αφ΄ ενός δύναται κάθε δικηγόρος να παρίσταται σε ποινικές υποθέσεις κάθε ποινικού Δικαστηρίου και αφ΄ ετέρου η αιτίαση αυτή δεν ανάγεται στη νομιμοποίηση των πολιτικώς εναγόντων. Προϋποθέσεις παράστασης πολιτικής αγωγής. Διορισμός αντικλήτου στην έδρα του Δικαστηρίου, μόνον αν οι πολιτικώς ενάγοντες διέμεναν εκτός έδρας αυτού και μόνο για την προδικασία. Δεν ισχύει στην περίπτωση που υποβλήθηκε παράσταση αναφορικά με το συνήγορο στο ακροατήριο. Απορρίπτει αναίρεση.


ΑΡΙΘΜΟΣ 496/2013

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΤ` ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Ζαΐρη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Γεώργιο Αδαμόπουλο, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου-Πετρουλάκη, Εισηγήτρια και Μαρία Βασιλάκη, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 5 Φεβρουαρίου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέα Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Ι. Π. του Κ., κατοίκου ....., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αθανάσιο Στεφόπουλο, περί αναιρέσεως της 860-861/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πατρών. Με πολιτικώς ενάγοντες 1. Ι. Τ. του Α. και 2. Κ. Τ. συζ. Ι., ..., που παραστάθηκαν με την πληρεξουσία δικηγόρο τους Αντωνία Τσίκα.

Το Τριμελές Εφετείο Πατρών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ` αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 27 Σεπτεμβρίου 2012 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1069/12.

Αφού άκουσε

Τους πληρεξουσίους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά το άρθρο 224 παρ. 2 Π.Κ. όπως ίσχυε πριν από την τροποποίησή του με το άρθρο 1 παρ.1 του ν. 3327/2005, με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών τιμωρείται όποιος, ενώ εξετάζεται ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον αρχής αρμόδιας να ενεργεί ένορκη εξέταση ή αναφέρεται στον όρκο που έχει δώσει, καταθέτει εν γνώσει του ψέματα ή αρνείται ή αποκρύπτει την αλήθεια. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδορκίας μάρτυρα απαιτείται α) ο μάρτυρας να καταθέτει ενόρκως ενώπιον αρχής, η οποία είναι αρμόδια για την εξέταση του, β) τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία κατέθεσε να είναι ψευδή, και γ) να υφίσταται άμεσος δόλος του, που συνίσταται στη γνώση αυτού, ότι αυτά που κατέθεσε είναι ψευδή ή ότι έχει γνώση των αληθινών, αλλά σκοπίμως τα αποκρύπτει ή αρνείται να τα καταθέσει. Από την ίδια διάταξη προκύπτει επίσης, ότι η αρμοδιότητα της αρχής, ενώπιον της οποίας δίδεται η κατάθεση, αποτελεί συστατικό όρο του εγκλήματος της ψευδορκίας, θεωρείται δε και ως αρμόδια αρχή εκείνη ενώπιον της οποίας είναι δυνατόν, κατά διάταξη νόμου, να γίνει ένορκη κατάθεση κάποιου, η οποία να μπορεί στη συνέχεια να ληφθεί υπόψη ως έγκυρο αποδεικτικό μέσο από Αρχή, που είναι και αυτή αρμόδια προς διάγνωση κάποιας διαφοράς. Εξάλλου, οι συμβολαιογράφοι είναι αρμόδιοι για τη λήψη ενόρκων βεβαιώσεων μαρτύρων, κατά τον Κώδικα συμβολαιογράφων (άρθρο 1 παρ. 1 εδ. δ` του Ν. 670/1977, ήδη άρθρο 1 παρ. 1 εδ. ε` του Ν. 2830/2000), εφόσον αυτές πρόκειται να χρησιμοποιηθούν ως νόμιμο αποδεικτικό μέσο, όπως σε δίκη ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου κατά το άρθρο 270 παρ. 2 ΚΠολΔ, οπότε, αν τα βεβαιούμενα σε αυτές είναι ψευδή, πραγματώνεται η αντικειμενική υπόσταση του ανωτέρω εγκλήματος. Πρέπει, όμως, για να μπορούν να ληφθούν υπόψη ως νόμιμο αποδεικτικό μέσο, να έχει προηγηθεί, σύμφωνα με το ανωτέρω άρθρο 270 παρ. 2 ΚΠολΔ, νόμιμη κλήτευση του αντιδίκου εκείνου που είχε την επιμέλεια της καταθέσεως, διότι διαφορετικά δεν αποτελούν νόμιμο αποδεικτικό μέσο και δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί το έγκλημα της ψευδορκίας μάρτυρα για όσα περιστατικά περιέχονται σ` αυτές. Περαιτέρω, για την πληρότητα της αιτιολογίας καταδικαστικής για ψευδορκία μάρτυρα αποφάσεως, αν πρόκειται για ένορκη βεβαίωση του δράστη, πρέπει να αναφέρεται σ` αυτήν, εκτός άλλων, η διαπίστωση από το δικαστήριο της ουσίας, ότι η ένορκη βεβαίωση έχει ληφθεί μετά από νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση του αντιδίκου εκείνου, με επιμέλεια του οποίου έχει ληφθεί η ένορκη βεβαίωση. Διαφορετικά, η απόφαση στερείται της απαιτούμενης κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και δημιουργείται ο εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ` ΚΠΔ αναιρετικός λόγος. Τα ανωτέρω, δεν ισχύουν όμως, όταν η ένορκη βεβαίωση λήφθηκε για να χρησιμοποιηθεί σε δίκη ασφαλιστικών μέτρων στην οποία δεν προβλέπεται, όπως στην τακτική διαδικασία (άρθρο 270 παρ. 2 ΚΠολΔ) ή στις ειδικές διαδικασίες (άρθρα 650 παρ. 1, 671 παρ. 1, 681 Α και 681 Β` ΚΠολΔ), το αποδεικτικό μέσο των ενόρκων βεβαιώσεων ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου, αλλά ισχύουν ιδιαίτεροι κανόνες ως προς την απόδειξη, την συγκέντρωση των αποδεικτικών μέσων και την εν γένει διαδικασία συζητήσεως της αιτήσεως (ΚΠολΔ 690 και 691).

Συνεπώς, στη δίκη ασφαλιστικών μέτρων, στην οποία λαμβάνονται υπόψη και μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα, ένορκες βεβαιώσεις που λήφθηκαν χωρίς προηγούμενη κλήτευση του αντιδίκου εκείνου που είχε την επιμέλεια της καταθέσεως, συνεκτιμώνται για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, με αποτέλεσμα να μη απαιτείται η απόφαση που δέχεται τέλεση του αδικήματος της ψευδορκίας με ένορκη βεβαίωση ενώπιον συμβολαιογράφου που χρησιμοποιήθηκε σε δίκη ασφαλιστικών μέτρων, να εκθέτει, για την πληρότητα της αιτιολογίας, αν η ένορκη βεβαίωση του αυτουργού της ψευδορκίας είχε ληφθεί μετά προηγούμενη κλήτευση του αντιδίκου εκείνου, που είχε την επιμέλεια της λήψεως αυτής (ΑΠ 120/2010). Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση, έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσής της, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ` ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ` αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτόν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε, για την ύπαρξη δε τέτοιας αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Για την πληρότητα, επομένως, της αιτιολογίας καταδικαστικής, για ψευδορκία μάρτυρα, αποφάσεως, δεν είναι αναγκαίο να αναφέρονται σ` αυτήν, εκτός από τα ανωτέρω, άλλα περαιτέρω στοιχεία. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι κατ` αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως. Οταν, όμως, για το αξιόποινο της πράξεως, απαιτούνται, εκτός από τα περιστατικά που απαρτίζουν την αντικειμενική της υπόσταση και ορισμένα πρόσθετα στοιχεία, όπως η γνώση ορισμένου περιστατικού, πράγμα που συμβαίνει και στο έγκλημα της ψευδορκίας μάρτυρος, η αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται και στη γνώση αυτή, με παράθεση των περιστατικών που δικαιολογούν την γνώση, διαφορετικά η απόφαση στερείται ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας.

Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη υπ` αριθ. 860-861/2012 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πατρών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων- κατηγορούμενος, για ψευδορκία μάρτυρα, σε ποινή φυλακίσεως πέντε (5) μηνών, ανασταλείσα επί τριετία. Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν Τριμελές Εφετείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των αποδεικτικών μέσων, ήτοι, τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και τις χωρίς όρκο καταθέσεις των πολιτικώς εναγόντων, τα έγγραφα που αναγνώστηκαν στο ακροατήριο του δικαστηρίου, σε συνδυασμό με την απολογία του 1ου κατηγορουμένου, δέχθηκε, μετά την ανάλυση του νομικού μέρους της υπόθεσης, ανελέγκτως, κατά λέξη, τα εξής: Οι πολιτικώς ενάγοντες Ι. Τ. και Κ. σύζυγος Ι. Τ. μαζί με τον Ι. Δ. ήταν μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρίας ".................... .......................". Στις 19-3-1997 η παραπάνω εταιρία συνέστησε με τους νομίμους εκπροσώπους της εταιρίας "............." ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία "............", της οποίας μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου έγινε ο Ι. Δ.. Παράλληλα με τις παραπάνω εταιρίες λειτουργούσε και η ετερόρρυθμη εταιρία με την επωνυμία ".............", με ομόρρυθμα μέλη τον πρώτο πολιτικό ενάγοντα και τον Ι. Δ. και ετερόρρυθμο μέλος την δεύτερη πολιτικώς ενάγουσα, οι οποίοι με διαδοχικές συμβάσεις παρέτειναν τον χρόνο διάρκειας της μέχρι την 31-12-2002. Η παραπάνω εταιρία είχε στην κυριότητα της τρείς οριζόντιες ιδιοκτησίες με τα στοιχεία ΓΙΩΤΑ 5-ΥΨΙΛΟΝ 3 ΚΑΙ 18 της κειμένης στον Πύργο, στη θέση "Αλώνια" και επί της οδού ... αριθ. .. οικοδομής. ... Ολα αυτά τα έτη ο κατηγορούμενος που είναι λογιστής ήταν επιφορτισμένος με την λογιστική παρακολούθηση και τακτοποίηση των φορολογικών υποχρεώσεων και των τριών προαναφερόμενων εταιριών. Επιπλέον μετά το έτος 2000 ήταν μέλος της διοίκησης και της ".............".

Στα πλαίσια της αντιδικίας μεταξύ των πολιτικώς εναγόντων και του Ι. Δ., που είχε αντικείμενο την δήθεν κατάρτιση εκ μέρους του τελευταίου πλαστών ιδιωτικών συμφωνητικών τροποποιητικών του καταστατικού της εταιρείας με ημερομηνία 1-1-2003 και 1-1-2004, στα οποία φέρεται να έθεσε ο Ι. Δ. την υπογραφή των εγκαλούντων χωρίς την συναίνεση τους, με τα οποία αφενός παρατάθηκε η διάρκεια της εταιρείας μέχρι 31-12-2005 και αφετέρου ορίστηκε ο ίδιος ως μόνος εκπρόσωπος και διαχειριστής της εταιρείας, και την πώληση και μεταβίβαση στον εαυτό του, με αυτοσύμβαση, των ακινήτων της εταιρείας δυνάμει του .../2004 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Πύργου ............., αντί τιμήματος κατωτέρου του αναφερομένου στο σχετικό προσύμφωνο που είχε καταρτιστεί μεταξύ τους στις 22-10-2002, το οποίο τίμημα δεν καταβλήθηκε στην εταιρεία, οι πολιτικώς ενάγοντες άσκησαν κατά του Ι. Δ. την 730/2004 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων (συντηρητικής κατάσχεσης) ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πύργου. Εν όψει της συζήτησης της αίτησης στην δικάσιμο της 29-9-2004, ο κατηγορούμενος εξετάστηκε ενόρκως ως μάρτυρας στις 11-9-2004 ενώπιον της συμβολαιογράφου Πύργου ... ............ , και συντάχθηκε η .../11-9-2004 ένορκη βεβαίωση που χρησιμοποιήθηκε ως αποδεικτικό μέσο του Ι. Δ. που την προσκόμισε στην παραπάνω δίκη των ασφαλιστικών μέτρων ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πύργου και, συνεπώς, η ένορκη αυτή βεβαίωση μπορούσε να ληφθεί υπόψη από το Δικαστήριο ακόμη και αν δεν είχαν κλητευθεί οι αντίδικοι του καθού η ως άνω αίτηση (πολιτικώς ενάγοντες). Στην ένορκη αυτή βεβαίωση ο κατηγορούμενος κατέθεσε, εκτός των αληθών περιστατικών, για τα οποία κηρύχθηκε αθώος του αδικήματος της ψευδορκίας μάρτυρα, και τα ακόλουθα ψευδή: "Ο ίδιος ο Ι. Τ. υπέβαλε τις εταιρικές δηλώσεις τις οποίες και περιελάμβανε στις ατομικές φορολογικές του δηλώσεις των ετών 2002 και 2003 (οικονομικών ετών 2003 και 2004)". Ο κατηγορούμενος γνώριζε την αναλήθεια των όσων παραπάνω κατέθεσε, αφού, όπως προκύπτει από τις καταστάσεις δηλώσεως συμμετεχόντων σε εταιρείες που υπέβαλε ο ίδιος (κατηγορούμενος) στην Δ.Ο.Υ. .... με αριθμ. πρωτ. 9929/20-5-2004 και 9389/20-5-2005 σε συνδυασμό με τα από 21-3-2002, 30-7-2003, 29-9-2003 και 31-12-2003 παραστατικά- αποδείξεις καταβολής αμοιβών 142, 100, 120 και 125 ευρώ στον ... λογαριασμό που διατηρεί ο τελευταίος στην ..... Τράπεζα της Ελλάδος, αυτός υπέβαλε στην Δ.Ο.Υ. ... τις ατομικές και φορολογικές δηλώσεις του πολιτικώς ενάγοντος ...................... των ετών 2003 και 2004 και εισέπραξε για τον λόγο αυτό από τον τελευταίο τις σχετικές αμοιβές. Με τα δεδομένα αυτά για το ανωτέρω ψευδές τμήμα της κατάθεσης του κατηγορουμένου στοιχειοθετείται η αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του αδικήματος της ψευδορκίας μάρτυρα και πρέπει ο κατηγορούμενος να κηρυχθεί ένοχος. Το Δικαστήριο ωστόσο δέχεται ότι συντρέχει στο πρόσωπο του κατηγορουμένου η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84§2α Π.Κ., όπως ορίζεται στο διατακτικό. Ακολούθως, η προσβαλλομένη απόφαση, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα του ότι: στον Πύργο Ηλείας στις 11 Σεπτεμβρίου 2004, ενώ εξετάζετο ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον αρχής αρμοδίας να ενεργεί εξέταση, κατέθεσε εν γνώσει του ψευδή περιστατικά. Συγκεκριμένα στον ανωτέρω τόπο και χρόνο ενώ έδωσε στη συμβολαιογράφο Πύργου ....... ..... .... ..... , την υπ` αρ. .../2004 ένορκη βεβαίωση, που χρησιμοποιήθηκε ως αποδεικτικό μέσο σε δίκη ασφαλιστικών μέτρων ενώπιον του Πρωτοδικείου Πύργου μεταξύ των πολιτικώς εναγόντων και του Ι. Δ. που την προσκόμισε, κατέθεσε εν γνώσει του ψέματα και δη ότι: "Ο ίδιος ο πρώτος εγκαλών υπέβαλε τις εταιρικές δηλώσεις, τις οποίες και περιελάμβανε στις ατομικές φορολογικές του δηλώσεις των ετών 2002 και 2003 (οικονομικών ετών 2003 και 2004)."

ΔΕΧΕΤΑΙ το Δικαστήριο ότι ο κατηγορούμενος, έζησε ως το χρόνο που έγινε το έγκλημα έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή. Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ` αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1 και 224 παρ. 2 και 1 του ΠΚ. Ειδικότερα προσδιορίζονται τα ψευδή γεγονότα που ο αναιρεσείων κατέθεσε, αιτιολογείται δε ότι τα κατατεθέντα ήσαν ψευδή. Περαιτέρω η γνώση του αναιρεσείοντος ως προς το ψευδές των υπ` αυτού κατατεθέντων αιτιολογείται πλήρως.

Επομένως, ο σχετικός από το άρθρο 510§1 στοιχ.Δ`, 1ος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Οι λοιπές αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, που περιέχονται στον αυτό ως άνω, περί ελλείψεως αιτιολογίας, λόγο, ότι δεν διευκρινίζεται στην προσβαλλομένη απόφαση αν τα κατατεθέντα και ως ψευδή βεβαιωθέντα είχαν σχέση με το αποδεικτέο θέμα της συγκεκριμένης πολιτικής δίκης (αίτησης ασφαλιστικών μέτρων για συντηρητική κατάσχεση) στην οποία η παραπάνω ένορκη κατάθεση χρησιμοποιήθηκε και ποιο ήταν το αποτέλεσμα της δίκης αυτής, πρέπει να απορριφθούν, αφού τα στοιχεία αυτά δεν απαιτούνται για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης του αδικήματος της ψευδορκίας, αλλά αρκούν για τη στοιχειοθέτησή του, τα στοιχεία που αναφέρονται στην εν αρχή, νομική σκέψη. Κατά τη διάταξη του άρθρου 171 παρ. 2 του ΚΠΔ, απόλυτη ακυρότητα, η οποία δημιουργεί τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α` του ίδιου Κώδικα προβλεπόμενο λόγο αναιρέσεως, συνεπάγεται και η παράνομη παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος στη διαδικασία του ακροατηρίου. Η παράσταση αυτή είναι παράνομη, όταν στο πρόσωπο εκείνου που δήλωσε ότι παρίσταται ως πολιτικώς ενάγων, δεν συντρέχουν οι όροι της ενεργητικής νομιμοποιήσεως του για την άσκηση πολιτικής αγωγής, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 63 και 64 του ανωτέρω Κώδικα ή όταν δεν τηρήθηκε η διαδικασία του άρθρου 68 του αυτού ως άνω Κώδικα, ως προς τον τρόπο και τον χρόνο ασκήσεως και υποβολής της πολιτικής αγωγής. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 63 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και 914 και 932 του Αστικού Κώδικα, προκύπτει, ότι δικαιούνται να παραστούν ως πολιτικώς ενάγοντες, μόνο εκείνοι που ζημιώνονται άμεσα από το έγκλημα ή υφίστανται ηθική βλάβη απ` αυτό. Στην περίπτωση ψευδορκίας μάρτυρα σε πολιτική δίκη, νομιμοποιείται σε παράσταση πολιτικής αγωγής ο διάδικος κατά του μάρτυρα που εξετάστηκε σ` αυτήν, ο οποίος υφίσταται άμεση ηθική βλάβη, γιατί η ψευδής μαρτυρία άμεσα επηρεάζει μόνο τις σχέσεις των διαδίκων και όχι τρίτων.

Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προαναφερθείσα προσβαλλόμενη υπ` αριθμό 860-861/2012 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πατρών, και τα ενσωματωμένα σ` αυτή πρακτικά, εμφανίστηκαν, μετά την έναρξη της διαδικασίας, οι μηνυτές Ι. Τ. και Κ. συζ. Ι. Τ. και δήλωσαν προφορικώς, ότι παρίστανται, ως πολιτικώς ενάγοντες κατά του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου και ζήτησαν, να υποχρεωθεί αυτός, να τους καταβάλει, για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, την και πρωτοδίκως επιδικασθείσα χρηματική ικανοποίηση, δήλωσαν μάλιστα ότι διορίζουν και πληρεξούσια δικηγόρο. Κατά της παράστασης της πολιτικής αγωγής προβλήθηκε αντίρρηση, από το συνήγορο του κατηγορουμένου, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των οικείων πρακτικών, με την αιτίαση της έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης των μηνυτών, για το λόγο ότι, δικαιούχος της όποιας απαίτησης για αποζημίωση, είναι το νομικό πρόσωπο της εταιρείας με την επωνυμία "........... ....... ...", το οποίο και νομιμοποιείται σε παράσταση πολιτικής αγωγής, και όχι οι παραπάνω. Το εκδόν την προσβαλλομένη απόφαση δικαστήριο, με την υπ` αριθμό 860/2012 παρεμπίπτουσα απόφασή του, απέρριψε την ως άνω ένσταση αποβολής της πολιτικής αγωγής, με την παρακάτω αιτιολογία, μετά την ανάλυση του νομικού μέρους της υπόθεσης. Στην προκειμένη περίπτωση, οι μηνυτές Ι. Τ. του Α. και Κ. συζ. Ι. Τ. νομιμοποιούνται να παρασταθούν ως πολιτικώς ενάγοντες κατά του κατηγορουμένου, για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης που υπέστησαν από την άδικη πράξη της ψευδορκίας μάρτυρα του κατηγορουμένου για το ψευδές τμήμα της κατάθεσης του, για την οποία κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος με την προσβαλλόμενη 454/2010 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ηλείας, καθόσον από το ανωτέρω ψευδές τμήμα της ένορκης κατάθεσης του κατηγορουμένου ενώπιον της συμβολαιογράφου Πύργου Μαρίας Χριστοπούλου, περί της οποίας συντάχθηκε η επίμαχη ..../11-9-2004 ένορκη βεβαίωση, η οποία δόθηκε για να χρησιμοποιηθεί ως αποδεικτικό μέσο του Ι. Δ. του Α., προς ανταπόδειξη της 730/2004 αίτησης ασφαλιστικών μέτρων (συντηρητικής κατάσχεσης) των πολιτικών εναγόντων κατά του ανωτέρω καθού η αίτηση ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πύργου προσβλήθηκε το ατομικό έννομο συμφέρον των πολιτικώς εναγόντων και ως εκ τούτου οι τελευταίοι υπέστησαν άμεση ηθική βλάβη ως διάδικοι στην ως άνω πολιτική δίκη. Επομένως, η ένσταση που προβλήθηκε από τον συνήγορο του κατηγορουμένου περί αποβολής της πολιτικής αγωγής λόγω έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης των μηνυτών είναι απορριπτέα ως αβάσιμη. Επομένως, με επαρκή και ειδική αιτιολογία, που αναφέρεται στο παραπάνω εκτεθέν αιτιολογικό της συμπροσβαλλομένης παρεμπίπτουσας απόφασης, απορρίφθηκε η προβληθείσα ένσταση αποβολής της πολιτικής αγωγής, λόγω έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης.

Συνεπώς, ο σχετικός από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ` ΚΠΔ, 2ος λόγος της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της παρεμπίπτουσας απόφασης με την οποία απορρίφθηκε η ως άνω ένσταση, είναι απορριπτέος, κατά το πρώτο σκέλος του, ως αβάσιμος.

Εξάλλου, η παραπάνω δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, είναι νόμιμη, σύμφωνα και με όσα στην προηγηθείσα νομική σκέψη αναφέρθηκαν, αφού οι παραπάνω μηνυτές Ι. Τ. και Κ. συζ. Ι. Τ., νομιμοποιούνται να παρασταθούν, ως πολιτικώς ενάγοντες, αφού αυτοί υπέστησαν άμεση ηθική βλάβη από την άδικη πράξη της ψευδορκίας μάρτυρα, που διέπραξε ο κατηγορούμενος και αυτοί ήταν οι διάδικοι (αιτούντες) στη δίκη των ασφαλιστικών μέτρων στην οποία χρησιμοποιήθηκε η ως άνω ένορκη βεβαίωση από μέρους του αντιδίκου τους, καθ `ου η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων. Επομένως, ορθώς παρέστησαν οι παραπάνω, επ` ακροατηρίου του εκδόντος την προσβαλλομένη απόφαση δικαστηρίου, δια σχετικής δηλώσεώς τους, ως πολιτικώς ενάγοντες, για την ως άνω απαίτηση, γι` αυτό και ο περί του αντιθέτου συναφής 2ος λόγος αναιρέσεως, περί απόλυτης ακυρότητας, πρέπει να απορριφθεί και κατά το δεύτερο σκέλος του, ως αβάσιμος. Περαιτέρω, κατά την έννοια του προαναφερθέντος άρθρου 171 παρ. 2 του ΚΠΔ, απόλυτη ακυρότητα από την παρά το νόμο παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος, στην επ` ακροατηρίου διαδικασία, που δημιουργεί λόγο αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α` του ΚΠΔ, επέρχεται μόνον όταν υπάρχει έλλειψη ενεργητικής ή παθητικής νομιμοποιήσεως του πολιτικώς ενάγοντος, ή όταν δεν τηρήθηκε η διαδικασία που επιβάλλεται από το άρθρο 68 ΚΠΔ, ως προς τον τρόπο και χρόνο ασκήσεως και υποβολής της πολιτικής αγωγής, όπως ήδη προαναφέρθηκε κατά την έρευνα του προηγούμενου λόγου αναίρεσης. Εξάλλου, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 56 του Κώδικα των Δικηγόρων (ν.δ.3026/1954) όπως αντικαταστάθηκε με την παρ.2 άρθρου 8 του Ν. 3919/2011, "σε ποινικές υποθέσεις και ενώπιον κάθε ποινικού δικαστηρίου, πλην του Αρείου Πάγου δικάζοντος ως ακυρωτικού, δύναται να παρίσταται και να διενεργεί τις σχετικές διαδικαστικές πράξεις κάθε δικηγόρος ...".

Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προαναφέρθηκε, κατά την ενώπιον του εν λόγω δικαστηρίου διαδικασία και προ της ενάρξεως της αποδεικτικής διαδικασίας, εμφανίστηκαν, οι μηνυτές Ι. Τ. και Κ. συζ. Ι. Τ. και δήλωσαν προφορικώς, ότι παρίστανται, ως πολιτικώς ενάγοντες κατά του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου και ζήτησαν να υποχρεωθεί αυτός να τους καταβάλει, για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, την και πρωτοδίκως επιδικασθείσα χρηματική ικανοποίηση, δήλωσαν μάλιστα ότι διορίζουν και πληρεξούσια δικηγόρο τους, την δικηγόρο Αθηνών, Αντωνία Τσίκα.

Συνεπώς, η αιτίαση του αναιρεσείοντα, κατ` εκτίμηση του περιεχομένου της, ότι επήλθε απόλυτη ακυρότητα, λόγω του ότι η πληρεξούσια δικηγόρος των πολιτικώς εναγόντων, είναι δικηγόρος διορισμένη στο Πρωτοδικείο Αθηνών και δεν έχει δικαίωμα παράστασης, στο εκτός της έδρας της, δικαστήριο των Πατρών, προεχόντως είναι απορριπτέα ως μη νόμιμη, σύμφωνα με το άρθρο 56 του Ν.Δ. 3026/1954 "του Κώδικος περί Δικηγόρων", άλλωστε, η εν λόγω παράσταση, δεν ανάγεται, ούτε στην ενεργητική ή παθητική νομιμοποίηση των πολιτικώς εναγόντων ή στην τήρηση της διαδικασίας ως προς τον τρόπο και χρόνο ασκήσεως της πολιτικής αγωγής. Η περαιτέρω αιτίαση του αναιρεσείοντος, περί παράνομης παράστασης της Πολιτικής Αγωγής στο ακροατήριο, γιατί δεν τηρήθηκαν οι προϋποθέσεις που τάσσει το άρθρο 84 του ΚΠΔ, και ειδικότερα γιατί οι πολιτικώς ενάγοντες, δεν διόρισαν αντίκλητο στην έδρα του δικαστηρίου, καίτοι αυτοί διέμεναν εκτός της έδρας αυτού, είναι αβάσιμη και απορριπτέα, καθόσον την υποχρέωση διορισμού αντικλήτου στην έδρα του δικαστηρίου, έχει ο αδικηθείς που δεν διαμένει μόνιμα εκεί, μόνο όταν προβαίνει στη δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής στην προδικασία και όχι όταν την υποβάλλει προφορικά, με το συνήγορό του στο ακροατήριο του ποινικού δικαστηρίου, αφού στην τελευταία περίπτωση ο διοριζόμενος στο ακροατήριο δικηγόρος, όπως εν προκειμένω, είναι εκ του νόμου και αντίκλητος. Τα παραπάνω δε, ανεξάρτητα από το γεγονός, ότι από τα πρακτικά της δίκης, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση και τα οποία παραδεκτώς επισκοπούνται για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, προκύπτει, ότι κατά της παραστάσεως της πολιτικής αγωγής, δεν προβλήθηκε από μέρους του συνηγόρου του κατηγορουμένου αντίρρηση, ως προς το ανωτέρω θέμα, ότι δηλαδή η πληρεξούσια δικηγόρος των πολιτικώς εναγόντων, δεν είχε δικαίωμα παράστασης στο δικαστήριο των Πατρών, ως Δικηγόρος Αθηνών και του παρανόμου της παράστασής της λόγω του μη διορισμού αντικλήτου, κατά την προδικασία.

Συνεπώς, ο σχετικός από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α` του Κ.ΠΔ, 3ος λόγος της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως, για απόλυτη ακυρότητα, λόγω του ότι η πληρεξούσια δικηγόρος των πολιτικώς εναγόντων, δεν είχε δικαίωμα παράστασης στο δικαστήριο των Πατρών και γιατί οι πολιτικώς ενάγοντες δεν είχαν διορίσει αντίκλητο στην προδικασία, είναι απορριπτέος, ως αβάσιμος.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 57 παρ. 1 και 3 ΚΠΔ, αν κάποιος έχει καταδικαστεί αμετάκλητα ή αθωωθεί ή έχει παύσει η ποινική δίωξη εναντίον του, δε μπορεί να ασκηθεί και πάλι εις βάρος του δίωξη για την ίδια πράξη, ακόμη και αν δοθεί σ` αυτή διαφορετικός χαρακτηρισμός. Αν παρά την απαγόρευση αυτή ασκηθεί ποινική δίωξη, κηρύσσεται απαράδεκτη λόγω δεδικασμένου. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για την ύπαρξη δεδικασμένου, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ΣΤ` ΚΠΔ λόγο αναίρεσης, πρέπει, να συντρέχουν α) αμετάκλητη απόφαση (ή βούλευμα) που αποφαίνεται για τη βασιμότητα ή μη της κατηγορίας ή παύει οριστικά την ποινική δίωξη για μια αξιόποινη πράξη, β) ταυτότητα προσώπου και γ) ταυτότητα πράξης ως ιστορικού γεγονότος στο σύνολο του, που περιλαμβάνει όχι μόνο την ενέργεια ή παράλειψη του δράστη, αλλά και το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκλήθηκε από αυτή. Ο επικαλούμενος, όμως, την ύπαρξη δεδικασμένου, οφείλει να το αποδείξει εγγράφως, ήτοι με την προσκομιδή πλήρους αντιγράφου της απόφασης από την οποία απορρέει και επιπροσθέτως βεβαιώσεως του αρμοδίου γραμματέως περί του αμετακλήτου αυτής (ΑΠ 1798/2005).

Στην προκειμένη περίπτωση, με τον 4ο λόγο αναιρέσεως, προβάλλεται η αιτίαση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση υπέπεσε στην πλημμέλεια της παραβίασης δεδικασμένου, διότι δεν έλαβε υπόψη της το αναγνωσθέν στο ακροατήριο, υπ` αριθμό 310/2009 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Πατρών, το οποίο κατέστη αμετάκλητο, όπως προκύπτει από το υπ` αριθμό 2/2009 πιστοποιητικό περί μη ασκήσεως ενδίκου μέσου κατ` αυτού, με το οποίο (βούλευμα) κρίθηκε ως αληθές το περιεχόμενο του κρίσιμου τμήματος της κατάθεσης του κατηγορουμένου, για το οποίο και καταδικάσθηκε με την προσβαλλομένη απόφαση. Από την επιτρεπτή, όμως, επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης απόφασης, προκύπτει, ότι δεν έγινε επίκληση της ένστασης δεδικασμένου, από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του, στο εκδόν την προσβαλλομένη απόφαση δικαστήριο, ούτε αναγνώστηκε το επικαλούμενο με την αίτηση αναίρεσης, υπ` αριθμό 2/2009 πιστοποιητικό, περί μη ασκήσεως ενδίκου μέσου κατά του ως άνω βουλεύματος, από το οποίο προέκυπτε το αμετάκλητο αυτού και επομένως, ο εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. ΣΤ` ΚΠΔ, 4ος λόγος της αίτησης είναι αβάσιμος. Πέραν των ανωτέρω, η περί δεδικασμένου ένσταση, είναι, απορριπτέα, και ως απαράδεκτη, λόγω αοριστίας, αφού δεν προσδιορίζεται το μεν, ότι υφίσταται ταυτότητα προσώπου, ήτοι, του κατηγορουμένου και του προσώπου, για το οποίο το ως άνω βούλευμα, αποφάνθηκε να μη γίνει κατηγορία, το δε, ότι υφίσταται ταυτότητα πράξεως, ως ιστορικού γεγονότος, ήτοι ότι η καταδίκη του κατηγορουμένου για την παραπάνω, αξιόποινη πράξη, ταυτίζεται με την αξιόποινη πράξη για την οποία το ως άνω βούλευμα αποφάνθηκε να μη γίνει κατηγορία. Επομένως, και εξ` αυτού του λόγου, ο εκ του προαναφερθέντος άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. ΣΤ` ΚΠΔ, αυτός ως άνω, 4ος λόγος της αίτησης είναι αβάσιμος.

Μετά ταύτα, και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως προς έρευνα, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ) και στην δικαστική δαπάνη των πολιτικώς εναγόντων, οι οποίοι παρέστησαν (176, 183 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 27-9-2012 (υπ` αριθ. πρωτ. 23/2012) ενώπιον της Γραμματέως του εκδόντος την προσβαλλομένη απόφαση, ασκηθείσα αίτηση του Ι. Π. του Κ., για αναίρεση της με αριθμό 860- 861/2012, αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πατρών.

Και

Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ, καθώς και στη δικαστική δαπάνη των πολιτικώς εναγόντων από πεντακόσια (500) Ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Μαρτίου 2013.

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 26 Μαρτίου 2013.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ





















Μέγεθος Γραμμάτων




ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ (INTRASOFT INTERNATIONAL)

380/2013 ΑΠ (ΠΟΙΝ) ( 606243)



(Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ) Ψευδορκία μάρτυρος. Αθώωση κατά πλειψηφία, λόγω αμφιβολιών περί του αν είναι ψευδής η κατάθεση. Στοιχεία αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης. Πραγματικά περιστατικά. Ψευδής ένορκη κατάθεση σε πολιτική δίκη. Ποινική Δικονομία. Αναίρεση Εισαγγελέως κατά αθωωτικής απόφασης. Λόγοι. Ελλειψη αιτιολογίας. Δεν πατατίθενται τα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν την κρίση του Δικαστηρίου. Μέσα αποδείξεως. Αναφορά όλων των αποδεικτικών μέσων, αλλά αξιολογική εκτίμηση ορισμένων μόνο ειδικώς και επιλεκτικώς αποδεικτικών μέσων. Αναιρεί την υπ΄ αριθμ. 270/2012 απόφαση του Τριμ. Εφ. Πλημμ. Δυτικής Μακεδονίας για τον ως άνω λόγο.






Αριθμός 380/2013

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΤ` Ποινικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Νικόλαο Ζαΐρη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Γεώργιο Αδαμόπουλο, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου-Πετρουλάκη, Mαρία Βασιλάκη και Μαρία Γαλάνη- Λεοναρδοπούλου - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 12 Φεβρουαρίου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γ. Παντελή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χαράλαμπου Αθανασίου, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, περί αναιρέσεως της 270/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Κοζάνης. Με κατηγορούμενο: Μ. Π. του Ν., κάτοικο ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Χαρίλαο Κοψαχείλη. Με πολιτικώς ενάγουσα: Α. Π. του Ε., ως κληρονόμος της πολιτικώς ενάγουσας Π. Χ., που απεβίωσε, κάτοικος ..., που εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξουσίους δικηγόρους της Νικόλαο Τσούτσουρα και Μιλτιάδη Παπαπρίλη.

Το Τριμελές Εφετείο Κοζάνης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ` αυτή, και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζητά τώρα την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό 39 και ημερομηνία 13 Νοεμβρίου 2012 έκθεση αναιρέσεως, η οποία συντάχθηκε ενώπιον της Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Γεωργίου

Σωφρονιάδη και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1211/12.

Αφού άκουσε

Τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η έκθεση αναίρεσης και τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Η υπό κρίση αίτηση, του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, για αναίρεση της υπ` αριθμ. 270/2012 αθωωτικής απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας, έχει ασκηθεί νόμιμα, με εμπρόθεσμη αίτηση του αναιρεσείοντος Εισαγγελέα, στον αρμόδιο γραμματέα του Αρείου Πάγου και τη σύνταξη της σχετικής εκθέσεως (άρθρ. 504 παρ.1, 505 παρ.2, 509 παρ.1, 473 παρ.3, 474 παρ.1, 479 παρ.2 του ΚΠΔ). Επομένως, η αναίρεση είναι παραδεκτή, και πρέπει να εξετασθεί ως προς τη βασιμότητα των λόγων της.

II. Κατά το άρθρο 224 παρ. 2 ΠΚ, με την ποινή της παρ. 1 (φυλάκισης τουλάχιστον ενός έτους) τιμωρείται όποιος, ενώ εξετάζεται ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον αρχής αρμόδιας να ενεργεί ένορκη εξέταση ή αναφέρεται στον όρκο που έχει δώσει, καταθέτει εν γνώσει του ψέματα ή αρνείται ή αποκρύπτει την αλήθεια. Από τη διάταξη αυτή, με την οποία σκοπείται, η εξασφάλιση της ορθής απονομής της δικαιοσύνης και ο κολασμός εκείνων που παραβαίνουν το καθήκον τους να καταθέτουν την αλήθεια, προκύπτει ότι για τη θεμελίωση του αναφερόμενου εγκλήματος της ψευδορκίας μάρτυρα, απαιτείται αφ` ενός μεν τα κατατεθέντα πραγματικά γεγονότα να είναι αντίθετα προς την αλήθεια, αφ` ετέρου δε να υφίσταται στο δράστη άμεσος δόλος, συνιστάμενος στη γνώση του ότι όσα κατέθεσε δεν είναι αληθή. Εξάλλου, επί αθωωτικής απόφασης του ποινικού δικαστηρίου, την αναίρεση της οποίας μπορεί να ζητήσει ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, κατά το άρθρο 505 παρ. 2 ΚΠΔ, και για έλλειψη της επιβαλλόμενης από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 εδ. Δ` ΚΠΔ λόγο αναίρεσης, αυτή, υπάρχει όταν στην απόφαση δεν αναφέρονται με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, τα οποία αποκλείουν τους αντικειμενικούς και υποκειμενικούς όρους του εγκλήματος, οι αποδείξεις που προέκυψαν κατά την ακροαματική διαδικασία στις οποίες στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη μη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων αυτού, οι σκέψεις και οι νομικοί συλλογισμοί, με βάση τους οποίους το δικαστήριο δεν πείσθηκε ότι ο κατηγορούμενος είναι ένοχος της αποδιδόμενης σε αυτόν αξιόποινης πράξης. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, πρέπει να προκύπτει από την απόφαση, με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπ` όψη και εκτιμηθεί όλα στο σύνολο τους και όχι μόνο ορισμένα από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω και κατά το είδος τους, χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας, του τι προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα.

III. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Δυτικής Μακεδονίας, που δίκασε κατ` έφεση, δέχθηκε κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι από τα αποδεικτικά μέσα που κατ` είδος αναφέρει και συγκεκριμένα "από τις καταθέσεις της πολιτικώς ενάγουσας και των μαρτύρων που εξετάσθηκαν στο Δικαστήριο, την ανάγνωση των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης, καθώς και των εγγράφων που αναφέρονται στα πρακτικά της δίκης αυτής, την απολογία του κατηγορουμένου στο ακροατήριο και την όλη αποδεικτική διαδικασία αποδείχθηκαν, κατά την πλειοψηφούσα άποψη του Δικαστηρίου, -κατά πιστή μεταφορά - ότι: "Ο Ι. Π. ή Π. του Μ. άσκησε, κατά των Λ. Γ. Π. και Π. Χ., ενώπιον του Ειρηνοδικείου Γρεβενών, την από 21-6-2004 αναγνωριστική αγωγή κυριότητας ακινήτου, (αρ. εκθ. κατάθεσης 118/2004). Με την αγωγή αυτή ο προαναφερόμενος, ζήτησε να αναγνωρισθεί κύριος ενός τμήματος οικοπέδου, εμβαδού 50 τ.μ., περίπου, το οποίο κατά τα αναφερόμενα σ` αυτήν, αποτελούσε τμήμα μεγαλυτέρου ακινήτου του, συνολικής εκτάσεως 196,07 τ.μ., που βρίσκεται εντός του οικισμού Σαμαρίνας -Γρεβενών . Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η υπ` αρ. 145/2005 απόφαση του Ειρηνοδικείου Γρεβενών, η οποία έκανε δεκτή την αγωγή και αναγνώρισε τον προαναφερόμενο κύριο του ως άνω οικοπεδικού τμήματος.

Μετά από έφεση των τότε εναγομένων, κατά της εν λόγω απόφασης, εκδόθηκε η υπ` αρ. 65/2006 τελεσίδικη απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Γρεβενών, η οποία επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση απέρριψε την έφεση ως κατ` ουσία αβάσιμη. Κατά τη συζήτηση της ως άνω αγωγής ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, την 3-6-2005, εξετάσθηκε ως μάρτυρας, από την πλευρά του ενάγοντος ο κατηγορούμενος, ο οποίος κατέθεσε, μεταξύ άλλων και τα εξής: " η βρύση είναι του Κ. ... Έβαζε τα ζώα εκεί και στο τμήμα με στοιχεία ΑΚ 2Κ 3Α ήταν κήπος... δεν είχε πέρασμα για να μπει εκεί ο Χ. και αυτός δεν έμπαινε ποτέ., ξέρω το τσιμεντένιο τοιχείο που έκανε ο Κ. πίσω από το πλυσταριό του., μπροστά από την κουζίνα του σπιτιού του Β. πήγαινα εγώ στον Χ.. Τα δένδρα που υπήρχαν εκεί ήταν του Κ., όπως και τα παλιοσίδερα από το εργαστήριο που είχε ... ποτέ δεν υπήρχε κτίσμα του Χ. εκεί .. στο χώρο του επιδίκου δεν υπήρχε ποτέ σπίτι, μόνο ο καμπίνες στη μία ή στην άλλη γωνία αυτού δεν μπορώ να προσδιορίσω ακριβώς, ο Χ. δεν επικοινωνούσε ποτέ από το επίδικο .. πίσω από το σπίτι του Π. δεν υπήρχε πεζούλι προς το επίδικο μόνο πλυσταριό . Υπάρχει ντουβάρι με το οποίο ήταν περιφραγμένος ο κήπος του Β. Κ.. Δεν πρόσεξα αν και σήμερα υπάρχει τσιμεντένια βρύση. Τα δένδρα είναι στο Β. Κ. ...". Μετά την έκδοση της απόφασης του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου και συγκεκριμένα στις 11-1-2007, οι τότε εναγόμενοι (Π. Χ. και Λ. Π.), υπέβαλαν κατά του κατηγορουμένου, ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Λάρισας, την προκειμένη από 21-12-2006 έγκληση τους, κατηγορώντας αυτόν για ψευδορκία, για την οποία τελικώς κρίθηκε ένοχος και καταδικάσθηκε με την εκκαλούμενη απόφαση. Ωστόσο εν όψει των αντιφατικών καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων πλευρών δεν προέκυψε κατά τρόπο αναμφίβολο ότι ο κατηγορούμενος καταθέτοντας ενόρκως τα παραπάνω, τέλεσε το αδίκημα της ψευδορκίας. Ειδικότερα, η νυν πολιτικώς ενάγουσα, Α. Π. (καθολική διάδοχος της αποβιωσάσης και πρωτοδίκως παρασταθείσας πολιτικώς ενάγουσας Π. Χ.), οι μάρτυρες κατηγορίας, Μ. Ε. Λ. (αδελφή της Α. Π. ), Λ. Γ. Π. (εναγόμενος στην πολιτική δίκη, υιός της Α. Π.), καθώς και ο Ι. Ν. Σ., που εξετάσθηκε ως μάρτυρας στο πλαίσιο της πολιτικής δίκης, ενώπιον της συμ/φου Λάρισας Φλωρίκας ............ (βλ. την υπ` αρ. .../2006 ένορκη κατάθεση του), υποστηρίζουν ότι τα παραπάνω είναι ψευδή, καθόσον, όπως αναφέρουν, το επίδικο ακίνητο ανήκε αρχικά στην κυριότητα του Γ. Λ. Χ., ο οποίος, στη συνέχεια το μεταβίβασε στους προαναφερόμενους εναγόμενους (κατά ψιλή κυριότητα στον πρώτο και κατ` επικαρπία στην δεύτερη). Αντιθέτως, ο μάρτυρας υπεράσπισης, Ι. Π. ή Π. (ενάγων στην παραπάνω πολιτική δίκη), καθώς και οι μάρτυρες του τελευταίου Δ. Α Κ. (συγγενής του Β. Κ. δηλ. του δικαιοπαρόχου του Ι. Π.), Κ. Γ. Τ. (ξαδέλφη του Β. Κ.) και Α. Γ. Τ. (υιός της προηγούμενης), που εξετάσθηκαν στο πλαίσιο της πολιτικής δίκης, ενώπιον του Ειρηνοδίκη Λάρισας (βλ. τις υπ` αρ. 455, 456 και 457/2006 ένορκες καταθέσεις ενώπιον του Ειρηνοδίκη Λάρισας) υποστηρίζουν ότι η κατάθεση του κατηγορουμένου είναι αληθινή, καθ` όσον το επίδικο οικοπεδικό τμήμα ανήκει στην κυριότητα του Ι. Π., (καθολικού διαδόχου του Β. Κ.) στο οποίο ακίνητο μάλιστα ο πατέρας του Β. Κ., Γ. Κ., πριν από το θάνατο του, το έτος 1946, έκτισε σε επαφή και σε σχήμα γάμμα (Γ) σε σχέση με την οικία του Γ. Χ., μία μικρή κουζίνα, στην οποία διέμενε με την οικογένεια του και διατηρείται μέχρι σήμερα, χωρίς ωστόσο να ενοχληθεί ποτέ από την οικογένεια Γ. Χ., ή τους διαδόχους αυτού. Εν όψει τούτων και του γεγονότος, ότι δεν υφίστανται άλλα αποδεικτικά μέσα, ικανά να οδηγήσουν σε ασφαλή κρίση, το Δικαστήριο, κατά την πλειοψηφούσα άποψη του, διατηρεί αμφιβολίες περί του εάν είναι ψευδής η κατάθεση του κατηγορουμένου και γι` αυτό πρέπει να κηρυχθεί αθώος κατά πλειοψηφία". Με τις παραδοχές αυτές, το Δικαστήριο της ουσίας δε διέλαβε την, από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού δεν εκτίθενται στην προσβαλλόμενη απόφαση, πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και στηρίζουν την κρίση του, (δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου), για την ύπαρξη αμφιβολιών, ως προς τη συνδρομή ενός ή περισσοτέρων στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο κήρυξε αθώο τον κατηγορούμενο. Ειδικότερα, δεν παρατίθενται τα πραγματικά περιστατικά, ούτε αναφέρονται τα στοιχεία, οι λόγοι και οι νομικοί συλλογισμοί, με βάση τα οποία, το Δικαστήριο της ουσίας, δε μπόρεσε να καταλήξει εάν πραγματώθηκε η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της ψευδορκίας από τον κατηγορούμενο. Επίσης, αν και μνημονεύει στην αρχή του σκεπτικού της εντελώς τυπικά τα ληφθέντα υπ` όψη αποδεικτικά μέσα, ακολούθως προβαίνει στην αξιολογική εκτίμηση ορισμένων και μόνο ειδικώς και επιλεκτικώς αποδεικτικών μέσων, όπως των μαρτυρικών καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων - από την αντιφατικότητα των οποίων και ελλείψει άλλων στοιχείων-ως εκθέτει στην απόφαση του, καταλήγει στην παραδοχή ότι αμφιβάλλει εάν τελέσθηκε από τον κατηγορούμενο η αντικειμενική υπόσταση της αποδοθείσας σ` αυτόν εγκληματικής πράξεως της ψευδορκίας παραλείποντας έτσι, κατά τα λοιπά την αξιολογική στάθμιση όλων των αποδεικτικών μέσων (ΑΠ 1240/2011) Επομένως πρέπει, κατά παραδοχή ως βάσιμου του μοναδικού λόγου αναίρεσης, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 εδάφ. Δ` ΚΠΔ, της αιτήσεως αναιρέσεως του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, εφόσον η συγκρότηση του είναι δυνατή από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Αναιρεί την υπ` αρ. 270/2012 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Δυτικής Μακεδονίας.

Και

Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους Δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 5 Μαρτίου 2013.

Και

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 7 Μαρτίου 2013.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ



















































































Μέγεθος Γραμμάτων




ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ (INTRASOFT INTERNATIONAL)

165/2013 ΑΠ (ΠΟΙΝ) ( 612029)



(Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ) Ψευδορκίας μάρτυρος. Στοιχεία αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης. Πραγματικά περιστατικά. Παραπεμπτικό βούλευμα για ψευδορκία μάρτυρος αναφορικά με την κυριότητα ή μη Δήμου επί επιδίκων εκτάσεων. Ποινική Δικονομία. Αναίρεση Εισαγγελέως. Λόγοι. Ελλειψη αιτιολογίας. Δεν αντιπαρατίθενται τα αντίστοιχα αληθινά γεγονότα, ούτε προσδιορίζονται τα περιστατικά από τα οποία το Συμβούλιο συνήγαγε την ύπαρξη του άμεσου δόλου. Αναιρεί το υπ΄ αριθμ. 3533/1-10-2012 βούλευμα του Συμβ. Πλημμ. Αθηνών για τον ως άνω λόγο.






Αριθμός 165/2013

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΤ` ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Ζαΐρη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο και Μαρία Βασιλάκη-Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.

Με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου Δασούλα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χαράλαμπου Αθανασίου.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 8 Ιανουαρίου 2013, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, περί αναιρέσεως του υπ` αριθμ. 3533/2012 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών. Με κατηγορούμενο τον Σ. Μ. του Π. και με πολιτικώς ενάγοντα τον Γ. Τ..

Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ` αυτό, και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, ζητεί τώρα την αναίρεση αυτού, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό και ημερομηνία 37/31-10-2012 έκθεση αναιρέσεως, η οποία συντάχθηκε ενώπιον του Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σωφρονιάδη και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1178/2012.

Επειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Δημήτριος Δασούλας, εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρότασή του, με αριθμό 240/15-11-2012, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγω στο Δικαστήριό Σας, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 485 παρ.1 εδ.α` Κ.Π.Δ., την υπ` αριθμ. 37/2012 αναίρεσή μας κατά του υπ` αριθμ. 3533/1-10-12 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών και εκθέτω τα ακόλουθα: Η ως άνω αναίρεσή μας ασκήθηκε σύμφωνα με το νόμο και για τους διαλαμβανόμενους σ` αυτή ορθούς, νόμιμους και βάσιμους λόγους, στους οποίους και αύθις αναφέρομαι. Επομένως η προαναφερόμενη αναίρεσή μας πρέπει να γίνει τυπικά και ουσιαστικά δεκτή, να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα και να παραπεμφθεί η υπόθεση στο αυτό συμβούλιο με άλλη σύνθεση, αφού αυτό είναι εφικτό.

Αθήνα 15-11-2012

Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου

Δημήτριος Δασούλας".

Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε,

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά το άρθρο 483 παρ. 3 του ΚΠΔ, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιουδήποτε βουλεύματος με σχετική δήλωση στο γραμματέα του Αρείου Πάγου, μέσα στην προθεσμία που ορίζεται από την παράγραφο 2 του άρθρου 479, το δεύτερο εδάφιο της οποίας εφαρμόζεται και σε αυτή την περίπτωση, δηλαδή μέσα σε προθεσμία ενός μηνός από την έκδοσή του (άρθρο 306), για τους αναφερόμενους στο άρθρο 484 του ίδιου Κώδικα, οριζόμενους λόγους, μεταξύ των οποίων και η έλλειψη της από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Επομένως, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, η οποία ασκήθηκε από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 31-10-2012 με σχετική δήλωση του ενώπιον του Γραμματέως του Αρείου Πάγου, κατά του υπ` αριθμ. 3533/2012 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, όπως τροποποιήθηκε με το 3639/8-1- 2012 βούλευμα του ίδιου Συμβουλίου, το οποίο εκδόθηκε την 1-10-2012, ασκήθηκε παραδεκτώς και εμπροθέσμως.

Επειδή κατά το άρθρο 224 παρ.2 Π.Κ. με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών τιμωρείται όποιος, ενώ εξετάζεται ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον αρχής αρμόδιας να ενεργεί ένορκη εξέταση ή αναφέρεται στον όρκο που έχει δώσει, καταθέτει εν γνώσει του ψέματα ή αρνείται ή αποκρύπτει την αλήθεια. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδορκίας μάρτυρα απαιτείται ένορκη κατάθεση του μάρτυρα ενώπιον αρμόδιας αρχής, τα πραγματικά περιστατικά που αυτός κατέθεσε να είναι ψευδή και να υπάρχει άμεσος δόλος, ο οποίος συνίσταται στη γνώση του μάρτυρα ότι αυτά που κατέθεσε είναι ψευδή. Το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντ. και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ.δ` ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κυρία ανάκριση ή την προανάκριση, τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που το θεμελιώνουν και οι σκέψεις με τις οποίες το Συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφάρμοσε και έκρινε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Ειδικότερα, για την πληρότητα της αιτιολογίας της παραπεμπτικής κρίσεως του Συμβουλίου για ψευδορκία μάρτυρα, πρέπει εκτός από άλλα στοιχεία να αναφέρονται όχι μόνο τα ψευδή γεγονότα που κατέθεσε ο μάρτυρας, αλλά και ποια ήταν τα αληθινά γεγονότα τα οποία αυτός γνώριζε και να αιτιολογείται ειδικά η ύπαρξη άμεσου δόλου, με παράθεση των περιστατικών που δικαιολογούν, ότι υπήρχε το στοιχείο της γνώσης και τούτο διότι η γνώση ως ενδιάθετη βούληση επιβάλλεται να εξειδικεύεται και να συνοδεύεται από εκδηλώσεις του δράστη εις τρόπον ώστε να συνάγεται σαφώς, ότι το περιεχόμενο της καταθέσεως ήταν αποτέλεσμα της ενσυνείδητης ενέργειάς του, διαφορετικά το βούλευμα στερείται της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας.

Στην προκειμένη περίπτωση με το 3533/2012 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, όπως τροποποιήθηκε με το 3639/8-1-2012 βούλευμα του ίδιου Συμβουλίου ο κατηγορούμενος, Σ. Μ., παραπέμφθηκε στο ακροατήριο του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών για να δικασθεί για την πράξη της ψευδορκίας μάρτυρος. Το άνω βούλευμα μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων που κατ` είδος προσδιορίζονται, δέχτηκε ανελέγκτως ότι: "Στον πολιτικώς ενάγοντα ανατέθηκε υπό την ιδιότητα του ως δικηγόρου του Δήμου Αθηναίων, η σύνταξη γνωμοδότησης επί του υπ` αριθ. 67629/1289/1998 ερωτήματος του Τμήματος Κτηματολογίου της Διεύθυνσης Δημοτικής Περιουσίας σχετικά με τυχόν δικαιώματα του Δήμου Αθηναίων σε ακίνητα επί της οδού Κ.. Στη συνταχθείσα υπ` αυτού υπ` αριθμ. 74159/1289/2526/2.6.1998 γνωμοδότηση αναφερόταν ότι ο Δήμος ... δεν έχει κυριότητα επί ακινήτων με πρόσοψη στην οδό Κ., ούτε στο ανατολικό, ούτε στο δυτικό τμήμα αυτής και ότι, αντιθέτως, αυτά ανήκουν σε ιδιώτες, οι οποίοι θα μπορούσαν να ενημερωθούν σχετικώς. Κατόπιν υποβολής μηνυτήριας αναφορά του Δήμου Αθηναίων κατά του πολιτικώς ενάγοντος Γ. Τ., ασκήθηκε σε βάρος του τελευταίου ποινική δίωξη για ψευδή βεβαίωση με σκοπούμενο υπέρ τρίτου παράνομο όφελος άνω των 73.000 ευρώ (άρθρο 342 παρ.1 και 3 ΠΚ), λόγω της έκδοσης υπ` αυτού της ως άνω γνωμοδότησης. Κατά τη διενεργηθείσα σχετικώς κυρία ανάκριση, στις 3.11.2009, αλλά και κατά την προηγηθείσα προκαταρκτική εξέταση, στις 4.3.2008, εξετάσθηκε ενόρκως ως μάρτυρας ο κατηγορούμενος Σ. Μ., ο οποίος κατέθεσε τα εξής: "είμαι υπάλληλος του γραφείου κτηματολογίου στο Δήμο Αθηναίων και αρμόδιος να καταθέτω για το ιδιοκτησιακό καθεστώς του Κτήματος Αμπελοκήπων, τμήμα του οποίου αναφέρεται στην επίμαχη γνωμοδότηση, διότι στο μεν κτηματολόγιο εμφανίζονταν και εμφανίζονται σήμερα ως δημοτικά ακίνητα, ο δε κ. Τ. ισχυριζόταν ότι οι τίτλοι του Δήμου είναι λάθος και μάλιστα να απαντώ στους δημότες ότι ο Δήμος δεν έχει ιδιοκτησία επί της οδού Κ. και ότι είναι λάθος οι τίτλοι και το σχεδιάγραμμα του ..... . Με το δεύτερο μάλιστα συμβόλαιο (.../1887) οριοθετήθηκε το δημοτικό ακίνητο ... Θεωρώ πρόχειρο το περιεχόμενο της γνωμοδότησης και μη ανταποκρινόμενο στις πραγματικές εγγραφές του Κτηματολογίου ... Προσωπικά και ως υπηρεσία δεν έλαβα υπ` όψιν την επίμαχη γνωμοδότηση. Υποστηρίζω ότι η έκταση αυτή είναι του Δήμου Αθηναίων ... διότι όντως είναι δημοτικό ακίνητο ... το οποίο (ακίνητο) αναμφισβήτητα ανήκει στο Δήμο. Θεωρώ ότι η γνωμοδότηση αυτή έβλαψε το Δήμο ...". "...Το περιεχόμενο της γνωμοδότησης αναφέρει ότι ο Δήμος δεν έχει ακίνητα στο σημείο αυτό, γεγονός το οποίο κατά τη γνώμη μου δεν είναι αληθές. Στο τοπογραφικό διάγραμμα, στο οποίο αποτυπώνεται το ακίνητο για το οποίο ζητήθηκε η γνωμοδότηση, φαίνεται εμφανώς ότι αυτό είναι ιδιοκτησία του Δήμου, η οποία μάλιστα επεκτείνεται ανατολικά και δυτικά της οδού Κ., η οποία τέμνει το δημοτικό κτήμα Αμπελοκήπων. Η ιδιοκτησία του Δήμου στο σημείο αυτό πιστοποιείται από παλαιά συμβόλαια που υπάρχουν και ιδίως από τα υπ` αριθ. .../24.4.1878 και .../10.6.1887. Τους τίτλους αυτούς οπωσδήποτε έπρεπε να τους γνωρίζει ο κ. Τ. και μου προκαλεί απορία, πώς δεν τους έλαβε υπ`όψιν στη συγκεκριμένη γνωμοδότηση ...". "... Μάλιστα το συμβόλαιο του 1887 συνοδεύεται από τοπογραφικό που έχει συντάξει ο τότε μηχανικός ..... ...". "... Προκειμένου να λυθεί το ζήτημα οριστικά ο Δήμος ζήτησε το 2007 να γίνει πραγματογνωμοσύνη - τεχνική έκθεση, από την οποία συνάγεται ότι όντως το επίδικο ανήκει ξεκάθαρα στο Δήμο. Σημειώνω επίσης ότι όλη η έκταση του κτήματος Αμπελοκήπων ανέρχεται σε 200 στρέμματα περίπου ... Η έκταση αυτή συνολικά έχει δηλωθεί από το Δήμο στο κτηματολόγιο του 1967. Ειδικότερα για το 1967 έχουν δηλωθεί δυνάμει της 64/22.3.1967 απόφασης της Πρωτοβάθμιας Επιτροπής Κτηματολογίου ...". "... Η υπόθεση αυτή αφορούσε οικόπεδα που περιέχονται στο ακίνητο της επίδικης γνωμοδότησης. Μου κάνει λοιπόν εντύπωση, πώς είναι δυνατόν από τη μία να μην πιστεύει ότι Δήμος έχει εκεί ακίνητο και από την άλλη να παρεμβαίνει υπέρ του Δήμου ...". "... Η γνωμοδότηση του Τ. έχει προκαλέσει μεγάλη ζημιά στο Δήμο ...". "... Το ύψος της ζημιάς του Δήμου είναι 20.171.385 Ευρώ βάσει της αντικειμενικής αξίας που ίσχυε το 2007. Διευκρινίζω ότι το ποσό αυτό αφορά όλη την έκταση των 11 στρεμμάτων που περιέγραψα ανωτέρω ...". "... Η επίδικη γνωμοδότηση δεν έχει ανακληθεί και συνεχίζει να δημιουργεί προβλήματα ...". "... Τελειώνοντας τονίζω ότι όλα όσα καταθέτω σήμερα ενώπιον σας είναι αποτέλεσμα της ενδελεχούς μελέτης του σχετικού φακέλου για τα "Κουντουριώτικα" με τον οποίο ασχολούμαι από το 1995 ...". ".... Δεν γνωρίζω ειλικρινά για ποιον λόγο ο κατηγορούμενος συνέταξε αυτή τη γνωμοδότηση ...". "... Ο Τ. όφειλε ως δικηγόρος του Δήμου να γνωρίζει την ύπαρξη των παλαιών συμβολαίων. Αν θεωρούσε ότι ο Δήμος δεν έχει περιουσία εκεί, έπρεπε να το αιτιολογήσει επαρκώς και να εκθέσει τους λόγους ...". Τα ως άνω κατατεθέντα από τον κατηγορούμενο Σ. Μ. είναι ψευδή. Τούτο προκύπτει από το υπ` αριθ. 2344/2011 βούλευμα του Εφετείου Αθηνών, με το οποίο κρίθηκε ότι η γνωμοδότηση του εγκαλούντος Γ. Τ. ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, την συνιστάμενη στο ότι τα εν αυτή αναφερόμενα ακίνητα ανήκουν σε ιδιώτες και όχι στο Δήμο Αθηναίων, όπως υποστήριξε ο κατηγορούμενος Σ. Μ., συνοδεύοντας την εν λόγω άποψή του με τα ψευδή περιστατικά που του αποδίδει ο εγκαλών. Με το ως άνω βούλευμα εξαφανίστηκε το με αριθμό 2692/2010 του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, που δέχθηκε τα αντίθετα (ότι δηλαδή τα επίμαχα ακίνητα είναι του Δήμου Αθηναίων και ακολούθως παρέπεμψε τον προσφεύγοντα για ψευδή βεβαίωση, ο οποίος όμως εν τέλει απαλλάχθηκε με το ως άνω βούλευμα του Εφετείου. Ειδικότερα, με βάση το προεκτεθέν βούλευμα του Εφετείου Αθηνών τα ακίνητα, που μνημονεύονται στην επίδικη γνωμοδότηση και αφορούν στην οδό Κ., ανήκουν πράγματι σε ιδιώτες. Μάλιστα στο σκεπτικό του εν λόγω βουλεύματος διαλαμβάνεται σειρά επιχειρημάτων, από τα οποία προκύπτει όχι μόνο η αλήθεια των περιεχομένων στην γνωμοδότηση του εγκαλούντος συμπερασμάτων, αλλά και το ότι ο Δήμος Αθηναίων ουδεμία ζημία υπέστη, όπως ψευδώς κατέθεσε ο κατηγορούμενος, προσδιορίζοντας μάλιστα αυτήν στο ποσό των 20.171.385 ευρώ. Περαιτέρω προέκυψε ότι ο κατηγορούμενος τελούσε σε γνώση του ψευδούς των υπ` αυτού κατατεθέντων, καθόσον όπως και ο ίδιος μετ` επιτάσεως κατέθεσε, όλα αυτά (που κατέθεσε) ήταν αποτέλεσμα ενδελεχούς μελέτης του σχετικού φακέλου, με τον οποίο ασχολείτο από το 1995. Με βάση τα πραγματικά αυτά περιστατικά προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για να στηριχθεί δημόσια στο ακροατήριο κατηγορία εναντίον του κατηγορουμένου Σ. Μ. για την αξιόποινη πράξη της ψευδορκίας μάρτυρος. Επομένως για την πράξη αυτή που προβλέπεται και τιμωρείται από τις διατάξεις των άρθρων 1, 12, 14, 26 παρ.1, 27, 79, 224 παρ. 2 και 1 ΠΚ πρέπει να παραπεμφθεί ο παραπάνω κατηγορούμενος σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 245 παρ. 2 και 313 ΚΠΔ, ενώπιον του ακροατηρίου του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών.

Με τις παραδοχές αυτές το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών δεν διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτούμενη από τις άνω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Ειδικότερα, ενώ το προσβαλλόμενο βούλευμα δέχεται ότι τα περιεχόμενα στις ένορκες εξετάσεις του κατηγορουμένου, Σ. Μ., γεγονότα είναι ψευδή στο σύνολό τους, στη συνέχεια περιορίζει τα ψευδή στις περικοπές που αφορούν τη γνωμοδότηση του πολιτικώς ενάγοντος Γ. Τ. σε σχέση με τα αναφερόμενα σ` αυτή ακίνητα και την επ` αυτών ιδιοκτησία ιδιωτών και όχι του Δήμου Αθηναίων και επικαλείται προς τούτο το υπ` αριθμ. 2344/2011 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών το οποίο, κατόπιν εφέσεως εξαφάνισε το υπ` αριθ. 2692/2010 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών που είχε δεχθεί τα αντίθετα και έκρινε με σειρά επιχειρημάτων τα οποία ουδόλως παρατίθενται, πως τα ακίνητα που μνημονεύονται στην επίδικη γνωμοδότηση ανήκουν πράγματι σε ιδιώτες και ότι ο Δήμος Αθηναίων δεν υπέστη ουδεμία ζημία, όπως ψευδώς κατέθεσε ο κατηγορούμενος προσδιορίζοντας μάλιστα τη ζημία στο ποσό των 20.171.385 ευρώ. Ενώ περαιτέρω δεν αντιπαρατίθενται σε αυτό τα αντίστοιχα αληθινά γεγονότα, ούτε προσδιορίζονται τα περιστατικά από τα οποία το Συμβούλιο συνήγαγε την ύπαρξη του άμεσου δόλου του κατηγορουμένου, ότι δηλαδή αυτός γνώριζε την αναλήθεια των όσων κατέθεσε, ούτε διατυπώνονται σκέψεις για τα κρίσιμα στοιχεία που απαιτούνται για τη στοιχειοθέτηση της ψευδορκίας μάρτυρα. Οι ελλείψεις αυτές δημιουργούν ασάφειες και καθιστούν ελλιπή την αιτιολογία του προσβαλλόμενου βουλεύματος σε σχέση με την ταυτότητα της ψευδορκίας μάρτυρα και έτσι καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής των ουσιαστικών διατάξεων των άρθρων 26, 27, 224 παρ.1, 2, ΠΚ και το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσεως.

Συνεπώς, ο από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ.δ` ΚΠΔ σχετικός λόγος αναίρεσης είναι βάσιμος και πρέπει να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα και να παραπεμφθεί η υπόθεση σε νέα κρίση από το ίδιο Συμβούλιο που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εφόσον τούτο είναι δυνατό (άρθρο 519 παρ.1 ΚΠΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Αναιρεί το υπ` αριθμ. 3533/1-10-2012 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, όπως συμπληρώθηκε με το υπ` αριθμ. 3639/2012 βούλευμα του ίδιου Συμβουλίου.

Παραπέμπει την υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο πιο πάνω Συμβούλιο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 29 Ιανουαρίου 2013.

Εκδόθηκε στην Αθήνα την 1η Φεβρουαρίου 2013.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
 


1 σχόλιο: