.

.

Κυριακή 29 Μαρτίου 2015

ΠΥΛΩΤΗ ΚΟΙΝΟΧΡΗΣΤΟΣ ΧΩΡΟΣ


818/2003 ΑΠ (335136)

(Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)
Δικονομία πολιτική. Προϋποθέσεις παραδεκτού της αναίρεσης. Αποφάσεις που
προσβάλλονται παραδεκτά με αναίρεση. Προϋποθέσεις παραδεκτής ασκήσεως
αντεφέσεως. Αναιρετικοί λόγοι. Προϋποθέσεις παραδεκτού του λόγου της
παραβίασης των ερμηνευτικών μιας δικαιοπραξίας κανόνων. Οριζόντια ιδιοκτησία.
Ο κύριος αυτής έχει δικαίωμα συγκυριότητας και επί των κοινοκτήτων και
κοινοχρήστων χώρων. Συμβατικός ή νομοθετικός προσδιορισμός αυτών. Χώρος
πυλωτής για στάθμευση αυτοκινήτων. Αποτελεί κοινόχρηστο ή κοινόκτητο χώρο,
απαγορευομένου ν΄ αποτελέσει αντικείμενο διαιρεμένης ιδιοκτησίας σε τρίτους
(πέραν του κυρίου των οριζοντίων ιδιοκτησιών της συγκεκριμένης
πολυκατοικίας). (Επικυρώνει την 129/2001 ΕφΚρήτης).



Φ.Σ.
Αριθμός 818/2003
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Δ` Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Δημήτριο Σουλτανιά, Αντιπρόεδρο, Παύλο
Μεϊδάνη, Αθανάσιο Κρητικό, Νικόλαο Κασσαβέτη και Ανάργυρο Πλατή,
Αρεοπαγίτες.

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 4 Απριλίου 2003, με την
παρουσία και της Γραμματέως Μάρθας Ψαραύτη, για να δικάσει μεταξύ:

Των αναιρεσειόντων: .......... οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο
δικηγόρο τους Πέτρο Μηλιαράκη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.

Των αναιρεσιβλήτων: ........... οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο
δικηγόρο τους Ιωάννη Ξυλούρη.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με τις από 19 Απριλίου 1999 και 10 ΜαΪου 1999
αντίθετες αγωγές των ήδη αναιρεσιβλήτων και αναιρεσειόντων, αντίστοιχα, που
κατατέθηκαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Ηρακλείου και συνεκδικάσθηκαν.
Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 574/1999 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 129/2001
του Εφετείου Κρήτης. Την αναίρεση των αποφάσεων αυτών ζητούν οι
αναιρεσείοντες με την από 12 Οκτωβρίου 2001 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι
διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης
Παύλος Μεϊδάνης ανάγνωσε την από 22 Μαρτίου 2003 έκθεσή του, με την οποία
εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος των
αναιρεσιβλήτων ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου
μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από τις διατάξεις των άρθρων 552 και 553 ΚΠολΔ, προκύπτει, ότι, όταν η
δικαζόμενη υπόθεση πέρασε και από τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας των
δικαστηρίων της ουσίας με το ένδικο μέσο αναιρέσεως προσβάλλεται μόνο η
απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, εφόσον εξέτασε την ουσία και
εξαφάνισε ή επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση. Επομένως η κρινόμενη αίτηση
αναιρέσεως κατά το μέρος που στρέφεται κατά της 574/1999 αποφάσεως του
Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηρακλείου πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, εφόσον,
κατόπιν εφέσεως μετά από εξέταση της ουσίας και εξαφάνιση της πρωτόδικης
απόφασης, εκδόθηκε η προσβαλλόμενη 129/2001 απόφαση του Εφετείου Κρήτης που
αυτή και μόνο παραδεκτώς προσβάλλεται.

Κατά το άρθρο 523 παρ. 1 ΚΠολΔ "ο εφεσίβλητος μπορεί, και αφού περάσει η
προθεσμία της έφεσης, να ασκήσει αντέφεση ως προς τα κεφάλαια της απόφασης
που προσβάλλονται με την έφεση και ως προς εκείνα που συνέχονται αναγκαστικά
με αυτά...". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η αντέφεση πρέπει να αφορά τα
προσβληθέντα με την έφεση κεφάλαια ή τα αναγκαίως συνεχόμενα με αυτά,
διαφορετικά απορρίπτεται ως απαράδεκτη για έλλειψη προδικασίας. Στην
προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, επί
αγωγής των ήδη αναιρεσειόντων, με την οποία ζήτησαν να αναγνωριστεί ότι οι
αναφερόμενες οριζόντιες ιδιοκτησίες, που βρίσκονται στο χώρο της πυλωτής,
ανήκουν στην κυριότητά τους, αλλιώς στην αποκλειστική τους χρήση, που έγινε
εν μέρει δεκτή ως βάσιμη κατά το επικουρικό αίτημα με την πρωτόδικη απόφαση,
κατ` αυτής δε άσκησαν έφεση οι αναιρεσίβλητοι κατά το ανωτέρω μέρος που
έγινε δεκτή, αντέφεση δε οι αναιρεσείοντες, ζητώντας να γίνει δεκτό το κύριο
αίτημά τους, το Εφετείο έκρινε ότι το κεφάλαιο της αντέφεσης των
αναιρεσειόντων δεν συνέχεται με το κεφάλαιο της έφεσης και απέρριψε την
αντέφεση ως απαράδεκτη. Έτσι που έκρινε το Εφετείο, σύμφωνα με το νόμο
απέρριψε την αντέφεση, αφού πράγματι στο εκκληθέν με την έφεση κεφάλαιο της
αναγνώρισης του πιο πάνω δικαιώματος της αποκλειστικής χρήσης δεν
περιλαμβάνεται, ούτε συνέχεται αυτό αναγκαστικά με το αντεκκληθέν με την
αντέφεση κεφάλαιο της αναγνώρισης της κυριότητας. Επομένως ο πρώτος λόγος της
αναίρεσης, από το άρθρο 559 αρ. 14 ΚΠολΔ, με τον οποίο υποστηρίζονται τα
αντίθετα, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται και αν
παραβιάσθηκαν οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών των άρθρων 173 και
200 του ΑΚ, οι οποίοι όμως εφαρμόζονται τότε μόνο όταν το δικαστήριο της
ουσίας, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά, ως προς αυτό, κρίση του, διαπιστώνει
ότι υπάρχει στη σύμβαση κενό ή αμφιβολία ως προς τη δήλωση της βουλήσεως των
συμβαλλομένων. Επομένως τότε μόνο ιδρύεται λόγος αναιρέσεως από το ότι το
δικαστήριο δεν προσέφυγε στους ερμηνευτικούς αυτούς κανόνες, όταν από την
αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας διαπίστωσε
ευθέως ή εμμέσως ότι υπάρχει κενό ή αμφιβολία στις δηλώσεις των συμβαλλομένων
και παρόλα αυτά δεν τους εφάρμοσε. Το στοιχείο αυτό ότι το δικαστήριο
διαπίστωσε κενό ή αμφιβολία στις δηλώσεις των συμβαλλομένων πρέπει να το
επικαλείται συγκεκριμένως ο αναιρεσείων, για να είναι ορισμένος ο σχετικός
λόγος αναιρέσεως. Στην προκειμένη περίπτωση οι αναιρεσείοντες παρόλο ότι με
τον δεύτερο κατά το πρώτο μέρος λόγο της αίτησής τους αποδίδουν στην
πρωτόδικη και στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια της παραβιάσεως
των ερμηνευτικών κανόνων των δικαιοπραξιών από τα άρθρα 173 και 200 του ΑΚ,
σχετικά με την έννοια των συμβολαιογραφικών συμφωνιών που περιέχονται στα
1952/1985 και 2110/1985 συμβόλαια της συμβολαιογράφου Ηρακλείου Ελένης
Λασηθιωτάκη, δεν επικαλούωται ότι το Εφετείο διαπίστωσε ευθέως ή εμμέσως ότι
υπάρχει κενό ή αμφιβολία στις δηλώσεις των συμβαλλομένων σχετικά με τον όρο
αυτόν και παρόλα αυτά δεν προσέφυγε στους ερμηνευτικούς κανόνες των άρθρων
173 και 200 ΑΚ, και τους παραβίασε με την εφαρμογή τους. Εξαιτίας της
ελλείψεως αυτής ο λόγος εκείνος είναι απαράδεκτος.

Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρ. 1002 και 1117 Α.Κ. 1.2 παρ. 1, 4
παρ. 1,5 και 13 του ν. 3741/29, που διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή
του ΑΚ με το άρθρο 54 του Εισ.Ν.ΑΚ., συνάγεται ότι, επί οριζόντιας
ιδιοκτησίας ιδρύεται, κυρίως μεν, χωριστή κυριότητα σε όροφο οικοδομής ή
διαμέρισμα ορόφου, παρεπομένως δε και αναγκαστική συγκυριότητα που αποκτάται,
αυτοδικαίως, κατ` ανάλογη μερίδα στα μέρη του όλου ακινήτου που χρησιμεύουν
σε κοινή από όλους τους οροφοκτήτες χρήση, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται,
κατά ενδεικτική, στις διατάξεις αυτές, απαρίθμηση, το έδαφος, οι αυλές κλπ. Ο
προσδιορισμός των κοινοκτήτων και κοινοχρήστων αυτών μερών γίνεται είτε, με
την συστατική της οροφοκτησίας δικαιοπραξία είτε με ιδιαίτερες συμφωνίες
μεταξύ όλων των οροφοκτητών. Αν ο προσδιορισμός των κοινωχρήστων μερών δεν
ορίζεται ούτε με τη συστατική πράξη, ούτε με ιδιαίτερες συμφωνίες, τότε
ισχύει ο προσδιορισμός που προβλέπεται από τις πιο πάνω διατάξεις (Ολ ΑΠ
23/2000). Το ίδιο συμβαίνει, ήτοι ισχύει ο προσδιορισμός που προβλέπεται από
τις ανωτέρω αναγκαστικού δικαίου διατάξεις νόμου, όταν οι πιο πάνω
δικαιοπραξίες και συμφωνίες αντίκεινται στις διατάξεις αυτές όταν, δηλαδή, ο
καθορισμός των κοινοχρήστων κατ` έκταση και περιεχόμενο, με βάση τις ανωτέρω
συμφωνίες, έρχεται σε αντίθεση με ρητή πολεοδομική διάταξη, που απαγγέλλει,
ρητώς ή εμμέσως, πλην σαφώς, ακυρότητα. Τέτοια διάταξη είναι και εκείνη του
άρθρ. 1 παρ. 5 εδ. τελευταίο του ν. 960/79 "περί επιβολής υποχρεώσεων προς
δημιουργία χώρων σταθμεύσεως αυτοκινήτων δια την εξυπηρέτησιν των κτιρίων"
όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρ. 1 ν. 1221/81. Κατά την τελευταία διάταξη του
νόμου "αι τυχόν δημιουργούμεναι θέσεις σταθμεύσεως εις τον ελεύθερον ισόγειον
χώρον του κτιρίου όταν τούτο κατασκευάζεται επί υποστηλωμάτων, κατά τις
ισχύουσες διατάξεις, δεν δύναται να αποτελέσουν διηρημένας ιδιοκτησίας".
Δηλαδή, από την διάταξη αυτή, καθώς και τις ανωτέρω διατάξεις των άρθρων
1002, 1117 ΑΚ, 1,2, 4, και 13ν. 3741/1929, προκύπτει ότι, όταν η οικοδομή
ανεγείρεται με άδεια και υπό το πολεοδομικό σύστημα της αφέσεως του ισογείου
χώρου ελεύθερου (ανοικτού) ακάλυπτου, ο ελεύθερος αυτός χώρος δεν μπορεί να
αποτελέσει διηρημένες ιδιοκτησίες που να ανήκουν σε ένα ή περισσότερους
ιδιοκτήτες, είτε αυτοί είναι οροφοκτήτες, είτε τρίτοι, αλλά, θα παραμένει
κοινόχρηστος, με την πιο πάνω έννοια, χώρος, επί του οποίου αποκτάται,
αυτοδικαίως, συγκυριότητα, εφόσον υφίσταται οριζόντια ιδιοκτησία σε όροφο
οικοδομής ή σε διαμέρισμα ορόφου, των οροφοκτητών κατ` ανάλογη μερίδα των επί
του κοινοχρήστου χώρου που χρησιμεύει σε κοινή από όλους τους οροφοκτήτες
χρήση. Ενόψει αυτών, η συμφωνία των οροφοκτητών για κατάργηση του
κοινόχρηστου χαρακτήρα της πιλοτής (PILLOTIS) και η μεταβίβαση του χώρου
αυτής σε τρίτους, κατά διηρημένες ιδιοκτησίες, έρχεται σε ευθεία αντίθεση,
προς τις ανωτέρω διατάξεις του ν. 3741/1929 καθώς και την αναγκαστικού
δικαίου πολεοδομική διάταξη του ν. 1221/81 και είναι κατά το άρθρ. 174 Α.Κ.
άκυρη λόγω της άνω αντιθέσεως της. Με συμφωνία, βέβαια, όλων ων
συνιδιοκτητών, που γίνεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο και υποβάλλεται σε
μεταγραφή, μπορεί, εγκύρως, κατά τα πιο πάνω άρθρα 5 και 13 του ν. 3741/1929,
να παραχωρηθεί η χρήση του χώρου αυτού, (πιλοτή), ή τμημάτων τούτου,
αποκλειστικώς, σε έναν ή ορισμένους ιδιοκτήτες ορόφου ή διαμερίσματος αλλά
μόνο της οικοδομής στην οποία υπάρχει ο εν λόγω χώρος. Ο με το παραπάνω
περιεχόμενο περιορισμός της χρήσης του χώρου αυτού από τους λοιπούς
οροφοκτήτες έχει, απλώς, το χαρακτήρα δουλείας, κατ` άρθρ. 13 παρ. 3 ν.
3741/29 χωρίς, όμως, να είναι πραγματική δουλεία με την έννοια των άρθρ. 1118
και 1119 Α.Κ. και επιβάλλεται από τις αναγκαστικού δικαίου διατάξεις των
άρθρων 1 παρ. 1, 2 ν. 960/79, όπως τροποποιήθηκε με το ν. 1221/1981 και το
Π.Δ. 1340/81, συνίσταται δε στην υποχρέωση των συνιδιοκτητών επί οικοδομών,
που ανεγείρονται με άδεια και υπό το πολεοδομικό σύστημα της αφέσεως του
ισογείου ακαλύπτου να εξασφαλίσουν, είτε, σε ακάλυπτο, είτε, σε καλυμμένο,
μεταξύ των υποστυλωμάτων της οικοδομής, χώρο, θέση για την στάθμευση των
αυτοκινήτων των συνιδιοκτητών της οικοδομής. Εξαιτίας του περιορισμού αυτού
της κυριότητας δεν επιτρέπεται στους συνιδιοκτήτες του οικοπέδου, με την
συστατική της οροφοκτησίας δικαιοπραξία, και με οποιαδήποτε μεταγενέστερη,
κατά τους νόμιμους τύπους, γενόμενη τροποποίησή της να μην εξασφαλίζουν,
στην κοινόκτητη πιλοτή της οικοδομής, θέσεις σταθμεύσεως των αυτοκινήτων των
ιδιοκτητών των διαμερισμάτων με την παραχώρηση των θέσεων αυτών σε εκ
κατασκευής και λειτουργικώς κείμενες συνήθως, στο υπόγειο της οικοδομής
αποθήκες, έστω και αν οι αποθήκες αυτές έχουν ορισθεί στην συστατική της
οριζοντίου ιδιοκτησίας δικαιοπραξία ως αυτοτελείς ιδιοκτησίες, με αποτέλεσμα
οι ιδιοκτήτες των διαμερισμάτων των ορόφων να μη μπορούν να εξασφαλίσουν στην
πιλοτή θέσεις σταθμεύσεως των αυτοκινήτων τους και να στερούνται έτσι της
δυνατότητας χρήσεως κοινοκτήτου και κοινοχρήστου μέρους της άνω οικοδομής,
ενώ, κατά το αναγκαστικό δίκαιο, που αναφέρθηκε, επιβάλλεται η εξασφάλιση
θέσεων σταθμεύσεως αυτοκινήτων των ιδιοκτητών των ως άνω διαμερισμάτων.
Επομένως, η κατανομή των θέσεων σταθμεύσεως των αυτοκινήτων στον ακάλυπτο
χώρο της πιλοτής της οικοδομής, ώστε να εξασφαλίζεται θέση σταθμεύσεως
αυτοκινήτου σε υπόγεια χωρίς λειτουργική ανεξαρτησία αποθήκη που αποτελεί
βοηθητικό χώρο διαμερίσματος και να μη εξασφαλίζεται θέση σταθμεύσεως
αυτοκινήτου στο διαμέρισμα και έτσι να στερείται παντελώς της χρήσεως της
πυλωτής ο ιδιοκτήτης διαμερίσματος ορόφου, αντιβαίνει, ευθέως, στον από τις
ως άνω διατάξεις επιβαλλόμενο περιορισμό και είναι άκυρη γι` αυτό δε και
θεωρείται ως μη γενομένη. Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο, όπως
προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, δέχθηκε ανελέγκτως, ότι
αποδείχθηκαν τα εξής: Με τη 2110/12-8-1985 πράξη συστάσεως οριζοντίου
ιδιοκτησίας και κανονισμού πολυκατοικίας της συμβολαιογράφου Ηρακλείου Κρήτης
Ελένης Λασηθιωτάκη, που καταρτίσθηκε μεταξύ των οικοπεδούχων του επί της οδού
Αριάδνης αριθ. 33 στο Ηράκλειο Κρήτης κειμένου οικοπέδου, και των εναγόντων-
εργολάβων, οι τελευταίοι ανέλαβαν, με το σύστημα της επί αντιπαροχή
οικοδομήσεως, την ανέγερση πολυόροφης οικοδομής επί του άνω οικοπέδου. Ως
εργολαβικό αντάλλαγμα συμφωνήθηκε να λάβουν, ανάλογα με την πρόοδο των
εργασιών, ποσοστό 680/οοο εξ αδιαιρέτου επί της όλης οικοδομής το οποίο
αντιστοιχούσε στις, σαυτήν, ειδικότερα περιγραφόμενες οριζόντιες ιδιοκτησίες.
Μεταξύ των οριζόντιων αυτών ιδιοκτησιών ήταν α) ο επίδικος χώρος στάθμευσης
επιφανείας 137,66 τ.μ. ο οποίος με την άνω σύσταση αποτελούσε αυτοτελή
διαιρημένη οριζόντια ιδιοκτησία β) η υπό στοιχεία 4 αποθήκη του Α ορόφου
κλίσεως επιφανείας 61.62 τμ και ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του οικοπέδου
5/οοο εξ αδιαιρέτου γ) οι υπό στοιχεία 1,2,5 και 3 αποθήκη του β΄ ορόφου
κλίσεως επιφανείας 44,20, 34, 50,08 και 5 τμ αντίστοιχα με ποσοστό
συνιδιοκτησίας 5/οοο εξ αδιαιρέτου καθεμία των τριών πρώτων και 2/οοο η
τέταρτη επί του οικοπέδου. Με την 39526/24-3-95 πράξη του συμβολαιογράφου
Ηρακλείου Γεωργίου Σμυρνάκη, που μεταγράφηκε νόμιμα, περιήλθαν σ`αυτούς, λόγω
πωλήσεως, οι άνω χώροι και κατέστησαν αποκλειστικοί τούτων κύριοι. Με την
εκκαλουμένη απόφαση, όπως προαναφέρθηκε, κρίθηκε ότι οι ενάγοντες ήδη
αναιρεσίβλητοι, ως κύριοι λοιπών οριζοντίων ιδιοκτησιών και ειδικότερα των
άνω αποθηκευτικών χώρων, και προς εξυπηρέτηση αυτών, έχουν δικαίωμα
αποκλειστικής χρήσεως του άνω χώρου σταθμεύσεως κατά μετατροπή της άκυρης
συμβάσεως κυριότητας. Πλην, όμως, και σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην αρχή
της παρούσας, δεν επιτρέπεται στους συνιδιοκτήτες του οικοπέδου με την
συστατική της οροφοκτησίας δικαιοπραξία και με οποιαδήποτε μεταγενέστερη,
κατά τους νόμιμους τύπους γινόμενη αλλαγή της, να μη εξασφαλίζουν στην
κοινόκτητη πιλοτή της οικοδομής θέσεις σταθμεύσεως των αυτοκινήτων των
ιδιοκτητών των διαμερισμάτων και να εξασφαλίζουν τέτοιους χώρους σε τμήματα
της οικοδομής τα οποία χαρακτηρίζονται ως αποθήκες. Οι εφεσίβλητοι, βέβαια,
ισχυρίζονται ότι οι άνω αποθηκευτικοί χώροι βρίσκονται μεν, στο υπόγειο της
πολυκατοικίας, έχουν όμως δική τους λειτουργικότητα και δεν εξυπηρετούν, ούτε
ορίσθηκε από την συστατική πράξη ότι θα εξυπηρετούν τις ανάγκες των
διαμερισμάτων ή θα αποτελούν αποθηκευτικούς χώρους αυτών. Η έννοια, όμως, των
παραπάνω διατάξεων, με τις οποίες θεσπίσθηκε υποχρεωτικά η δημιουργία χώρων
σταθμεύσεως στους ελεύθερους χώρους της πιλοτής, ήταν η εξυπηρέτηση των
αναγκών των κατοικούντων ή εργαζομένων στην πολυόροφο οικοδομή, κατά τρόπο
μόνιμο και διαρκή, και όχι ευκαιριακό ή πρόσκαιρο, όπως, από την χρήση των
αποθηκευτικών χώρων, προκύπτει ότι θα είναι μια τέτοια εξυπηρέτηση. Έτσι, και
αν ακόμη οι χώροι αυτοί είναι λειτουργικά ανεξάρτητοι και δεν έχουν
παρακολουθητικό, των διαμερισμάτων της οικοδομής, χαρακτήρα δεν είναι δυνατό
να εξυπηρετούνται από το σύνολο σχεδόν των χώρων στάθμευσης που προβλέφθηκαν
στην πιλοτή, αφού κάτι τέτοιο είναι αντίθετο με την έννοια του νόμου. Βέβαια
οι εκκαλούντες ισχυρίζονται επιπλέον, ότι με τον ν. 960/79 και 1221/81 και
του σε εκτέλεση αυτών εκδοθέντος Π.Δ. 29/4-2-82 προκύπτει ότι για κατοικίες
στις λοιπές, πλην των Αθηνών, πόλεις άνω των 15.000 κατοίκων απαιτείται μια
θέση σταθμεύσεως εμβαδού 12 τ.μ για κάθε 200 έως 400 τ.μ. επιφάνεια κτιρίου
με αποτέλεσμα να μη υπάρχει ακυρότητα σε περίπτωση που δεν εξασφαλίζονται
περισσότερες των προβλεπομένων κατά τον άνω τρόπο θέσεων στάθμευσης και αυτές
στην προκειμένη περίπτωση είναι δυο και έχουν προβλεφθεί. Η ρύθμιση, όμως,
αυτή αφορά τον ελάχιστο αριθμό θέσεων στάθμευσης που οφείλουν οι
συνιδιοκτήτες να προβλέψουν στην ανεγειρόμενη οικοδομή και σε κάθε περίπτωση
δεν αίρει την υποχρέωσή των να εξασφαλίσουν στην κοινόκτητη πιλοτή της
οικοδομής θέσεις σταθμεύσεως των αυτοκινήτων των ιδιοκτητών των διαμερισμάτων
με την παραχώρηση των θέσεων αυτών σε ιδιοκτήτες αποθηκών. Έτσι, εφόσον οι
ρυθμίσεις για αποκλειστική χρήση των άνω χώρων εκ μέρους των εναγόντων-
εφεσιβλήτων είναι άκυρες η πιλοτή ανήκει στους κοινόχρηστους χώρους της
οικοδομής και κατά κυριότητα σε όλους τους συγκυρίους, περιλαμβανομένων και
των εναγόντων-εφεσιβλήτων, της πολυκατοικίας κατά ανάλογη μερίδα, επί του
κοινοχρήστου αυτού χώρου, υπόκειται δε σε κοινή, από όλους τους οροφοκτήτες,
χρήση. Περαιτέρω το Εφετείο με τις ως άνω ανέλεγκτες παραδοχές ότι οι
αναιρεσείοντες είναι κύριοι των ανωτέρω οριζοντίων ιδιοκτησιών, που είναι
αποθηκευτικοί χώροι στο υπόγειο της παραπάνω πολυκατοικίας, έκρινε ότι δεν
έχουν το δικαίωμα που ζήτησαν με την αγωγή. Έτσι που έκρινε το Εφετείο και
ακολούθως με βάση τις ως άνω παραδοχές, μετά από εξαφάνιση της πρωτόδικης
απόφασης, απέρριψε ως αβάσιμη στην ουσία την αγωγή των αναιρεσειόντων, με την
οποία ζήτησαν επικουρικά να αναγνωριστεί ότι έχουν δικαίωμα αποκλειστικής
χρήσης επί του ανωτέρω χώρου της πυλωτής, εμβαδού 137,66 τ.μ., δεν παραβίασε
τις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 174, 182, 1002, 1117 ΑΚ, 1, 2 παρ.
1, 5 και 13 ν. 3741/1929 και 1 παρ. 1, 2 ν.960/1979, όπως τροποποιήθηκε με το
ν. 1221/1981, διέλαβε δε στην προσβαλλόμενη απόφαση σαφείς, επαρκείς και
χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες που καθιστούν εφικτό τον ακυρωτικό έλεγχο για
την ορθή ερμηνεία και εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων. Επομένως οι δεύτερος
κατά το δεύτερο μέρος και τρίτος λόγοι της αναίρεσης, από το άρθρο 559 αρ. 1
και 19 ΚΠολΔ, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα, πρέπει να
απορριφθούν ως αβάσιμοι.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 12-10-2001 αίτηση των:.......... για αναίρεση της: 1)
129/2001 απόφασης του Εφετείου Κρήτης και 2) 574/1999 απόφασης του Μονομελούς
Πρωτοδικείου Ηρακλείου. Και

Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, την
οποία ορίζει σε επτακόσια εβδομήντα (770) Ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 14 Μαϊου 2003. Και
Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο στην Αθήνα, στις 23 Μαϊου
2003.



Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου