.

.

Κυριακή 29 Μαρτίου 2015

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗΣ



229/2014 ΑΠ ( 625071)



(Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, Ε7 2014/1006)

Σύμβαση μεσιτείας. Μεσολάβηση της μεσίτριας εταιρείας για τη σύναψη συμβάσεως πωλήσεως

σκάφους. Περιεχόμενο της «μεσολάβησης» και της «υπόδειξης ευκαιρίας». Ουσιώδης προϋπόθεση

για τη γέννηση, σε βάρος του μεσιτικού εντολέα, της υποχρέωσης να πληρώσει την αμοιβή, την

οποία υποσχέθηκε στο μεσίτη κατά την ανάθεση της εντολής προς μεσολάβηση ή, έστω, υπόδειξη

ευκαιρίας για σύναψη της σκοπούμενης σύμβασης, είναι το να επήλθε, πράγματι, η κατάρτιση της

σύμβασης αυτής ως συνέπεια μόνο της συμβολής του μεσίτη. Αβάσιμος ο ένδικος ισχυρισμός του

μεσιτικού εντολέα ότι αυτός ενήργησε ως άμεσος αντιπρόσωπος και εντεταλμένος πλοιοκτήτριας

αλλοδαπής εταιρίας, συνάπτοντας τη σχετική σύμβαση μεσιτείας στο όνομα και για λογαριασμό

αυτής, καθώς αυτός ανέθεσε στην ενάγουσα την εντολή μεσολάβησης για τη σύναψη της επίδικης

σύμβασης και συμφωνήθηκε μεταξύ των διαδίκων η υποχρέωση αυτού για καταβολή της μεσιτικής

αμοιβής της. Μείωση από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο της συμφωνηθείσας μεσιτικής αμοιβής στο

προσήκον μέτρο ως δυσανάλογα μεγάλης από το ποσοστό 4% επί του τιμήματος της πώλησης σε

εκείνο του 1,5%. Το δικαστήριο απορρίπτει την αναίρεση της υπ` αριθμ. 409/2008 απόφασης του

Εφετείου Πειραιώς.



Αριθμός 229/2014



ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ



Α1` Πολιτικό Τμήμα



Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Χρυσικό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γεώργιο

Γεωργέλλη, Δημήτριο Κράνη, Αντώνιο Ζευγώλη και Γεώργιο Λέκκα, Αρεοπαγίτες.



Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 16 Σεπτεμβρίου 2013, με την παρουσία και της

Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:



Του αναιρεσείοντος: Α. Β. του Β., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο

δικηγόρο του Μιχαήλ Νταλάκο.



Της αναιρεσίβλητης: της Εταιρείας με την επωνυμία ....... ..... ... που εδρεύει στην … και

εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξουσία δικηγόρο της Αναστασία

Αποστολίδου, με δήλωση κατ` άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔικ.



Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 22 Μαρτίου 2007 αγωγή του ήδη αναιρεσίβλητης που

κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 3883/2007 οριστική

του ιδίου δικαστηρίου και 409/2008 του Εφετείου Πειραιώς (Ναυτικό Τμήμα). Την αναίρεση της

τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 24 Δεκεμβρίου 2008 αίτησή του.



Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι

παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Γεώργιος Λέκκας, ανέγνωσε

την από 2 Ιουλίου 2012 έκθεση του κωλυομένου να συμμετέχει στη σύνθεση Αρεοπαγίτη

Βασιλείου Φούκα, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθούν οι λόγοι αναιρέσεως.



Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως και την καταδίκη της

αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη του.



ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ



Οι ερμηνευτικοί κανόνες των άρθρων 173 και 200 του Α.Κ. εφαρμόζονται από το δικαστήριο της

ουσίας, όταν κατά την ανέλεγκτη, ως προς αυτό, κρίση του, διαπιστώνει ότι υπάρχει στη σύμβαση

κενό ή αμφιβολία σχετικά με τη δήλωση της βούλησης των συμβαλλομένων. Η διαπίστωση αυτή

του δικαστηρίου της ουσίας μπορεί είτε να αναφέρεται στην απόφαση ρητώς, είτε να προκύπτει

από αυτήν εμμέσως όταν, παρά τη μη ρητή αναφορά της, ή ακόμη και παρά τη ρητή διαβεβαίωση

της ανυπαρξίας της, το δικαστήριο προβαίνει σε ερμηνεία της σύμβασης, η οποία (ερμηνεία)

αποκαλύπτει ότι το δικαστήριο βρέθηκε μπροστά σε κενό ή αμφιβολία σχετικά με τη δήλωση της

βούλησης των συμβαλλομένων, τα οποία ακριβώς δημιούργησαν την ανάγκη να καταφύγει σε

ερμηνεία της. Μόνη η παράλειψη της μνείας των διατάξεων των άρθρων 173 και 200 ΑΚ δεν

συνιστά παραβίαση τους, αν το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη κατά την ερμηνεία της

σύμβασης τα ερμηνευτικά κριτήρια που προβλέπονται με αυτές. Παραβιάζονται δε οι κανόνες αυτοί

όταν το δικαστήριο, παρά τη διαπίστωση, έστω και εμμέσως, κενού ή αμφιβολίας σχετικά με την

έννοια της δήλωσης βούλησης, παραλείπει να προσφύγει σ` αυτούς, για τη διαπίστωση της αληθούς

εννοίας των δηλώσεων ή να παραθέσει στην απόφασή του τα πραγματικά στοιχεία από τα οποία

προκύπτει η εφαρμογή τους ή προβαίνει σε κακή εφαρμογή τους, με την έννοια ότι το ερμηνευτικό

πόρισμα στο οποίο, μετά από ερμηνεία της δικαιοπραξίας κατέληξε (το δικαστήριο), δεν είναι

σύμφωνο με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη. Αντιθέτως, δεν παραβιάζονται οι ίδιοι

κανόνες όταν το δικαστήριο της ουσίας διαπιστώνει στην απόφασή του ότι η ελεγχομένη δήλωση

βούλησης είναι σαφής και χωρίς κενά (ΑΠ 115/2013). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 703

§ 1 ΑΚ, εκείνος που υποσχέθηκε αμοιβή σε κάποιον άλλο (μεσίτη) για τη μεσολάβηση ή την

υπόδειξη ευκαιρίας για τη σύναψη μιας σύμβασης, έχει υποχρέωση να πληρώσει μόνο αν η

σύμβαση καταρτισθεί ως συνέπεια αυτής της μεσολάβησης ή της υπόδειξης. Πότε υπάρχει

μεσολάβηση και πότε υπόδειξη δεν ορίζεται στο νόμο και εφόσον το περιεχόμενο αυτών δεν

προκύπτει από τη σύμβαση, η μεσολάβηση περιλαμβάνει συνήθως κάθε πρόσφορη ενέργεια του

μεσίτη για να έλθουν σε επαφή τα ενδιαφερόμενα μέρη με σκοπό να συνεννοηθούν για την

κατάρτιση της σύμβασης και είναι δυνατό, αλλά δεν απαιτείται, να περιλαμβάνει επιπλέον και την

παρακολούθηση από τον μεσίτη των συνεννοήσεων των μερών, τη μεταφορά ή γνωστοποίηση

των προτεινόμενων από το ένα μέρος στο άλλο όρων ή και τη διαπραγμάτευση των όρων αυτών,

ενώ η υπόδειξη ευκαιρίας είναι κάτι λιγότερο από τη μεσολάβηση, διότι με αυτήν ο μεσίτης

ενημερώνει απλώς τον εντολέα του για την ύπαρξη συγκεκριμένης και άγνωστης προηγουμένως σε

αυτόν δυνατότητας σύναψης της σύμβασης που τον ενδιαφέρει. Η εντολή προς το μεσίτη μπορεί

να αφορά μόνο στη μεσολάβηση ή μόνο στην υπόδειξη ευκαιρίας ή και στις δύο (ΑΠ 815/2007).



Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι ουσιώδης προϋπόθεση για τη γέννηση, σε βάρος του μεσιτικού

εντολέα, της υποχρέωσης να πληρώσει την αμοιβή, την οποία υποσχέθηκε στο μεσίτη κατά την

ανάθεση της εντολής προς μεσολάβηση ή, έστω, υπόδειξη ευκαιρίας για σύναψη της σκοπούμενης

σύμβασης, είναι το να επήλθε, πράγματι, η κατάρτιση της σύμβασης αυτής ως συνέπεια μόνο της

συμβολής του μεσίτη. Ητοι, είναι απαραίτητη η κατάφαση αιτιώδους συνάφειας μεταξύ αφ` ενός

της δραστηριότητας του μεσίτη, ως αιτίου και αφ` ετέρου της κατάρτισης της σκοπούμενης

σύμβασης, ως αποτελέσματος, υπό την έννοια ότι αυτό δεν θα είχε επέλθει, οπωσδήποτε, χωρίς τη

μεσολάβηση ή την υπόδειξη του μεσίτη (ΑΠ 52/2012). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559

αριθμ. 1 ΚΠολΔ, λόγος αναίρεσης για ευθεία παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, ιδρύεται αν

αυτός δεν εφαρμόστηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις, εφαρμογής του, ή αν εφαρμόστηκε ενώ

δεν έπρεπε, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική

από την αληθινή. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ` ουσίαν την υπόθεση, η

παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται εν όψει των πραγματικών περιστατικών που

ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος

αυτός αναίρεσης, αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν φανερή την παραβίαση.

Τούτο συμβαίνει, όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που

δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε

εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά

δεν υπάγονται. Τέλος, κατά την έννοια του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, η απόφαση δεν έχει

νόμιμη βάση και υφίσταται έτσι εκ πλαγίου παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, όταν από τις

παραδοχές της, που περιλαμβάνονται στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού της και

αποτελούν το αιτιολογικό της, δεν προκύπτουν καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς

τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του για ζήτημα

με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, με αποτέλεσμα έτσι, να μην μπορεί να ελεγχθεί αν

στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που

εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε. Δηλαδή δεν υπάρχει

ανεπάρκεια αιτιολογίας, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτική, αλλά πλήρη αιτιολογία, αφού

αναγκαίο να εκτίθεται σαφώς στην απόφαση είναι μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε και

όχι ο λόγος για τον οποίο αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Συνακόλουθα τα επιχειρήματα του

δικαστηρίου, που σχετίζονται με την εκτίμηση απλώς των αποδείξεων, δεν συνιστούν παραδοχές

διαμορφωτικές του αποδεικτικού πορίσματός του και επομένως αιτιολογία της απόφασης ικανή να

ελεγχθεί αναιρετικά με τον παραπάνω λόγο για ανεπάρκεια ή αντιφατικότητα, ούτε ιδρύεται ο

λόγος αυτός αναίρεσης από το άρθρ. 559 αριθμ. 19 ΚΠολΔ, αν το δικαστήριο της ουσίας δεν

ανέλυσε ιδιαιτέρως ή διεξοδικά τα επιχειρήματα των διαδίκων που δεν συνιστούν αυτοτελείς

ισχυρισμούς τους (ΑΠ 253/2013).



Με την προσβαλλόμενη απόφαση, έγιναν δεκτά τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, κατά την

ανέλεγκτη από το Εφετείο εκτίμηση των αποδείξεων: "Η ενάγουσα ανώνυμη εταιρεία ασκεί νόμιμα

επιχείρηση πράξεων μεσιτείας αγορών και πωλήσεων σκαφών αναψυχής στη περιφέρεια του

Πρωτοδικείου Αθηνών (βλ. το προσκομιζόμενο καταστατικό της). Ο Χ. Β. Μ. είναι νόμιμος

εκπρόσωπος και διευθύνων σύμβουλος αυτής και δραστηριοποιείται στην αγοραπωλησία σκαφών

αναψυχής. Οι διάδικοι μετά από σχετικές διαπραγματεύσεις κατάρτισαν το Σεπτέμβριο του έτους

2005 άτυπη σύμβαση μεσιτείας. Κατά τη σύμβαση αυτή ο εναγόμενος, ως μεσιτικός εντολέας,

υποσχέθηκε μεσιτική αμοιβή προς την ενάγουσα, ως μεσίτρια, στην περίπτωση που η τελευταία, θα

μεσολαβούσε για τη σύναψη συμβάσεως πωλήσεως από την εταιρία, που εδρεύει στο ... με την

επωνυμία "..............", του υπό αγγλική σημαία σκάφους "...", νηολογίου Λονδίνου με αριθμό

..., κ.ο.χ. 31,96, θαλαμηγού μήκους 20,63μ., πλοιοκτησίας αυτής, σε οποιοδήποτε αγοραστή

ανεύρει η ενάγουσα, με τίμημα 1.300.000 ευρώ. Ως αμοιβή της ενάγουσας συμφωνήθηκε ποσοστό

4% επί του ως άνω τιμήματος. Η συμφωνία αυτή των διαδίκων, με την οποία ο εναγόμενος

μεσιτικός εντολέας υποσχέθηκε στην ενάγουσα μεσίτρια αμοιβή, υπολογιζόμενη σε ποσοστό επί

του πραγματικού τιμήματος του σκάφους που θα μεταβιβαζόταν, αιτία πωλήσεως, κατόπιν της

δικής της μεσολαβήσεως, είναι έγκυρη. Την αμοιβή αυτήν την υποσχέθηκε ο εναγόμενος στην

ενάγουσα (και το δέχθηκε η τελευταία) όχι απλά για την κατάρτιση της υποσχετικής σύμβασης

πωλήσεως του σκάφους αλλά και για την εκπλήρωση της ίδιας σύμβασης, συμφωνία άλλωστε που

είναι επιτρεπτή, χωρίς να απαιτείται και συμφωνία των οικονομικών όρων της σύμβασης, που

υπόκειται στην ελευθερία συναλλακτικής δράσης των συμβαλλόμενων μερών..... Μετά από

συντονισμένες προσπάθειες της ενάγουσας και ανάλογη διαφήμιση και στο διαδίκτυο, ο νόμιμος

εκπρόσωπος αυτής υπέδειξε στον εναγόμενο ως αγοραστή του Τ. Κ., κάτοικο .... Ο νόμιμος

εκπρόσωπος της ενάγουσας και ο Τ. Κ. μετέβησαν στη Μαρίνα του Σ.Ε.Φ., όπου ήταν ελλιμενισμένο

το σκάφος και ο υποψήφιος αγοραστής άρχισε τις διαπραγματεύσεις με τον εναγόμενο για την

αγορά του σκάφους. Ο νόμιμος εκπρόσωπος της ενάγουσας πράγματι μεσολάβησε και πέτυχε να

καταρτισθεί πλήρως σύμβαση πωλήσεως του πιο πάνω σκάφους. Το πωλητήριο συμβόλαιο

υπογράφηκε από το Διευθυντή και το Γραμματέα της ως άνω πλοιοκτήτριας αλλοδαπής εταιρίας,

οι οποίοι και έθεσαν επ` αυτού την εταιρική σφραγίδα στις 16-12-2005, και το νόμιμο εκπρόσωπο

της Αγγλικής εταιρίας με την επωνυμία ".............", φερομένης τυπικά ως αγοράστριας για

φορολογικούς λόγους, η οποία και κατέβαλε στον τραπεζικό λογαριασμό της πωλήτριας, στις

21-12-2005, το ποσό του τιμήματος των 1.300.000 ευρώ, όπως είχε συμφωνηθεί μεταξύ του

εναγομένου και του Τ. Κ. Για την κατάρτιση της σύμβασης ο εναγόμενος δεν ειδοποίησε την

ενάγουσα, παρά την προς τούτο δέσμευση, την οποία είχε αναλάβει με σχετική συμφωνία τους. Η

κατάρτιση της ως άνω σύμβασης ήταν αποτέλεσμα της προεκτεθείσας μεσιτικής δραστηριότητας

της ενάγουσας και συνεπώς ο εναγόμενος της οφείλει τη συμφωνημένη αμοιβή της. Ο ισχυρισμός

του εναγομένου ότι αυτός ενήργησε ως άμεσος αντιπρόσωπος και εντεταλμένος της

προαναφερόμενης πλοιοκτήτριας αλλοδαπής εταιρίας, συνάπτοντας τη σχετική σύμβαση μεσιτείας

στο όνομα και για λογαριασμό αυτής, δεν είναι βάσιμος, διότι, όπως αποδείχθηκε από τα ίδια, ως

άνω, αποδεικτικά στοιχεία, αυτός ανέθεσε στην ενάγουσα την εντολή μεσολάβησης για τη σύναψη

της προαναφερόμενης σύμβασης και συμφωνήθηκε μεταξύ των διαδίκων η υποχρέωση αυτού

(εναγομένου-μεσιτικού εντολέα) για καταβολή της αμοιβής της και όταν στη σκοπούμενη κύρια

σύμβαση συμβληθεί η πλοιοκτήτρια του εν λόγω σκάφους, η δε κατάρτιση αυτής (σύμβασης

πώλησης) υπήρξε αποτέλεσμα της δικής της μεσολάβησης, χωρίς να απαιτείται η μεσολάβηση αυτή

της ενάγουσας να περιλαμβάνει επιπλέον και την παρακολούθηση απ` αυτήν των συνεννοήσεων

των μερών, τη μεταφορά ή γνωστοποίηση των προτεινόμενων από το ένα μέρος στο άλλο όρων ή

και τη διαπραγμάτευση των όρων αυτών, σύμφωνα προς τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη.....).

Στην προκειμένη περίπτωση, σύμφωνα με όσα αποδείχθηκαν και έγιναν δεκτά από το Δικαστήριο

αυτό, ο εναγόμενος υποχρεούται να καταβάλει κατ` αρχήν στην ενάγουσα ως αμοιβή της το ποσό

των 52.000 ευρώ (1.300.000 Χ 4%). Το ποσό όμως αυτό είναι, κατά την κρίση του Δικαστηρίου

τούτου, δυσανάλογα μεγάλο, αν ληφθούν υπόψη οι συγκεκριμένες περιστάσεις και ειδικότερα το

αντικείμενο της μεσιτείας, το γεγονός ότι η ενάγουσα δεν κατέβαλε, ούτε άλλωστε η ίδια

ισχυρίζεται, καμιά ιδιάζουσα προσπάθεια, πέρα από τη συνήθη επαγγελματική ενασχόλησή της, για

να επιτευχθεί η πώληση του ως άνω σκάφους. Έτσι θα πρέπει να μειωθεί στο προσήκον μέτρο, το

οποίο, ενόψει και της μέσης περιουσιακής δυναμικότητας του εντολέα-εναγομένου, ανέρχεται σε

1,5% επί του ως άνω τιμήματος, δηλαδή στο ποσό των 19.500 ευρώ (1.300.000 Χ 1,5%) ευρώ,

κατά την εν μέρει κατ` ουσίαν βάσιμη ένσταση του εναγομένου, την επί του άρθρου 707 Α.Κ.

εδραζόμενη και πρωτοβαθμίως προταθείσα. Στο ποσό των 19.500 ευρώ, ο εναγόμενος

υποχρεούται να καταβάλει, σύμφωνα με τις προαναφερόμενες διατάξεις, ΦΠΑ 19%, δηλαδή 3.705

ευρώ (19.500 Χ 19%) και συνεπώς το σύνολο της οφειλής του εναγομένου ανέρχεται σε 23.205

(19.500 + 3.705) ευρώ". Ακολούθως, το Εφετείο δέχθηκε την έφεση της αναιρεσείουσας και αφού

εξαφάνισε την απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που είχε απορρίψει την ένδικη αγωγή και

διακράτησε την υπόθεση, δέχθηκε εν μέρει την αγωγή και αναγνώρισε ότι ο αναιρεσείων έχει

υποχρέωση να καταβάλει στην αναιρεσείουσα το πιο πάνω χρηματικό ποσό. Εν όψει των

προεκτεθέντων πραγματικών περιστατικών, το Εφετείο ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε τις

διατάξεις ουσιαστικού δικαίου που προαναφέρθηκαν και δεν παραβίασε τους γενικούς

ερμηνευτικούς κανόνες των δικαιοπραξιών, αφού δεν διαπίστωσε, έστω και εμμέσως, κενό στις

δηλώσεις βούλησης και ως εκ τούτου ορθώς δεν προσέφυγε σε αυτούς. Περαιτέρω, το Εφετείο δεν

στέρησε την απόφασή του νόμιμης βάσης, αλλά με σαφείς, πλήρεις και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες,

που επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο, κατέληξε στο πόρισμά του, αφού απέρριψε τον ισχυρισμό

του αναιρεσείοντος περί του ότι στην προκειμένη περίπτωση ενήργησε ως άμεσος αντιπρόσωπος

της πλοιοκτήτριας εταιρείας του σκάφους ..., αξιολογώντας το σύνολο των διαθέσιμων

αποδεικτικών μέσων, χωρίς να είναι αναγκαίο να περιλάβει σ` αυτήν άλλες αιτιολογίες προς

αποσαφήνιση των όσων δέχθηκε.



Συνεπώς, ο σχετικός δεύτερος λόγος της αίτησης αναίρεσης, με τον οποίο αποδίδεται στην

προσβαλλόμενη απόφαση η από το άρθρο 559 αριθμ. 1 και 19 ΚΠολΔ πλημμέλεια είναι αβάσιμος.

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 335, 338, 339, 340 και 346 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι

το Δικαστήριο για να σχηματίσει τη δικανική του πεποίθηση ως προς τη βασιμότητα ή μη των

προβαλλομένων από τους διαδίκους πραγματικών ισχυρισμών, που ασκούν ουσιώδη επίδραση

στην έκβαση της δίκης, υποχρεούται να λαμβάνει υπόψη του όλα τα νόμιμα αποδεικτικά μέσα που

επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, είτε για άμεση είτε για έμμεση απόδειξη, χωρίς να είναι

ανάγκη να γίνεται ειδική μνεία και ιδιαίτερη αξιολόγηση του καθενός από αυτά, αρκεί να γίνεται

απολύτως βέβαιο από το όλο περιεχόμενο της απόφασης, ότι συνεκτιμήθηκαν όλα τα αποδεικτικά

μέσα των διαδίκων. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 559 αριθμ. 11 γ` ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν

το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν.

Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο της αίτησης αναίρεσης, αποδίδεται στην

προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ. 11 περ. γ` ΚΠολΔ και ειδικότερα, ότι

το Εφετείο έλαβε υπόψη την υπ` αριθμ. 1310/16-3-2007 ένορκη βεβαίωση μάρτυρα ενώπιον του

Ειρηνοδίκη Πειραιώς για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, δεχόμενο ότι αυτή λήφθηκε πριν

από την άσκηση της ένδικης αγωγής με αφορμή άλλη δίκη, ενώ αυτή λήφθηκε μετά την άσκηση

της αγωγής, η οποία κατατέθηκε στις 20-12-2006, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 10866/2006 και

χωρίς προηγούμενη κλήτευση του αναιρεσείοντος και ως εκ τούτου αποτελούσε ανυπόστατο

αποδεικτικό μέσο και δεν μπορούσε να ληφθεί υπόψη ούτε για τη συναγωγή δικαστικών

τεκμηρίων. Από την παραδεκτή επισκόπηση όμως του δικογράφου της από 22-3-2007 ένδικης

αγωγής (ΚΠολΔ 561 § 2), προκύπτει ότι αυτή κατατέθηκε στις 22-3-2007 με αριθμό έκθεσης

κατάθεσης 2689 και επομένως η επίμαχη ένορκη βεβαίωση, που δόθηκε στις 16-3-2007 λήφθηκε

πριν την άσκησή της, έτσι ώστε δεν αποτελεί μεν το ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο, που προβλέπεται

από το άρθρο 671 § 1 εδ. τελευταίο ΚΠολΔ, αλλά συνεκτιμάται για τη συναγωγή δικαστικών

τεκμηρίων (ΑΠ 722/2004). Κατόπιν τούτων, ο πρώτος λόγος από το άρθρο 559 αριθμ. 11 περ. γ`

ΚΠολΔ, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.



Ο από το άρθρο 559 αριθμ.12 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης, για παραβίαση των ορισμών του νόμου,

σχετικά με τη δύναμη των αποδεικτικών μέσων, ιδρύεται μόνον εάν το δικαστήριο προσέδωσε σε

αποδεικτικό μέσο αυξημένη αποδεικτική δύναμη, που δεν την είχε κατά νόμο ή δεν του

προσέδωσε τέτοια δύναμη, μολονότι την είχε, κατά νόμο (ΑΠ 233/2011). Με τον τρίτο λόγο του

αναιρετηρίου, ο αναιρεσείων προσάπτει στην πληττόμενη απόφαση την από το άρθρο 559 αριθμ.

12 ΚΠολΔ αιτίαση, ισχυριζόμενος ότι το Εφετείο παραβίασε τη διάταξη του άρθρου 352 ΚΠολΔ,

καθόσον δέχθηκε ότι ενεργούσε ως μεσιτικός εντολέας και όχι ως άμεσος αντιπρόσωπος της

ιδιοκτήτριας του σκάφους, μολονότι από την εμπεριεχόμενη στην αγωγή δικαστική ομολογία, στο

δικόγραφο της οποίας αναφέρονται επί λέξει τα εξής: "Ο εναγόμενος τον Σεπτέμβριο 2005 μας

ανέθεσε την πώληση του σκάφους του ... με σημαία Αγγλίας, αρ. νηολ. Λονδίνου ..., κοχ 31,96,

μήκους 20,63 που τυπικά για φορολογικούς λόγους ανήκε στην Αγγλική Εταιρία .........................

πλην όμως ουσιαστικά ανήκε στον ίδιο όπως δηλώνει και το όνομα του σκάφους ... (....) και το

οποίο ήταν ελλιμενισμένο από την απόκτησή του στην Μαρίνα του ΣΕΦ.", προέκυπτε το αντίθετο.



Από την επικαλούμενη όμως συγκεκριμένη περικοπή του δικογράφου της αγωγής προκύπτει ότι ο

αναιρεσείων ήταν ουσιαστικά ιδιοκτήτης του προς πώληση σκάφους, που για φορολογικούς

λόγους ανήκε στην προαναφερθείσα Αγγλική εταιρεία και ως εκ τούτου εκείνος ήταν ο μεσιτικός

εντολέας. Επομένως, ο τρίτος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι

αβάσιμος και απορριπτέος. Επειδή, ο από το άρθρο 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ, λόγος αναίρεσης, ιδρύεται

αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που

προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως "πράγματα" νοούνται οι

αυτοτελείς ισχυρισμοί που τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του ασκούμενου με

την αγωγή, ένσταση ή αντένσταση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος. Εξάλλου, δεν

στοιχειοθετείται ο λόγος αυτός αναίρεσης όταν το δικαστήριο έλαβε υπόψη προταθέντα ισχυρισμό

(πράγμα) και τον απέρριψε ευθέως για οποιοδήποτε λόγο τυπικό ή ουσιαστικό, αλλά και όταν το

δικαστήριο αντιμετωπίζει και απορρίπτει στην ουσία εκ των πραγμάτων προβληθέντα ισχυρισμό,

με την παραδοχή ως αποδειχθέντων γεγονότων αντίθετων προς αυτά που τον συγκροτούν (ΑΠ

117/2013, ΑΠ 89/2013). Με τον τέταρτο λόγο του αναιρετηρίου, αποδίδεται στην πληττόμενη

απόφαση η από το άρθρο 559 αριθμ. 8 ΚΠολΔ πλημμέλεια, καθόσον το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη

πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και ειδικότερα τον

ισχυρισμό του αναιρεσείοντος ότι η αναιρεσίβλητη εταιρεία επιχείρησε να ανασκευάσει την

περιεχόμενη στην αγωγή ομολογία της, κατά την οποία το σκάφος ανήκε στην εταιρεία ........ και

όχι στον ίδιο, γεγονός που συνιστούσε μεταβολή της βάσης της αγωγής. Ο

συγκεκριμένος ισχυρισμός δεν αποτελεί "πράγμα" υπό την προεκτεθείσα έννοια, αλλά απλό

επιχείρημα κατά της ουσιαστικής βασιμότητας της αγωγής. Ανεξάρτητα όμως από αυτό το Εφετείο

τον απέρριψε δεχόμενο ότι ο αναιρεσείων ήταν ο μεσιτικός εντολέας. Κατά συνέπεια, ο λόγος

αυτός είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Κατά το άρθρο 559 αριθ. 20 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται

αν το δικαστήριο παραμόρφωσε το περιεχόμενο εγγράφου, με το να δεχθεί πραγματικά γεγονότα

προφανώς διαφορετικά από εκείνα που αναφέρονται στο έγγραφο αυτό. Κατά τη σαφή έννοια της

εν λόγω διάταξης, έγγραφα, στα οποία αυτή αναφέρεται, είναι τα αποδεικτικά έγγραφα, δηλαδή

εκείνα που προβλέπονται ως αποδεικτικά μέσα στα άρθρα 339 και 432-465 ΚΠολΔ, όχι δε και άλλα,

όπως τα διαδικαστικά έγγραφα της ίδιας δίκης, λ.χ. η αγωγή, η ανταγωγή, η έφεση, οι προτάσεις

των διαδίκων, τα πρακτικά συνεδρίασης του δικαστηρίου, οι εισηγητικές εκθέσεις που περιέχουν

καταθέσεις μαρτύρων κλπ. Κατά συνέπεια, ο πέμπτος λόγος της αναίρεσης, εκ του άρθρου 559

αριθμ., κατ` εκτίμηση μόνο 20 και όχι και 8 ΚΠολΔ, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη

απόφαση για παραμόρφωση του δικογράφου της αγωγής του αναιρεσείοντος, ενόψει του ότι

δέχθηκε ότι αυτή (αγωγή) κατατέθηκε στις 22-3-2007 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 2689/2007,

ενώ το ορθό ήταν ότι αυτή κατατέθηκε στις 20-12-2006 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης

10866/2006, είναι απορριπτέος προεχόντως ως απαράδεκτος. Κατ` ακολουθίαν, πρέπει να

απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης και καταδικαστεί ο αναιρεσείων, που ηττάται, στην πληρωμή των

δικαστικών εξόδων της αναιρεσίβλητης (ΚΠολΔ 176 και 183).



ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ



Απορρίπτει την αίτηση για αναίρεση της υπ` αριθμ. 409/2008 απόφασης του Εφετείου Πειραιώς.



Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσίβλητης, τα

οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.



Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 22 Οκτωβρίου 2013.



Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 3 Φεβρουαρίου 2014.



Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ





Ρ.Κ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου